Χαμηλά το βλέμμα, αλλά ψηλά το κεφάλι. Εξω το στήθος, αλλά μέσα η κοιλιά. Στους άνδρες αρέσουν τα τακούνια· να φοράς λοιπόν, αλλά όχι εκείνα που σε κάνουν να φαίνεσαι ψηλότερη από αυτούς. Στους άνδρες αρέσουν οι πνευματώδεις γυναίκες· να λες έξυπνα πράγματα λοιπόν, αλλά όχι εκείνα που σε κάνουν να μοιάζειςεξυπνότερη από αυτούς. Ο άνδρας είναι ο κυνηγός και εσύ το θήραμα. Μην παραβείς ποτέ αυτόν τον κανόνα. Δώσ΄ του απλώς τη φαρέτρα και άσ΄ τον να σε καταδιώξει ώσπου να σε πιάσει. Να χτενίζεις τα μαλλιά σου, να βάφεις τα χείλη σου, να πουδράρεις τις ατέλειες στην επιδερμίδα σου. Να ντύνεσαι και να μυρίζεις όμορφα ακόμη και όταν νιώθεις άσχημα. Να μιλάς τουλάχιστον δύο οκτάβες πάνω από την αληθινή χροιά σου- αυτήν άσ΄ τη για τις στιγμές που δεν σε ακούει κανένας. Ετσι μπράβο. Τώρα είσαι μια σωστή κούκλα. Φτιάξε λοιπόν το «Κουκλόσπιτό» σου και ζήσε ευτυχισμένη μέσα σε αυτό.
Η σκηνή του Χώρου Δ στην Πειραιώς φαινόταν τεράστια. Ενας πολυέλαιος και κουρτίνες ολόγυρα έδιναν την εντύπωση ότι δεν βρισκόσουν σε βιομηχανικής αισθητικής χώρο, αλλά σε θέατρο του 19ου αιώνα. Με το που έσβησαν τα φώτα, οι κουρτίνες άρχισαν να ξετυλίγονται η μία μετά την άλλη, σαν κατακόκκινη μπογιά που κάνει τα μαγικά της όταν πέφτει και διαλύεται μέσα σε νερό. Ενα δισδιάστατο χάρτινο κουκλόσπιτο υψώθηκε στον χώρο που έγινε ξαφνικά ασφυκτικά μικρός, ό,τι πρέπει για άψυχες κούκλες, όχι όμως για αληθινούς ανθρώπους. Πλήρως εξοπλισμένο, σωστό παλατάκι χάρη στη φροντίδα της Νόρας. Η καλή Νόρα. Που λατρεύει τα δυο της παιδιά και τον μονάκριβο άνδρα της, Τόρβαλντ. Που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα σαν καλή νοικοκυρά. Που αγαπά τα ζαχαρωτά και πότε πότε τα τσιμπολογάει σαν απαγορευμένο καρπό, κρυφά από τον άνδρα της, που θεωρεί ότι το να παχύνει η καλλίγραμμη σύζυγος ισούται με προπατορικό αμάρτημα. Που δεν του φέρνει ποτέ αντίρρηση, που του μιλάει πάντα τραγουδιστά δικαιώνοντας τα υποκοριστικά «αηδονάκι» και «καρδερινούλα μου» που έχουν αντικαταστήσει το όνομά της.
Μόνο που πίσω από αυτό το ιδανικό σύμπαν κρύβεται το ένοχο μυστικό της. Τι θα κάνει λοιπόν; Θα μπορούσε άραγε να τα πει όλα στον Τόρβαλντ και αυτός να τη συγχωρήσει αποδεικνύοντας ότι την αγαπά πιο πολύ από την κοινή γνώμη; Η κόκκινη κορδέλα από το φόρεμα γίνεται θηλιά που σφίγγει όλο και πιο πολύ τον όμορφο λαιμό της. Οι μεγαλύτερες συμφορές συμβαίνουν όταν φοράμε τα καλά μας.
Ο Λι Μπρούερ αντιμετώπισε τους νάνους σαν αληθινούς ανθρώπους και όχι σαν κουκλάκια που εμείς οι «κανονικοί» χαζεύουμε, άλλοτε με αποστροφή και άλλοτε με οίκτο. Δίνοντας τους ανδρικούς ρόλους σε λιλιπούτειους ηθοποιούς εικονογράφησε με τον ευφυέστερο τρόπο όλα όσα άρθρωσε ο Ιψεν εν έτει 1879 για το μικρόμυαλο «ισχυρό» φύλο και πώς αυτό καταδυνάστευε- ή μήπως ακόμη καταδυναστεύει;- τη γυναίκα που καταλήγει να ζει σαν καλοκουρδισμένη κούκλα. Και οι πανύψηλες γυναίκες της παράστασης κάνουν το χρέος τους γονατίζοντας κάθε φορά που βρίσκονται δίπλα στους «αφέντες» τους. Πασχίζουν να χρησιμοποιήσουν τα μικροσκοπικά αντικείμενα, να πιουν από φλιτζάνι-μινιατούρα, να ξαπλώσουν σε μια σταλιά κρεβάτι, να σκύψουν για να περάσουν το κατώφλι καμώνοντας ότι όλα πηγαίνουν ρολόι, όπως συμφωνεί και ο κούκος που κάθε τόσο πετάγεται για να σημάνει την ώρα.
Οσοι στριφογυρνούσαν στα όχι και τόσο βολικά καθίσματά τους στο πρώτο μέρος της τρίωρης παράστασης, έμειναν με κομμένη την ανάσα στο δεύτερο. Ασπαζόμενος τη ρήση «κράτα το καλύτερο για το τέλος» ο σκηνοθέτης μάς καθήλωσε στην τελική σκηνή αποκαθήλωσης του πατριαρχικού προτύπου. Ο Τόρβαλντ αποκοιμιέται και η Νόρα αναδύεται μέσα από την κόκκινη κουρτίνα, υπερυψωμένη πάνω στο θεωρείο της. Ο εμβληματικός μονόλογός της για το ότι ήταν πάντα μια κούκλα, πρώτα για τον πατέρα της και μετά για τον άνδρα της, ακούγεται πιο δυνατά από ποτέ τώρα που η φωνή της έχει κατέβει δύο οκτάβες. Πετάει τα ρούχα- το αποκριάτικο κοστούμι που ο ίδιος τής είχε πει να φορέσει στον χορό-, πετάει την περούκα με τις φλύαρες μπούκλες και σαν άλλη Τζούλι Αντριους στο «Βίκτορ Βικτόρια» αποδομεί τους ρόλους που εγκλωβίζουν τα δύο φύλα σε κουκλόσπιτα αιώνες τώρα.
Και εκεί που νιώθεις ότι τα έχεις δει όλα, η αυλαία-φόντο της Νόρας ανεβαίνει και εμφανίζονται άλλα μικρότερα θεωρεία, με το καθένα να φιλοξενεί ένα ανδρόγυνο-μαριονέτα. Η εικόνα παραπέμπει στους «γέρους» του Μάπετ Σόου, στους κριτές, και οι κριτές παραπέμπουν πάντα στο βασανιστικό ερώτημα «τι θα πει ο κόσμος;». Η Νόρα όμως δεν δίνει πια δεκάρα. Αποχαιρετά τον άνδρα που αγάπησε όχι με υστερία, αλλά με μια μαγευτική άρια, ενώ πίσω της ένα ένα τα παράθυρα-θεωρεία σβήνουν, με τη θηλυκή μαριονέτα να εξαφανίζεται. Σαν τη νύφη που στεκόταν αγέρωχα πάνω στη γαμήλια τούρτα, ως τη στιγμή που τη ρούφηξε η σαντιγί της ζαχαρωμένης συζυγικής ευτυχίας. Στο παρατεταμένο χειροκρότημα του τέλους οι άνδρες έμοιαζαν εξίσου πανύψηλοι με τις γυναίκες του θιάσου. « Ευτυχώς που το είδαμε » είπε ένας θεατής, το ίδιο μαγεμένος με τους υπόλοιπους. Ευτυχώς.
Η κούκλα τραγουδούσε υπέροχα
Χαμηλά το βλέμμα, αλλά ψηλά το κεφάλι. Εξω το στήθος, αλλά μέσα η κοιλιά. Στους άνδρες αρέσουν τα τακούνια· να φοράς λοιπόν, αλλά όχι εκείνα που σε κάνουν να φαίνεσαι ψηλότερη από αυτούς. Στους άνδρες αρέσουν οι πνευματώδεις γυναίκες· να λες έξυπνα πράγματα λοιπόν, αλλά όχι εκείνα που σε κάνουν να μοιάζειςεξυπνότερη από αυτούς. Ο άνδρας είναι ο κυνηγός και εσύ το θήραμα. Μην παραβείς ποτέ αυτόν τον κανόνα. Δώσ΄ του απλώς τη φαρέτρα και άσ΄ τον να σε καταδιώξει ώσπου να σε πιάσει.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.