Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει αδιέξοδο. Όχι επειδή οι υποψήφιοι για την προεδρία είναι ακατάλληλοι _ αν και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει αυτό το επιχείρημα _, αλλά επειδή έχει αρχίσει να επικρατεί μια «βετοκρατία» και μια πόλωση που εμποδίζει την κυβέρνηση από το να δρα αποτελεσματικά. Ο πολιτικός επιστήμονας και πολιτικός οικονομολόγος Φράνσις Φουκουγιάμα αναλύει το πρόβλημα της Αμερικής στο Foreign Affairs, αναρωτούμενος αν το σύστημα είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης ή ανανέωσης.
Η τάση ανανέωσης του συστήματος επιβεβαιώνεται στις προεδρικές εκλογές του 2016, με δύο από τους σημαντικότερους υποψηφίους (Ντόναλντ Τραμπ και Μπέρνι Σάντερς) να μην είναι «συστημικοί». Φαίνεται πως οι Αμερικανοί πολίτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, και προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν ψηφίζοντας μη συμβατικούς υποψηφίους, οι οποίοι περιγράφονται ως λαϊκιστές από πολλούς.
Γιατί υπάρχει όμως μια τέτοια άνοδος του «λαϊκισμού»; Από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών _ σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα _ η τάξη των λευκών ανειδίκευτων εργατών αντιμετωπίζει αρκετά μεγάλες δυσκολίες, με αποτέλεσμα το σύνθημα του Τραμπ «θα κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά» να τους ακούγεται δελεαστικό. Οι Δημοκρατικοί από την άλλη απέτυχαν εκεί που πέτυχε ο Τραμπ. Στρεφόμενοι σε «πολιτικές ταυτότητας» _ δηλαδή προσηλωμένοι σε προβλήματα μειονοτήτων _ απομάκρυναν τους λευκούς ψηφοφόρους, αγνοώντας τρόπον τινά τα ζητήματα που τους απασχολούν. Έτσι ο Τραμπ κατάφερε να προσεγγίσει την λευκή εργατική τάξη, που ήταν στο επίκεντρο του προγράμματος «Νιου Ντιλ» (1933-1938) του Φράνκλιν Ρούζβελτ.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο Τραμπ είναι σαν τον Ρούζβελτ. Παρόλο που αναγνωρίζει κάποια από προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας και οικονομίας, οι λύσεις που προτείνει _ όταν δεν είναι αλληλοσυγκρουόμενες _ είναι αναποτελεσματικές.
Ενδεικτικά, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών υποστηρίζει πως μια πολιτική απομονωτισμού θα ήταν ωφέλιμη για την Αμερική. Οι δηλώσεις αυτές ακούγονται παράλογες σε όποιον έχει ασχοληθεί με τη θεωρία εμπορίου, στην οποία μοντέλα βασισμένα στο «Συγκριτικό Πλεονέκτημα» του Ρικάρντο δείχνουν ότι το ελεύθερο εμπόριο θα είναι εν τέλει ωφέλιμο για κάθε κράτος. Εξάλλου η παγκοσμιοποίηση έχει προσφέρει τεράστιο πλούτο στης ΗΠΑ. Βέβαια, υπάρχουν προβλήματα σε αυτό το σύστημα, καθώς χάνονται συνεχώς δουλειές προς την Κίνα και άλλες χώρες. Όμως ένας επαναπροσανατολισμός της παραγωγής, αν και δύσκολος, θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμος _ και λιγότερο ζημιογόνος _ από το κλείσιμο των οικονομικών συνόρων που προτείνει ο Τραμπ. Είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα να υποχωρήσουν οι ΗΠΑ από την οικονομική παγκοσμιοποίηση χωρίς να καταστρέψουν την εγχώρια και την παγκόσμια οικονομία.
Στον τομέα των επενδύσεων και του εμπορίου υπάρχουν σοβαρά ζητήματα. Βασικό πρόβλημα είναι πως η αλλαγή της οικονομίας των ΗΠΑ σε «μεταβιομηχανική» δεν έγινε με μεγάλη επιτυχία. Προγράμματα επανεκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού απέτυχαν, ενώ οι υποδομές δεν είναι κατάλληλες σε αρκετά σημεία για να υποστηρίξουν την βελτίωση της οικονομίας. Η Χίλαρι Κλίντον δήλωσε πως είναι διατεθειμένη να ξοδέψει 275 δισ. δολάρια για αναβάθμιση των υποδομών _ αυτός ο αριθμός είναι 3,3 τρισ. δολάρια χαμηλότερος από το ποσό που υπολογίζει η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών ότι χρειάζεται μέχρι το 2020.
Αναφορικά με την μεταναστευτική πολιτική, όντως υπάρχει πρόβλημα. Η αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης έχει σε μεγάλο βαθμό αποτύχει για την Αμερική. Οι λύσεις του Τραμπ όμως είναι μάλλον άγαρμπες και απίθανες να πετύχουν σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα. Αρχικά, η απέλαση 11 εκ. ανθρώπων _ με κάποιους από αυτούς να έχουν παιδιά που είναι Αμερικάνοι πολίτες _ είναι πολύ δύσκολο να κατορθωθεί. Παράλληλα, το τείχος που τόσο θέλει να χτίσει ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος δεν θα βελτιώσει την κατάσταση. Ο Φουκουγιάμα πιστεύει πως μια αρκετά πιο περιοριστική πολιτική νόμιμης μετανάστευσης θα ήταν η λύση: χρειάζονται ουσιαστικές προσπάθειες για εφαρμογή σκληρότερων κανόνων, παρόμοιων με αυτούς του 1924 _ οι οποίοι οδήγησαν στη «χρυσή εποχή» για την ισότητα των δεκαετιών του ’40 και ’50.
Οι προσπάθειες για επίλυση όλων των προαναφερθέντων ζητημάτων θα είναι εξαιρετικά δύσκολες στο «βετοκρατικό», πλέον, πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Γι’ αυτό, η άνοδος του Τραμπ _ και παρ’ ολίγον του Σάντερς _ σηματοδοτεί μια μεγάλη ευκαιρία: παρά τα προβλήματά του, ο Τραμπ έσπασε την παράδοση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από την εποχή του Ρίγκαν (κατά την οποία ευνοούνταν περισσότερο οι εταιρίες από τους πολίτες). Έτσι, υπάρχει το ενδεχόμενο μιας πιο «λαϊκά» προσανατολισμένης κυβέρνησης. Ο Φουκουγιάμα υποστηρίζει πως η λαϊκή κινητοποίηση δεν είναι εκ προοιμίου αρνητική ή θετική _ μπορεί να οδηγήσει σε σπουδαία πράγματα, όπως το Νιου Ντιλ, ή σε καταστροφικά, όπως την Ευρώπη της δεκαετίας του ’30. Το θέμα είναι η λαϊκή οργή να συνδεθεί με μια συνετή ηγεσία και καλές πολιτικές ώστε να ανανεώσει το αμερικανικό σύστημα.