Πόσο συγκινητικό είναι να πατάς το πόδι σου στη Γερμανία, όπου οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων κρατούν πανό που υποδέχονται τους πρόσφυγες από την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Μέση Ανατολή. Η Γερμανία είναι η νέα Γη της Επαγγελίας για τους απελπισμένους και καταπιεσμένους, τους επιζώντες του πολέμου και της λεηλασίας.
Ακόμη και οι λαϊκές γερμανικές εφημερίδες, που συνήθως δεν έχουν φιλάνθρωπη διάθεση, προωθούν την προθυμία για βοήθεια. Ενώ οι πολιτικοί στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες νίπτουν τας χείρας τους και εξηγούν γιατί ακόμη και μια σχετικά μικρή εισροή Σύρων, Λίβυων, Ιρακινών, ή ανθρώπων από την Ερυθραία αποτελεί θανατηφόρο κίνδυνο για τον κοινωνικό ιστό των χωρών τους, η «μαμά Μέρκελ» υποσχέθηκε ότι η Γερμανία δεν θα απορρίψει κανέναν πραγματικό πρόσφυγα.
Περίπου 800.000 πρόσφυγες αναμένεται να εισέλθουν στη Γερμανία εφέτος, ενώ ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον κάνει φασαρία για λιγότερες από 30.000 αιτήσεις ασύλου και προειδοποιεί απειλητικά για «σμήνη ανθρώπων» που διασχίζουν τη Βόρεια Θάλασσα.
Και, σε αντίθεση με τη Μέρκελ, ο Κάμερον ήταν εν μέρει υπεύθυνος γιατί υποδαύλισε έναν από τους πολέμους (στη Λιβύη) που έχουν κάνει αβίωτη τη ζωή για εκατομμύρια ανθρώπους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μέρκελ θέλει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες να δεχθούν περισσότερους πρόσφυγες στο πλαίσιο ενός υποχρεωτικού συστήματος ποσοστώσεων.
Το προσφυγικό δεν ήταν ποτέ εύκολο πολιτικό ζήτημα. Στα τέλη του 1930, όταν οι Εβραίοι στη Γερμανία και στην Αυστρία ήταν σε θανάσιμο κίνδυνο, λίγες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των πλούσιων Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν διατεθειμένες να δεχθούν περισσότερους από μια χούφτα πρόσφυγες.
Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι που διασχίζουν τα ευρωπαϊκά σύνορα για να βρουν δουλειά και να οικοδομήσουν μια νέα ζωή δεν είναι πρόσφυγες. Η πλειοψηφία αυτών των νεοεισερχομένων είναι από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
Μερικοί μπαίνουν ως φοιτητές και μερικοί έρχονται για να βρουν δουλειά. Δεν έρχονται για να σώσουν τη ζωή τους, αλλά για να τη βελτιώσουν. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από αυτούς θέλουν να εργαστούν και μάλιστα σκληρά.
Τα οφέλη για τις χώρες υποδοχής είναι εύκολο να τα δει κανείς: οικονομικοί μετανάστες συχνά εργάζονται σκληρότερα για λιγότερα χρήματα από ό,τι οι ντόπιοι. Αυτό δεν είναι, βεβαίως, προς το συμφέρον όλων μας: η ανάδειξη των πλεονεκτημάτων του φθηνού εργατικού δυναμικού δεν θα πείσει τους ανθρώπους των οποίων οι αποδοχές θα μπορούσαν να γίνουν χαμηλότερες από αυτόν τον ανταγωνισμό. Αλλά εν πάση περιπτώσει, είναι πιο εύκολο να απευθύνεις έκκληση για συμπόνια για τους πρόσφυγες από την αποδοχή των οικονομικών μεταναστών. Ακόμη και στη Γερμανία.
Το 2000 ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ ήθελε να δώσει θεωρήσεις εργασίας σε περίπου 20.000 ξένους ειδικευμένους εργάτες υψηλής τεχνολογίας, πολλοί εκ των οποίων ήταν Ινδοί. Η Γερμανία τους είχε μεγάλη ανάγκη, αλλά ο Σρέντερ συνάντησε σκληρή αντιπολίτευση. Ενας πολιτικός επινόησε το σύνθημα «Kinder statt Inder» (παιδιά αντί των Ινδών).
Αλλά οι Γερμανοί, όπως και οι πολίτες σε πολλές άλλες πλούσιες χώρες, δεν γεννούν αρκετά παιδιά. Αυτές οι χώρες χρειάζονται μετανάστες με νεανική ενεργητικότητα και δεξιότητες για να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που οι ντόπιοι, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να αναλάβουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα σύνορα πρέπει να είναι ανοικτά για όλους. Η ιδέα της Μέρκελ των ποσοστώσεων για τους πρόσφυγες θα πρέπει να εφαρμοστεί και για τους οικονομικούς μετανάστες.
Αλλά μέχρι στιγμής η ΕΕ δεν έχει καταλήξει σε μια συνεκτική πολιτική για τη μετανάστευση. Οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Ενωσης (η Βρετανία θέλει να σταματήσει και αυτό, αν και είναι απίθανο να το πετύχει). Παρά ταύτα, η οικονομική μετανάστευση από χώρες εκτός ΕΕ, υπό προσεκτική διαχείριση, είναι δικαιολογημένη, αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι μετανάστες αξίζουν τη συμπάθεια των Ευρωπαίων, αλλά και γιατί η Ευρώπη τούς χρειάζεται.
Δεν θα είναι εύκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται ότι επηρεάζονται πιο εύκολα από τα συναισθήματα –τα οποία μπορεί να τους οδηγήσουν σε μαζική δολοφονία ή σε θερμή συμπόνια, ανάλογα με τις περιστάσεις –παρά από τον ψυχρό υπολογισμό της ορθολογικής ιδιοτέλειας.
Ο Ιαν Μπουρούμα είναι καθηγητής Δημοκρατίας, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημοσιογραφίας στο Bard College, στη Νέα Υόρκη.
HeliosPlus