Αποστολή Βερολίνο
Είχε μάθει από μικρή να ελίσσεται. Ως παιδούλα, η Άνγκελα Μέρκελ και η οικογένεια της κατοικούσαν δίπλα σε μια ψυχιατρική κλινική, που ήταν «ανοικτή», επέτρεπε δηλαδή στους ασθενείς της να κυκλοφορούν ελεύθεροι στους πέριξ δρόμους. Όποτε λοιπόν περνούσε από εκεί προσπαθούσε να αποφύγει κάθε σωματική επαφή μαζί τους – κάτι που κατάφερε να τελειοποιήσει με τον καιρό.
Αυτή την τέχνη του «σλάλομ», τώρα σε πολιτικό επίπεδο, χρησιμοποιεί τις τελευταίες μέρες στο θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Το Σαββατοκύριακο έπρεπε να ακούει τις αιτιάσεις του «παράφορου» Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, με αφορμή την υποκλοπή μιας συνομιλίας του Πολ Τόμσεν και της Ντέλια Βελκουλέσκου, καταφερόταν εναντίον του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σήμερα, Τρίτη, στο Βερολίνο θα πρέπει να υποφέρει τα παράπονα μιας «εμμονικής» Κριστίν Λαγκάρτ κατά του έλληνα πρωθυπουργού. «Δύσκολα, αλλά θα τα καταφέρει και πάλι» έλεγε γερμανός διπλωμάτης. «Όχι προσφέροντας μια μαγική λύση, αλλά επιτυγχάνοντας τον κατευνασμό των πνευμάτων». Η συνάντηση Μέρκελ-Λαγκάρντ θα πραγματοποιηθεί στις 17:00 και στις 20:00 θα ακολουθήσουν κοινές δηλώσεις.
Το σύνθημα στο Βερολίνο είναι σήμερα: «Δεν αφήνουμε τους Έλληνες να μας διαιρέσουν». Η γερμανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ παραμένουν ενωμένοι έναντι της Αθήνας και δεν της επιτρέπουν να χρησιμοποιήσει εναντίον της ενότητάς τους οποιεσδήποτε αποκαλύψεις από υποκλοπές – ακόμα και όταν εκείνες αποδεικνύουν, ότι ο κ.Τόμσον επιδιώκει να θέσει με «φάουλ» υπό πίεση την κ.Μέρκελ στο θέμα της αναδιάρθρωσης. «Δεν αναγνωρίζω τέτοιες αποκαλύψεις, δεν μιλάω γι’ αυτές» ήταν την Τρίτη στο μπρίφινγκ των εκπροσώπων τύπου της γερμανικής κυβέρνησης η συνεχής επωδός του εκπροσώπου του υπουργείου οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ. Και με αυτό συμφωνούσε απερίφραστα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ.
Στο επίκεντρο των συνομιλιών των δυο γυναικών, που γίνεται στο επίκεντρο της συνάντησης της καγκελάριου με τους επικεφαλής των παγκόσμιων οικονομικών οργανισμών, θα είναι, ως συνήθως, η Ελλάδα. Οι διαφορές τους είναι γνωστές: Η κ.Μέρκελ επιμένει στη χαλάρωση ορισμένων όρων του τρίτου μνημονίου, αλλά αποκρούει κάθε συζήτηση για «κούρεμα», η κ.Λαγκάρντ κάνει το ακριβώς αντίστροφο. Η καγκελάριος δεν θεωρεί μάλιστα στην παρούσα φάση καν αναγκαία μια συζήτηση για αναδιάρθρωση, ακόμη κι αυτή περιορίζεται στην επιμήκυνση της αποπληρωμής και στη μείωση των τόκων. Αυτό το περιέγραψε σαφώς τη Δευτέρα – με την συναίνεση πάλι του κ.Σάιμπερτ – ο κ.Γιέγκερ: Το θέμα της αναδιάρθρωσης «δεν επείγει» είπε. Κι αυτό επειδή η Ελλάδα δεν χρειάζεται προς το παρόν και στα επόμενα χρόνια να εξοφλεί τις πιστώσεις, ή να πληρώνει γι’ αυτές τόκους. «Η εξόφληση των διμερών πιστώσεων θα αρχίσει το 2020» είπε. Ανάλογη είναι και η παράταση για την εξόφληση των τόκων για το δάνειο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας EFSF, που θα αρχίσει το 2022, ενώ η εξόφληση για το τρίτο δάνειο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στήριξης ESM άρχεται το 2034. Και όλα αυτά, πρόσθεσε, με «ιστορικά χαμηλούς τόκους». Προς τι λοιπόν η σπουδή για αναδιάρθρωση; – συμπέρανε. Παρόλα αυτά θεωρεί, πολύ αισιόδοξα δυνατό το κλείσιμο των συνομιλιών για την πρώτη φάση εκτέλεσης του μνημονίου λίγο πριν, ή λίγο μετά το ελληνικό Πάσχα – «όπως ακριβώς το επιθυμεί και ο υπουργός μου» πρόσθεσε, εννοώντας τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ο ίδιος στηρίζει την αισιοδοξία του στη δυναμική που έχουν ήδη οι συζητήσεις για το πρόγραμμα, καθώς και στην αναγκαιότητα άμεσης σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε η Ελλάδα να επιτύχει κατά το δυνατόν συντομότερο το βασικότερο στόχο του προγράμματος – την αυτόνομη έξοδο στις αγορές.
Ενόψει ωστόσο των διαφορών μεταξύ Μέρκελ και Λαγκάρντ για την αναδιάρθρωση, η επίτευξη συμφωνίας σήμερα μάλλον αποκλείεται. «Μοιάζει με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου» παραδεχόταν κυβερνητική πηγή στο Βερολίνο. Το πιθανότερο είναι λοιπόν, ότι και η σημερινή συζήτηση θα περιοριστεί σε μια καταγραφή των εκατέρωθεν θέσεων και σε ένα ευχολόγιο που θα στηρίζεται στην «αρχή της ελπίδας». Απόλυτη συμφωνία – αν και αυτή δεν θα εκφραστεί επίσημα – θα υπάρξει μόνο σε ένα σημείο: Ότι οι υποκλοπές και η αξιοποίηση τους από την ελληνική κυβέρνηση εξελίχθηκαν σε μπούμερανγκ για την Αθήνα.