Οι προσπάθειες της Λαϊκής Κίνας να ασκήσει οικονομική και στρατιωτική επιρροή σε όλο τον κόσμο αναμένεται να επιταχυνθούν το 2016, με σχέδια για νέες εμπορικές οδούς μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας και την εδραίωση του ελέγχου της στα διαφιλονικούμενα νησιά στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Καθώς το Πεκίνο θα κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία του G20, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναμένεται να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να δείξει στον κόσμο ότι η Κίνα είναι η ανερχόμενη υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτό απειλεί να θέσει το Πεκίνο σε τροχιά όλο και μεγαλύτερης σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον, αν και ο Μπαράκ Ομπάμα ανησυχεί περισσότερο για τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή, και αναμένεται να αποφύγει μια σημαντική αντιπαράθεση με την Κίνα στο τελευταίο έτος της θητείας του.
Οσο για το εσωτερικό, οι περισσότεροι αναλυτές δεν προβλέπουν σημαντικό άνοιγμα προς την δημοκρατία, ούτε το 2016.
«Οι μεγάλες εσωτερικές προκλήσεις για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας θα είναι η θηριώδης κυβερνητική διαφθορά, το τεράστιο χρέος, η ακραία ρύπανση στις πόλεις, η διαχείριση της μετάβασης δεκάδων εκατομμυρίων αγροτών προς τα αστικά κέντρα, και βέβαια ο έλεγχος της ανερχόμενης μεσαίας τάξης», λέει μιλώντας στο ΒΗΜΑ ο Τζόναθαν Αντελμαν, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο του Ντένβερ, στις ΗΠΑ και σχολιαστής στο CNN.
«Τα προβλήματα αυτά δεν θα αντιμετωπιστούν εύκολα, αλλά το καθεστώς του Σι φαίνεται αποφασισμένο να προσπαθήσει: έχει καταβάλει μια σημαντική προσπάθεια για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, ενώ θα μετακινεί πάνω από 200 εκατομμύρια αγρότες προς τις πόλεις κατά την επόμενη δεκαετία. Αλλά είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να δώσει μεγαλύτερη πολιτική φωνή στην ανερχόμενη μεσαία τάξη, εξαιτίας του φόβου για το τί μπορεί να σημάνει ένα άνοιγμα προς την δημοκρατία», τονίζει ο Αντελμαν.
«Η κυβέρνηση θα είναι και φέτος σε θέση να καταπνίξει κάθε σοβαρή εσωτερική αντιπολίτευση στην εξουσία του ΚΚΚ, διότι εξακολουθεί να βασίζεται στην τεράστια οικονομική επιτυχία των Τεσσάρων Αρχών του Ντενγκ Σιαοπίνγκ και της ανόδου της Κίνας ως μεγάλης δύναμης στον κόσμο», προσθέτει ο συνομιλητής μας.
Πράγματι, μετά το τέλος της καταστροφικής Πολιτιστικής Επανάστασης με τον θάνατο του Μάο, το 1976, ο Ντενγκ άνοιξε τον δρόμο για τον «σοσιαλισμό της αγοράς», αυτόν που οδήγησε στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης του 10-11%. Η κρατική ιδιοκτησία παραμένει ο βασικός πυλώνας ενός συστήματος «κόκκινου καπιταλισμού» που αναζητά συμβίωση με τις δυνάμεις της αγοράς.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ενίσχυσε τη θέση της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό κεφαλαίου, την ίδια στιγμή που στη χώρα επιταχυνόταν ο κοινωνικός μετασχηματισμός με όρους παγκοσμιοποίησης, και η μετάβαση από μια οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές και το φτηνό εργατικό χέρι, στην εσωτερική κατανάλωση.
«Σήμερα, δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες διασπάσεις μέσα στο ΚΚΚ για να ανοίξει ο δρόμος για σοβαρή κοινωνική αναταραχή. Ετσι, ενώ η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας θα «φρενάρει» κάπως την άνοδο, η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στον δρόμο για να γίνει μια παγκόσμια υπερδύναμη, με ένα αυταρχικό καθεστώς, μέχρι το 2025», προσθέτει ο Αντελμαν.
Και συμπληρώνει: «Με ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας κοντά στο 7% του ΑΕΠ, η Κίνα θα γίνει μια παγκόσμια οικονομική δύναμη μέσα σε μια δεκαετία. Με δαπάνες 100-150 δισ. δολαρίων για την άμυνα (δεύτερες μεγαλύτερες μετά τις ΗΠΑ), η Κίνα θέτει επίσης μια ισχυρή βάση για ένα άλμα προς την μεγάλη στρατιωτική ισχύ μέχρι το 2025.
Το γεγονός ότι το γουάν έχει γίνει πλέον αποθεματικό νόμισμα του ΔΝΤ, και η δημιουργία από την Κίνα της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων και Υποδομών (ΑΙΙΒ) με 57 χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ινδίας, της Νότιας Κορέας και της Σαουδικής Αραβίας, αλλά όχι των ΗΠΑ) σημαίνει ότι η Κίνα είναι στον δρόμο για να γίνει και μια οικονομική υπερδύναμη».
Πολλοί λένε, πάντως, ότι το όνειρο μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη τόσο για την Κίνα όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο αν οι ρυθμοί ανάπτυξης της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη πέσουν κάτω από το 6% του ΑΕΠ.
Το ποσοστό ακούγεται τεράστιο σε σύγκριση με τις χειμαζόμενες ανεπτυγμένες οικονομίες, θα είναι όμως πολύ χαμηλό για μια αγορά 1,4 δισ. ανθρώπων, καθώς θα διευρύνεται και το χάσμα της μεγάλης ανισότητας ανάμεσα σε μια ταχέως ανερχόμενη μεσαία τάξη και στα πολυπληθή κοινωνικά στρώματα εργατών-αγροτών.