«Το 2015 η συνολική επίδοση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν απογοητευτική», εκτιμά σε άρθρο του ο Αμερικανός Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς. Διερευνά τα αίτια και τονίζει ότι «πρέπει να ξαναγραφτούν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς».
Ακολουθούν αποσπάσματα από την ανάλυσή του σχετικά με το τι δεν επιτρέπει την ανάπτυξη, διεθνώς:
«Επτά χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008, η παγκόσμια οικονομία συνέχισε να σκοντάφτει το 2015. Σύμφωνα με έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 54% από την αρχή της κρίσης. Υπολογίζεται ότι περίπου 44 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι στις ανεπτυγμένες χώρες, περίπου 12 εκατομμύρια περισσότεροι από ό,τι το 2007, ενώ ο πληθωρισμός έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008.

Αλλά οι κυρίαρχες πολιτικές κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την κρίση – η δημοσιονομική λιτότητα και η ποσοτική χαλάρωση (QE) από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες – έχουν προσφέρει ελάχιστη υποστήριξη για την τόνωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Αντιθέτως, έχουν την τάση να κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Στις ΗΠΑ, η ποσοτική χαλάρωση δεν τόνωσε την κατανάλωση και τις επενδύσεις, εν μέρει επειδή το μεγαλύτερο μέρος από την πρόσθετη ρευστότητα επέστρεψε στα ταμεία των κεντρικών τραπεζών με τη μορφή πλεοναζόντων αποθεματικών.

Τα πλεονάζοντα αποθεματικά στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αυξήθηκαν κατά μέσο όρο από 200 δισ. δολάρια την περίοδο 2000-2008 σε 1,6 τρισ. το διάστημα 2009-2015. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επέλεξαν να κρατήσουν τα χρήματά τους στην Fed αντί να δώσουν δάνεια προς την πραγματική οικονομία, κερδίζοντας σχεδόν 30 δισ. δολάρια – χωρίς κανένα ρίσκο – κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών.

Αυτό ισοδυναμεί με μια γενναιόδωρη – και σε μεγάλο βαθμό κρυμμένη – επιδότηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα από την Fed. Και, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων της Fed τον περασμένο μήνα, η επιδότηση θα αυξηθεί κατά 13 δισ. δολάρια το τρέχον έτος.

Δεδομένου ότι η ποσοτική χαλάρωση κατάφερε να διατηρήσει σχεδόν μηδενικά τα επιτόκια για σχεδόν επτά χρόνια, θα έπρεπε να έχουν ενθαρρυνθεί οι κυβερνήσεις στις αναπτυγμένες χώρες να δανειστούν και να επενδύσουν σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στον κοινωνικό τομέα.

Αλλά η έκθεση του ΟΗΕ δείχνει σαφώς ότι, σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν αναπτύχθηκαν όπως θα περίμενε κανείς, δεδομένων των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Σε 17 από τις 20 μεγαλύτερες ανεπτυγμένες οικονομίες, η αύξηση των επενδύσεων παρέμεινε χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της μετά το 2008 περιόδου σε σχέση με τα χρόνια πριν από την κρίση. Πέντε παρουσίασαν μείωση των επενδύσεων το διάστημα 2010-2015.

Τίποτα από αυτά δεν βοήθησε την πραγματική οικονομία. Είναι σαφές ότι η διατήρηση των επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο δεν οδηγεί απαραίτητα σε υψηλότερα επίπεδα πιστώσεων ή επενδύσεων. Οταν οι τράπεζες έχουν την ελευθερία να επιλέξουν, επιλέγουν το ακίνδυνο κέρδος ή ακόμη και την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία αντί του δανεισμού που θα στηρίξει τον ευρύτερο στόχο της οικονομικής ανάπτυξης.

Αντί να ενθαρρύνει αποτελεσματικά τις τράπεζες να μην δανείζουν, η Fed θα έπρεπε να τιμωρεί τις τράπεζες για τα πλεονάζοντα αποθεματικά. Ούτε η νομισματική πολιτική, ούτε ο χρηματοπιστωτικός τομέας έκαναν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν.

Φαίνεται ότι η πλημμύρα της ρευστότητας έχει δυσανάλογα διοχετευθεί προς την δημιουργία χρηματοοικονομικού πλούτου, παρά προς την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Παρά την απότομη πτώση των τιμών των μετοχών σε όλο τον κόσμο, η κεφαλαιοποίηση της αγοράς ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ο κίνδυνος μιας άλλης οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Υπάρχουν, όμως, πολιτικές που μπορούν να αποκαταστήσουν μια ανάπτυξη που θα είναι βιώσιμη, και χωρίς αποκλεισμούς. Αυτές προϋποθέτουν ότι θα ξαναγράψουμε τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς για να διασφαλιστεί μεγαλύτερη ισότητα, και να τιθασευθεί η χρηματοπιστωτική αγορά με αποτελεσματική ρύθμιση και κατάλληλες δομές κινήτρων.

Αλλά θα χρειαστούν επίσης μεγάλες αυξήσεις των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στην τεχνολογία. Αυτά θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από την επιβολή περιβαλλοντικών φόρων, συμπεριλαμβανομένων των φόρων άνθρακα, και των φόρων επί των μονοπωλίων, ενώ θα πρέπει να χαλιναγωγήσουμε και όλες αυτές τις τάσεις που έχουν γίνει διάχυτες στην οικονομία της αγοράς – και συνεισφέρουν σε τεράστιο βαθμό στην ανισότητα και την αργή ανάπτυξη».