16 Μαρτίου 2011, Δαμασκός. Πλήθος κόσμου, οι περισσότεροι νέοι και αγανακτισμένοι για τη φτώχεια, την ανεργία και την καταπίεση, ξεχύνεται στους δρόμους διαδηλώνοντας ενάντια στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ. Είναι η εποχή της Αραβικής Ανοιξης, τότε που οι διαμαρτυρίες και οι φωνές για δημοκρατία αυξάνονται σε όλη τη Μέση Ανατολή. Οι δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης ανοίγουν πυρ σκοτώνοντας δεκάδες.
Γρήγορα φόβος και τρόμος δεν είναι μόνο το καθεστώς του Ασαντ και οι πολιτοφυλακές αλλά και διάφορες ομάδες βάρβαρων τζιχαντιστών, όπως το μέτωπο Αλ Νούσρα και κυρίως το διαβόητο Ισλαμικό Κράτος. Η εξέγερση γίνεται άγριος εμφύλιος που όχι απλώς συνεχίζεται, αλλά σήμερα, πέντε χρόνια αργότερα, έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση που έχει ζήσει η ανθρωπότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι αριθμοί είναι ζοφεροί: περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους. Το πιο συγκλονιστικό; Για να διαβάσει κανείς τα ονόματα όλων των παιδιών που έχουν σκοτωθεί χρειάζεται πάνω από 19 ώρες. Μια ολόκληρη γενιά παιδιών κινδυνεύει να χαθεί για πάντα καθώς ο εμφύλιος έχει στερήσει από όσα ζουν στη χώρα τη φροντίδα, την εκπαίδευση και την ασφάλεια.
Αμέτρητα παιδιά υποφέρουν από τα ψυχολογικό τραύματα του πολέμου –βλέπουν δικούς τους να σκοτώνονται, χωρίζονται από τους γονείς τους και ζουν τρομοκρατημένα από τους βομβαρδισμούς. Η πρόσβαση σε τροφή, καθαρό νερό, επαρκή αποχέτευση και υγειονομική περίθαλψη γίνεται όλο και πιο σπάνια για τα παιδιά του πολέμου και ένα στα δύο δεν πηγαίνει πια στο σχολείο, σύμφωνα με τη UNICEF.
Περί τα 10,5 εκατομμύρια απεγνωσμένοι Σύροι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς εντός ή εκτός της χώρας. 17,9 εκατομμύρια άνθρωποι (από 20,4 εκατ. που ήταν ο πληθυσμός προτού ξεσπάσει ο πόλεμος) εξακολουθούν να ζουν στην κατεστραμμένη χώρα τους. Από αυτούς περισσότεροι από 6 εκατομμύρια χαρακτηρίζονται εσωτερικά εκτοπισμένοι αφού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να αναζητήσουν κάποιο ασφαλέστερο μέρος.

Πού ζουν; Οι περισσότερες επαρχίες έχουν δει μια ραγδαία μείωση του πληθυσμού και πολλοί από εκείνους που έχουν παραμείνει έχουν εγκαταλείψει τις πόλεις για να αναζητήσουν καταφύγιο σε χωριά.

Η ζωή συνεχίζεται κανονικά σε πολλά μέρη της πρωτεύουσας, αλλά σχεδόν παντού αλλού εκατομμύρια Σύροι δίνουν καθημερινό αγώνα για να τα βγάλουν πέρα. Ο ΟΗΕ υπολογίζει ότι 13,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ανάγκη από ανθρωπιστική βοήθεια, με τα 4,5 εκατομμύρια από αυτούς να ζουν σε δύσκολα προσβάσιμες πολιορκούμενες περιοχές όπως το Ντέιρ αλ Ζουρ.

Με την ανεργία πάνω από το 50%, ολόκληρες οικογένειες αντιμετωπίζουν καθημερινά το φάσμα της πείνας. Σχεδόν το 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αδυνατώντας να εξασφαλίσει βασικά τρόφιμα –ψωμί, γάλα, αβγά. Οι ελλείψεις είναι μεγάλες και οι τιμές έχουν εκτιναχθεί στα ύψη.
Η γεωργία, που ήταν κάποτε ένας από τους μεγαλύτερους τομείς, έχει καταρρεύσει. Η παραγωγή και η διανομή τροφίμων έχουν πληγεί σοβαρά από τις συγκρούσεις και πολλές περιοχές έχουν πλέον υψηλά επίπεδα επισιτιστικής ανασφάλειας.
Οργανώσεις καταγγέλλουν ότι η ανθρωπιστική βοήθεια συχνά εκτρέπεται σε μαύρες αγορές ή σε περιοχές εγκεκριμένες από την κυβέρνηση. Υπάρχουν πληροφορίες ότι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα σε πολιορκημένες περιοχές όπως η Ανατολική Γκούτα, ένα προπύργιο των ανταρτών στα περίχωρα της Δαμασκού.

Με περιορισμένη παραγωγή τροφίμων και αναξιόπιστη επισιτιστική βοήθεια, είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα και φάρμακα έχουν γίνει δυσεύρετα και πανάκριβα σε πολλές περιοχές της χώρας.

Πριν από τον πόλεμο η κυβέρνηση της Συρίας επιδοτούσε το ψωμί και άλλα βασικά είδη διατροφής στο πλαίσιο συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη του λαού.

Αλλά με τον πόλεμο έχασε τον έλεγχο μεγάλων περιοχών που παράγουν σιτάρι, οι επιδοτήσεις τελείωσαν και η τιμή του ψωμιού έχει υπερδιπλασιαστεί.

Ο Ασαντ προσπάθησε να το αντιμετωπίσει αυτό με την εισαγωγή σιταριού από την Ουκρανία και από τη Ρωσία, κάτι που έχει κρατήσει τις τιμές σχετικά σταθερές, αλλά μόνο στις περιοχές που ελέγχει η κυβέρνηση, όπως στη Δαμασκό, στη Χομς και στο δυτικό Χαλέπι.

Και οι ελλείψεις σε φάρμακα και ιατρικό προσωπικό, μαζί με τις κατεστραμμένες υποδομές, έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου το 40% του πληθυσμού δεν έχει σήμερα πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας. Μόνο τα μισά από το 113 δημόσια νοσοκομεία που υπήρχαν πριν από τον πόλεμο λειτουργούν σήμερα για τους ασθενείς και τους τραυματίες…

HeliosPlus