Τι μορφή θα έχει η Ευρώπη μετά το θρίλερ της ελληνικής κρίσης; Πόσο επηρέασε το μέλλον και την ενότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος η «τοξική» ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ελληνική κρίση χρέους; Οπως γράφει σε άρθρο της στο αμερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs» η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν στις Ηνωμένες Πολιτείες Κάθλιν Ρ. Μακναμάρα «η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα μοναδικό ιστορικό πείραμα διακυβέρνησης. Μια μοναδική προσπάθεια στη σύγχρονη Ιστορία μιας τόσο εντατικής προσπάθειας εγκαθίδρυσης μιας ειρηνικής, ευημερούσας πολιτικής κοινότητας πέρα από το έθνος κράτος».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το πρόβλημα δεν είναι ότι η ΕΕ καταρρέει: ανεξάρτητα με το τι θα συμβεί στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, οι νόμοι και οι πολιτικές θα παραμείνουν σταθερές στο άμεσο μέλλον. «Ομως η αντίληψη ότι η Γερμανία προέβη σε μια σκληρή επίδειξη δύναμης για να υποχρεώσει την Ελλάδα να αποδεχθεί τους καταστροφικούς όρους για τη διάσωσή της με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη προκάλεσε αντιδράσεις ενάντια στη χώρα και όξυνε τις διαφορές μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης. Στη διάρκεια των ελληνικών διαπραγματεύσεων περιορίστηκε η διάθεση πολλών ευρωπαίων πολιτών να ενώσουν το πολιτικό τους μέλλον, μια δέσμευση που συνιστούσε την καρδιά και την ψυχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος» γράφει η Μακναμάρα.
Για να κατανοήσουμε ωστόσο, συνεχίζει το άρθρο, το πώς η ελληνική κρίση θα επηρεάσει την ΕΕ πρέπει να εξετάσουμε τις πηγές της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινείται επάνω σε δύο διαφορετικά μονοπάτια. Το ένα είναι αυτό που οι ακαδημαϊκοί αποκαλούν «διακυβερνητισμός» (intergovernmentalism). Με την πάροδο των ετών, μια σειρά από υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μισή ντουζίνα πολύπλοκες συνθήκες για τη λειτουργία της ΕΕ ως πολιτικού δρώντα, από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1958 (με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 (που δημιούργησε το ευρώ) ως τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 (η οποία αναβάθμισε την παρουσία της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ).
Αυτές οι συνθήκες έχουν διευρύνει τις πολιτικές δυνατότητες της Ενωσης, έχουν αναδιοργανώσει τους θεσμούς της και έχουν αυξήσει τα μέλη της σε 28 από έξι που ήταν ο αρχικός της πυρήνας. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της πορείας της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Εξισορροπώντας τις διαφορετικές οικονομικές και γεωπολιτικές θέσεις η μία της άλλης, η γαλλο-γερμανική ηγεσία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών επέτρεψε την αποτελεσματική διαχείριση των διαφορετικών εθνικών προτιμήσεων και οραμάτων για την ΕΕ.
Η θεσμική ενότητα
Το δεύτερο μονοπάτι είναι η αυξανόμενη θεσμική ανάπτυξη σε χαμηλό επίπεδο. Αυτό οι ακαδημαϊκοί το ονομάζουν «λειτουργικότητα» (functionalism) και έχει εξευρωπαΐσει την καθημερινή ζωή μέσω κανόνων και προγραμμάτων, που έχουν σταδιακά μεταμορφώσει την εθνική σε ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Σε αυτό το μονοπάτι οι κυβερνήσεις δεν είναι οι πρωταρχικοί δρώντες. Αντιθέτως, οι λεγόμενοι ευρωκράτες, σε συνεργασία με τις εθνικές γραφειοκρατίες και κοινωνικές ομάδες, έχουν δημιουργήσει τους ειδικούς εκείνους κανόνες και προγράμματα για την υλοποίηση των γενικών στόχων των συνθηκών, με ένα δίκτυο θεσμών και πρακτικών κατά μήκος της Ευρώπης, αναφέρει η Μακναμάρα. Και εξηγεί: «Από τους νόμους της κυκλοφορίας των οχημάτων ως την ασφάλεια των τροφίμων, από τα δικαιώματα υγειονομικής περίθαλψης ως την ιδιωτικότητα στο Διαδίκτυο, η ΕΕ αυξανόμενα και παρεισφρητικά διαμορφώνει τη δημόσια και ιδιωτική ζωή στα 28 κράτη-μέλη της και πέρα από αυτά. Η δημοκρατική νομιμοποίηση της «λειτουργικότητας» στηρίζεται στην έννοια της τεχνοκρατικής τεχνογνωσίας και της ουδετερότητας του νόμου, ο οποίος στην ιδανική του μορφή μεταχειρίζεται όλους τους Ευρωπαίους με τον ίδιο τρόπο».
Αλλά καθώς η ΕΕ καταπιάστηκε με πιο φιλόδοξα σχέδια, όπως το κοινό νόμισμα, έχει καταστεί ξεκάθαρο ότι σε αυτά τα δύο μονοπάτια δεν είναι δυνατόν να στηριχτούν τα γερά θεμέλια που χρειάζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και η κρίση στην ευρωζώνη υπογράμμισε τα όρια του διακυβερνητισμού και της λειτουργικότητας ως τρόπων διακυβέρνησης αλλά και την ελλιπή πολιτική ανάπτυξη της Ενωσης. Για παράδειγμα, η επιμονή της γερμανικής κυβέρνησης στη λιτότητα παρά τις επικρίσεις (μεταξύ άλλων από νηφάλιους παρατηρητές, όπως το ΔΝΤ και η εφημερίδα «Financial Times») έχει διαλύσει την αρχική αλληλεγγύη της ΕΕ στην αντιμετώπιση της Ελλάδας. Οι διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις για τους όρους της χρηματοδότησης οδήγησαν σε μια άκρως πολιτικοποιημένη συζήτηση για το αν τα πλούσια βορειοευρωπαϊκά κράτη πρέπει να βοηθούν τα «σπάταλα» νοτιοευρωπαϊκά. Οι διαπραγματεύσεις της ευρωζώνης για θέματα όπως η ανακατανομή και η κολεκτιβοποίηση του χρέους έρχονται σε αντίθεση με το πώς διενεργείται μια τέτοια χάραξη πολιτικής σε εθνικό επίπεδο.
Τα όρια του οικοδομήματος
Το όνειρο μιας μετα-εθνικής, κοσμοπολίτικης πολιτικής κοινότητας, που κάποτε ήταν ο αδιαμφισβήτητος στόχος της ΕΕ, βρίσκεται σήμερα σε κίνδυνο, εκτιμά η καθηγήτρια Μακναμάρα. Εχει υποστεί σοβαρές ζημιές από την «τέλεια καταιγίδα» μιας καταστροφικής διατλαντικής οικονομικής κρίσης, μιας ανεπαρκώς σχεδιασμένης ευρωζώνης, μιας πελατειακής ελληνικής πολιτικής οικονομίας, μιας Γερμανίας που δεν επιθυμεί να υποχωρήσει για να κρατήσει ενωμένη την ευρωζώνη και μιας Γαλλίας που δεν μπορεί να παίξει τον ιστορικό της ρόλο στην εξισορρόπηση της Γερμανίας. Τα γεγονότα του περασμένου μήνα έχουν οδηγήσει την ΕΕ μακριά από τον ρόλο της ως πολιτικής οντότητας με έναν κοινό σκοπό.
Η καθημερινή Ευρώπη, δηλαδή η διαστρωμάτωση των νόμων και των θεσμών που διαμορφώνουν τη ζωή των πολιτών της ΕΕ και όχι μόνο, θα παραμείνει. Οι βαθιές ρίζες της ΕΕ έχουν διαμορφώσει αμετάκλητα τη μορφή της Ευρώπης. Αλλά τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων έχουν δημιουργήσει μια παρωδία της πρωτότυπης κοινότητας της ΕΕ. «Για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν ζήσει σε μια ελεύθερη, σταθερή, ευημερούσα και συνεχώς διευρυνόμενη Ευρώπη, οι διαιρέσεις που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης αποτελούν μια καταστροφική τροπή των γεγονότων. Το ερώτημα είναι αν η πολιτική κοινότητα της ΕΕ θα μπορέσει για ακόμη μία φορά να επανεφεύρει τον εαυτό της ώστε να ασχοληθεί με τις απαιτήσεις που αντιμετωπίζει» καταλήγει το δημοσίευμα.
HeliosPlus