Αντιδράσεις προκαλεί στο Βέλγιο ένα νομοσχέδιο που προβλέπειδυνατότητα σύλληψης όσων αλλοδαπών δεν διαθέτουν άδεια παραμονής στη χώρα, ακόμα και μέσα σε ιδιωτικούς χώρους φιλοξενίας.
Το νομοσχέδιο που εξετάζεται την Τρίτη από τη βελγική βουλή έχει προκαλέσει σειρά διαμαρτυριών, ενώ χαρακτηρίζεται αμφιλεγόμενο από πολλούς.
Στα επεισόδια που έλαβαν, εσχάτως, χώρα κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων σε βάρος μεταναστών στις Βρυξέλλες αναφέρεται, στο κύριο άρθρο της, η εφημερίδα De Standaard, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στις αντιδράσεις χιλιάδων πολιτών που επιχειρούν να προστατεύσουν με κάθε τρόπο τους μετανάστες, σχηματίζοντας ανθρώπινες αλυσίδες (2.000 ατόμων) και παρέχοντάς τους στέγη. Σημειώνεται, πως η σύγκρουση των αλληλέγγυων με την κυβέρνηση θα ενταθεί λόγω του νομοσχεδίου που προωθείται.
Αυτόν τον αμφιλεγόμενο νόμο προβάλλει, στο κεντρικό πρωτοσέλιδό της, και η De Morgen, αποκαλύπτοντας ότι η Ένωση Εισαγγελέωνδιατυπώνει αρνητική εισήγηση με το σκεπτικό ότι με τις κατ’ οίκον έρευνες εγείρονται ζητήματα παραβίασης της ιδιωτικότητας τόσο των μεταναστών, όσο και εκείνων που τους φιλοξενούν.
Με συμπάθεια «βλέπει» τον ακτιβισμό των αλληλέγγυων και η De Morgen, στο κύριο άρθρο της, μιλώντας για μία αυθόρμητη πρωτοβουλία που γιγαντώνεται, στην οποία ήδη συμμετέχουν 30.000 άτομα. Η εφημερίδα επιχειρεί, κυρίως, να αναδείξει την υποκρισία των Βρετανών, οι οποίοι, ενώ εκμεταλλεύονται ασύστολα, όπως τονίζεται, το φτηνό εργατικό δυναμικό που τους παρέχουν οι μετανάστες, σπεύδουν παράλληλα να τους αποκηρύξουν, υψώνοντας «τείχη» στα σύνορά τους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να χρησιμοποιούν κάθε τρόπο προκειμένου να καταφέρουν να βρεθούν στην υποτιθέμενη «Γη της Επαγγελίας», περνώντας μέσα και από χώρες, όπως το Βέλγιο.
Τέλος, η εφημερίδα La Libre Belgique τόσο στο κεντρικό πρωτοσέλιδό της, όσο και στο κύριο άρθρο της χαρακτηρίζει απαράδεκτο το σχετικό κείμενο του νομοσχεδίου, υποστηρίζοντας ότι η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να είναι αυστηρή, αλλά ταυτόχρονα υποδειγματική και ότι αυτό που διακυβεύεται είναι «η διατήρηση της συλλογικής αξιοπρέπειας που χτίστηκε υπομονετικά από γενιές πολιτών, καθώς επίσης και το απαράβατο της κατοικίας, μίας εκ των σημαντικότερων αρχών του δικαίου μας, η οποία δεν μπορεί να παραβιαστεί παρά μόνο για σοβαρά εγκλήματα».