Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Μπαράκ Ομπάμα έχει μελετήσει εκτενώς τις γεωπολιτικές αναλύσεις του Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι και θαυμάζει για την αποτελεσματικότητά τους τους Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Ρόναλντ Ρίγκαν (αν και οι δυο τους ήταν Ρεπουμπλικανοί). Φυσικά ο αμερικανός πρόεδρος είναι αυτόνομη προσωπικότητα και διαμορφώνει μόνος του τις αποφάσεις του. Ωστόσο έχει αποδείξει ότι πιστεύει στη σχολή του ρεαλισμού που διατρέχει τις επιλογές του.
Σε αυτό το πλαίσιο η Συμφωνία της Βιέννης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν πρέπει να θεωρείται μόνο υπό το πρίσμα των νέων περιφερειακών ισορροπιών στη Μέση Ανατολή. Ο Μπαράκ Ομπάμα κληρονόμησε από τον Τζορτζ Μπους δύο πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και μια οικονομία σε πτωτική τροχιά. Ο συνδυασμός ήταν καταστροφικός για την υποστήριξη των στρατιωτικών δυνατοτήτων των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με τη δήλωση του απερχόμενου αρχηγού του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Μάρτιν Ντέμπσεϊ, σε πρόσφατη κατάθεσή του στη Γερουσία, οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα «σε ένα σημείο που οι εθνικές φιλοδοξίες κινδυνεύουν να υπερβούν τους διαθέσιμους πόρους».
Η στρατηγική προτεραιότητα του Ειρηνικού


Η Συμφωνία της Βιέννης δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από δύο παράλληλα πεδία. Το πρώτο είναι η ευρύτερη, παγκόσμια στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών που, όπως πολύ ρεαλιστικά θεωρεί ο Μπαράκ Ομπάμα, δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη της τόσο την επιθυμία της Ουάσιγκτον να διατηρήσει μέρος του ηγεμονικού της ρόλου όσο και την προσπάθεια «ελέγχου» των επιδιώξεων της Κίνας και δευτερευόντως της Ρωσίας.
Ηδη από το 2009 ο Ομπάμα έχει ξεκαθαρίσει ότι η περιοχή της Ασίας – Ειρηνικού έχει στρατηγική προτεραιότητα, εξ ου και η στροφή (pivot) προς αυτήν που ανακοινώθηκε το 2011. Η στροφή έχει δύο πτυχές: δεν είναι μόνο στρατιωτική (ο αμερικανικός σχεδιασμός προβλέπει την παρουσία του 60% των ναυτικών δυνάμεων στον Ειρηνικό ως το 2020), διότι σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ενωση η Κίνα είναι ενσωματωμένη στο διεθνές σύστημα, αλλά και οικονομική. Η δεύτερη πτυχή εκφράζεται με την Εμπορική Συμφωνία του Ειρηνικού (TPP) που αποκλείει την Κίνα.
Παράλληλα όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες προωθούν με την ΕΕ τη διατλαντική συμφωνία εμπορίου (ΤΤΙΡ), που πολλοί αποκαλούν ένα «οικονομικό ΝΑΤΟ». Με αυτές τις δύο συμφωνίες οι ΗΠΑ πιέζουν τόσο το Πεκίνο όσο και τη Μόσχα. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον μάλλον δεν είχε υπολογίσει την κρίση στην Ουκρανία. Αυτή την υποχρέωσε να «επιστρέψει», κατά κάποιον τρόπο, στην Ευρώπη, όπου ψυχροπολεμικά σύννεφα συσσωρεύτηκαν αιφνιδίως. Οι Αμερικανοί δεν ήθελαν την ουκρανική κρίση διότι γνώριζαν ότι η συνεργασία με τη Μόσχα ήταν απαραίτητη ώστε να διευθετήσουν τα ανοιχτά μέτωπα της Μέσης Ανατολής. Από τη στιγμή που ξέσπασε όμως δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν, αν και επεχείρησαν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν διαύλους με τη Μόσχα.
Η δύσκολη μεσανατολική γεωμετρία


Το δεύτερο πεδίο είναι η δημιουργία ενός νέου μοντέλου γεωπολιτικής διαχείρισης της Μέσης Ανατολής που θα δοκιμαστεί στη συριακή κρίση και στο οποίο η Τεχεράνη θα έχει εκ των πραγμάτων αυξημένο ρόλο.
Είναι ξεκάθαρο ότι έπειτα από μια δεκαετία πολέμων οι Αμερικανοί δεν έχουν την πολυτέλεια να βυθιστούν σε άλλη μία ευθεία σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Η προσέγγιση με το Ιράν έχει οφέλη για τις δύο πλευρές αλλά, σε αντίθεση με τη γενικευμένη πεποίθηση, η Τεχεράνη δεν υπήρξε αδύναμη στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις. Το μεγαλύτερο ατού της ήταν το γεγονός ότι, παρά τον ασφυκτικό κλοιό των κυρώσεων, η Τεχεράνη κατείχε πλέον την τεχνογνωσία του πυρηνικού κύκλου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Δύση, με προεξάρχουσα την Ουάσιγκτον, να επιδιώξει να μετατρέψει το ιρανικό χαρτί σε νόμιμο δίνοντας έμφαση στις επιθεωρήσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ).
Αναμφίβολα όμως οι ΗΠΑ και ο Ομπάμα προσωπικά έβαλαν το στοίχημα ότι η αναβάθμιση του ηγεμονικού ρόλου της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή θα αποτελέσει μεν πρόκληση για τους ίδιους, θα επιτρέψει όμως τη διαμόρφωση μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας που δεν θα απαιτεί τις συνεχείς παρεμβάσεις τους. Η νέα αμερικανική στρατηγική στη Μέση Ανατολή δεν μπορεί πλέον να βασίζεται ούτε στη «διπλή ανάσχεση» (dual containment) του Ιράν και του Ιράκ ούτε στην αποκλειστική στενή συνεργασία με τα συντηρητικά αραβικά κράτη.
Ο Ομπάμα γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αγνοήσει τη Μέση Ανατολή, προνομιακή σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, σε μια ρεαλιστική στροφή, φαίνεται ότι έχει αποφασίσει τη στρατηγική του «εξωχώριου ισορροπιστή» (offshore balancer) που έχουν παρουσιάσει κορυφαίοι αμερικανοί αναλυτές των διεθνών σχέσεων. Αυτή η στρατηγική δεν αρέσει στους «ιέρακες» της Ουάσιγκτον και ίσως να μην αντέξει αν ο διάδοχος του Ομπάμα την τορπιλίσει.
Η στρατηγική του «εξωχώριου ισορροπιστή»


Ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης στη Συρία αλλά και στο Ιράκ –ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους –δείχνει πως λειτουργεί αυτή η στρατηγική. Ο Ομπάμα απέφυγε με πολύ κόστος την άμεση εμπλοκή του με στρατιωτικές δυνάμεις στις δύο χώρες. Προτίμησε τη λύση των αεροπορικών βομβαρδισμών, την αποστολή συμβούλων, τη χρήση ειδικών δυνάμεων και drones, την αξιοποίηση τοπικών δυνάμεων, όπως οι Κούρδοι, καθώς και την εξαντλητική αναζήτηση συμμάχων για να μη φαίνεται ότι δρα μονομερώς.
Ακόμη και η Τεχεράνη αποτελεί εν δυνάμει συνεργάτη τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία. Μπορεί η κρίση στην Ουκρανία να τραυμάτισε σοβαρά τις σχέσεις Ουάσιγκτον – Μόσχας, αλλά ο Ομπάμα γνωρίζει ότι η Ρωσία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι ενός συμβιβασμού στη Συρία, διότι μαζί με το Ιράν είναι οι δύο χώρες που μπορούν να φέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τον Μπασάρ αλ Ασαντ. Η ρωσική πλευρά μοιάζει να μεταβάλει αργά τη στάση της περί ανάγκης αλλαγής του Ασαντ, αλλά πλέον το σημαντικό είναι ότι ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Βλαντίμιρ Πούτιν συζητούν και τηλεφωνικώς το θέμα της Συρίας και όχι μόνο.
Οι Αμερικανοί άλλωστε δεν κρύβουν ότι ο σύρος πρόεδρος δεν μπορεί παρά να είναι κομμάτι μιας μεταβατικής λύσης στη Συρία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα παραμείνει στην εξουσία. Οι σκέψεις άλλωστε για μια νέα Συρία, αποτελούμενη από τρεις αυτόνομες οντότητες (κουρδική, σουνιτική και «αλαουίτικη»), έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος. Στο σημείο αυτό κρίσιμη είναι η δημιουργία εδαφικού προγεφυρώματος με πυρήνα το Χαλέπι ως αντίβαρο στον Ασαντ. Η ουσιαστική είσοδος της Τουρκίας στον αγώνα κατά του ISIS εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ