«Το παράδοξο όσον αφορά τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά είναι ότι ενώ πολλά από τα κύρια θέματα που καθορίζουν τον πολιτικό διάλογο ανά την υφήλιο –η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, η εργασιακή ανασφάλεια, η βιωσιμότητα των όποιων συστημάτων συνταξιοδότησης και υγείας –αποτελούν κατ’ εξοχήν αριστερές ανησυχίες, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι ανίκανα να τα διαχειριστούν επαρκώς, είτε αντιπολιτεύονται είτε βρίσκονται στην εξουσία. Ο σοσιαλιστής πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ δεν ήταν υποψήφιος για την προεδρία καθώς τα ποσοστά δημοτικότητάς του ήταν χαμηλότερα ακόμη και από εκείνα του Τζέρεμι Κόρμπιν στη Βρετανία» δηλώνει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο Σάιμον Τουμπό, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ.
Ποιο είναι, οπότε, το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη μετά την επικράτηση του «ούτε αριστερού ούτε δεξιού» Εμανουέλ Μακρόν στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου της 5ης Δημοκρατίας; Ο ειδικός στη συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση επισημαίνει τα εξής σημεία:
1. «Αφετηρία για την αναβίωση της Αριστεράς θα πρέπει να αποτελέσει η εμφατική (επαν)επισήμανση της σημασίας της κοινωνικής δικαιοσύνης στη διαχείριση ζητημάτων όπως η μακροχρόνια ανεργία, η χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας και συνταξιοδότησης, η μετανάστευση και η ταυτότητα, τα οποία ωθούν τους ψηφοφόρους στην τροχιά ακροδεξιών κομμάτων».
2. «Τα κόμματα της Αριστεράς πρέπει να υποβάλουν νέες και συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις για τη διαχείριση ζητημάτων που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και να αναγνωρίσουν την πολυπλοκότητα και τους περιορισμούς που υφίστανται σε έναν κόσμο ανοιχτό, αντί να υπόσχονται μια μη ρεαλιστική επιστροφή σε μια επίπλαστη Χρυσή Εποχή του κλεισίματος και της αναδίπλωσης. Λαμβάνοντας υπόψη τα προγράμματα του Εμανουέλ Μακρόν αλλά και του Ματέο Ρέντσι, είναι ξεκάθαρο πως θα πρέπει να επέλθει μια φιλελευθεροποίηση της άκαμπτης αγοράς εργασίας, να αξιοποιηθούν κρατικά μέσα για την απαλοιφή των χειρότερων μορφών στέρησης και να δαπανηθούν δημόσιοι πόροι για την ενίσχυση υπηρεσιών πρόνοιας, όσον αφορά την υγεία, την παιδεία και την κατάρτιση».
3. «Η επιτυχία της Αριστεράς εξαρτάται επίσης από την ικανότητα των κομμάτων της να κινητοποιήσουν τη νεότερη γενιά ψηφοφόρων. Ο διχασμός που υφίσταται στο εσωτερικό της Αριστεράς είναι κατά κύριο λόγο γενεαλογικός και η νεότερη γενιά αποτελεί μια σημαντική εκλογική δεξαμενή ενώ τα μέλη της είναι περισσότερο ανοιχτά σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Οπότε πρέπει να πεισθούν να ψηφίσουν και για να συμβεί αυτό τα όποια πολιτικά κινήματα θα πρέπει να μετασχηματισθούν σε κομματικούς φορείς με πόρους, προσωπικό και μέλη».
4. «Δεδομένης της διάσπασης του εκλογικού σώματος της Αριστεράς και τον κατακερματισμό της πολιτικής, γενικότερα, τα κεντροαριστερά κόμματα, όπως ακριβώς οι προκάτοχοί τους στις αρχές του 20ού αιώνα, πρέπει επίσης να αποδεχθούν να συμμαχήσουν με κόμματα διαφορετικής ιδεολογίας ώστε να μπορέσουν να κυβερνήσουν. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, η μοναδική εναλλακτική επιλογή στη συντηρητική κυβέρνηση των Τόρις είναι μια συμμαχία των Εργατικών με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα. Παρομοίως, στη Γαλλία ο Μακρόν θα χρειαστεί τη στήριξη βουλευτών τόσο των Σοσιαλιστών όσο και των Ρεπουμπλικανών ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Η αποτυχία στη σύναψη συμμαχιών ενδέχεται να στερήσει από τα κόμματα της Αριστεράς την εξουσία, όπως αντιλήφθηκε –πολύ αργά, ωστόσο –ο Πέδρο Σάντσεθ, πρώην ηγέτης του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος».
5. «Τα κόμματα της Αριστεράς πρέπει επίσης να βρουν τρόπους να εφαρμόσουν τα προγράμματά τους τμηματικά, δοκιμάζοντας για παράδειγμα την απήχηση των προτάσεών τους και τη στήριξη των ψηφοφόρων στο επίπεδο της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Αλλά μπορούν επίσης να αναπτύξουν υπερεθνικές συμμαχίες, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για παράδειγμα, ώστε να συμβάλουν στην επαναφορά μιας σχετικής αρμονίας στη δομή της εξουσίας» κατέληξε ο κ. Τουμπό.
HeliosPlus