Η εποχή των μεγάλων κομμάτων, που ενώνουν υπό τη σκέπη τους ευρεία μερίδα του εκλογικού σώματος, φαίνεται να φθάνει στο τέλος της. Σε κάθε περίπτωση είναι εμφανής εδώ και πολλά χρόνια σχεδόν στο σύνολο των δυτικών δημοκρατικών χωρών ο κατακερματισμός του κομματικού τοπίου. Τη δεκαετία του 1980 ιδρύθηκε το κόμμα των Πρασίνων, το οποίο μπόρεσε να εισέλθει στα κοινοβούλια και να εδραιωθεί ως υπολογίσιμη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό. Από τη δεκαετία του 1990 παρατηρείται η εμφάνιση κυρίως λαϊκιστικών κομμάτων, ορισμένα από τα οποία δείχνουν επίσης ικανά να εδραιωθούν. Η όξυνση της προσφυγικής κρίσης το τελευταίο διάστημα δίνει μάλιστα σε αυτά τα κόμματα σημαντική ώθηση.
Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Τρηρ Ούβε Γιουν επισημαίνει στην DW ότι παρατηρείται ισχυρή διαφοροποίηση στην κοινωνία. Εμφανίστηκαν άλλες αξίες, γνώμες και τρόποι ζωής, που «δεν βρίσκουν απήχηση πια στα μεγάλα κόμματα, διότι τα κόμματα αυτά καλύπτουν ένα υπερβολικά ευρύ πεδίο συμφερόντων και έτσι δεν απευθύνονται πλέον σε ψηφοφόρους με ειδικά ενδιαφέροντα». Όπως παρατηρεί ο Όσκαρ Νιντερμάιερ, πολιτικός επιστήμονας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Βερολίνου, «τα μεγάλα κόμματα καλούνται να συνθέσουν πολύ διαφορετικά συμφέροντα για να παραμείνουν μεγάλα». Στο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, που διχάζει την κοινωνία, η σύνθεση αυτών των διαφορετικών συμφερόντων είναι εξαιρετικά δύσκολη, τονίζει ο ίδιος.
Κατακερματισμένο κομματικό τοπίο στην Ιταλία
Ο Ούβε Γιουν θεωρεί καταρχήν «θετική και σημαντική για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία την αποτύπωση των διαφορετικών αξιών, συμφερόντων και απόψεων του πληθυσμού στο κοινοβούλιο». Ωστόσο, τόσο ο Ούβε Γιουν όσο και ο συνάδελφός του, Όσκαρ Νιντερμάιερ, θεωρούν ότι ο κατακερματισμός του κομματικού τοπίου εντός των κοινοβουλίων μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον σχηματισμό κυβέρνησης, εφόσον τα κόμματα δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συμφωνήσουν σε μια κοινή βάση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας με ποικίλες κομματικές εκπροσωπήσεις και τάσεις είναι η Ιταλία. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη δεκαετία του 1990 στο κοινοβούλιο της Ρώμης έπρεπε να σχηματίζονται κυβερνήσεις συνασπισμού αποτελούμενες από έως και έξι κόμματα. Επειδή η συναίνεση εντός τέτοιων κυβερνητικών σχημάτων είναι δύσκολη και οι ιδεολογικές διαφορές συχνά πολύ έντονες, οι συνασπισμοί αυτοί διαλύονταν τις περισσότερες φορές μετά από σύντομο διάστημα. Και στο Ισραήλ το χαμηλό όριο εισόδου στην Κνεσέτ επιτρέπει σε πολλές περιπτώσεις την εκπροσώπηση άνω των δέκα κομμάτων, ενώ κυβερνήσεις συνασπισμού πέντε ή και περισσότερων κομμάτων είναι κάτι σύνηθες από ιδρύσεως του ισραηλινού κράτους.
Κλασικό παράδειγμα δικομματικού συστήματος στην Ευρώπη είναι η Μ. Βρετανία. Στα θεμέλια αυτού βρίσκεται το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Μόνο ο νικητής μιας εκλογικής περιφέρειας αποκτά έδρα στην Κάτω Βουλή, όλοι οι υπόλοιποι μένουν με άδεια χέρια. Ναι μεν εκπροσωπούνται σήμερα στη βρετανική βουλή περισσότερα κόμματα από ό,τι στο γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, ωστόσο το βρετανικό πολιτικό σύστημα μεριμνά σχεδόν πάντα για σαφείς πλειοψηφίες και ξεκάθαρους συσχετισμούς δυνάμεων. Υπήρξαν κυβερνήσεις συνασπισμού, όπως η πρόσφατη συνεργασία συντηρητικών και φιλελευθέρων στην πρώτη πρωθυπουργική θητεία του Ντέιβιντ Κάμερον, ωστόσο είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο.
Δεν απειλείται η δυνατότητα διακυβέρνησης στη Γερμανία
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 και η Αυστρία ανήκε στην ομάδα των κρατών με αδιαφιλονίκητη εξουσία των δύο μεγάλων κομμάτων, με τους Σοσιαλδημοκράτες και το συντηρητικό Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα να σχηματίζουν κατά κανόνα κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ισχύς τους έχει πλέον υποχωρήσει αισθητά με την αισθητή άνοδο του ακροδεξιού Κόμματος των Ελευθέρων (FPÖ). Άλλο ένα παράδειγμα αυστηρά δικομματικού συστήματος ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια η Ισπανία. Πλέον όμως η πρωτοκαθεδρία σοσιαλιστών και συντηρητικών αποτελεί και εκεί παρελθόν.
Πάντως ο Ούβε Γιουν δεν διακρίνει απειλή για τη δυνατότητα διακυβέρνησης σε περιπτώσεις πεντακομματικών ή εξακομματικών κοινοβουλίων στη Γερμανία, επισημαίνοντας ότι τα γερμανικά κόμματα έχουν διαμορφώσει μια κουλτούρα σταθερότητας, δεδομένου ότι, όπως λέει σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης αναπτύσσουν «μηχανισμούς επίτευξης συμβιβασμών και συναίνεσης». Ούτε ο Όσκαρ Νιντερμάιερ διακρίνει κίνδυνο «να επικρατήσουν ‘ιταλικές συνθήκες’ στη Γερμανία». Όπως λέει, αν αποτύχει ένας σύνθετος σχηματισμός κυβέρνησης, «τα δύο μεγάλα κόμματα πάντα επωμίζονται την (σ.σ. κυβερνητική) ευθύνη».
Κρίστοφ Χάσελμπαχ / Άρης Καλτιριμτζής