Την ώρα που οι ΗΠΑ εξετάζουν για ακόμη μία φορά την εγκατάσταση ακόμη και πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη, προκαλώντας ανοιχτά τη Ρωσία και αναγκάζοντας το Κρεμλίνο του Βλαντίμιρ Πούτιν να εντείνει την πολεμική του ρητορική, οι λαοί της Γηραιάς Ηπείρου εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι αναφορικά με το ενδεχόμενο να βρεθούν εν μέσω ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, αναφέρει σε άρθρο του το Spiegel Online.
Κάνοντας λόγο «για τα παλιά αντανακλαστικά του Ψυχρού Πολέμου», ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Φρανκ–Βάλτερ Στάινμαγιερ προειδοποίησε πριν από μερικές ημέρες ότι το πέρασμα από τα λόγια στις πράξεις δεν είναι απίθανο. Την ίδια ώρα, το Βερολίνο εμφανίζεται ιδιαίτερα ανήσυχο για την περίπτωση να καταλήξει η Ευρώπη να αποτελεί το πεδίο μιας νέας αντιπαράθεσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Η Ουάσινγκτον σχεδιάζει τη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τανκς και βαρέα όπλα, για 5.000 συνολικά στρατιώτες στη Γερμανία και τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες –μέλη του ΝΑΤΟ. Στόχος του Μπαράκ Ομπάμα είναι κυρίως η καθησύχαση των χωρών της Βαλτικής, οι οποίες έπειτα από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ουκρανία, εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχες όσον αφορά την επιθετικότητα της Ρωσίας.
Για την Άνγκελα Μέρκελ, ωστόσο, η προοπτική αυτή δεν είναι ιδιαίτερα θετική. Παρότι αποφεύγει να επικρίνει δημόσια τις προθέσεις των αμερικανών συμμάχων της, η γερμανίδα καγκελάριος δεν επιθυμεί την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων, τόσο της Γερμανίας όσο και της ΕΕ, με τη Μόσχα. Θέλοντας, μάλιστα, να κατευνάσει τις ανησυχίες των Ρώσων και αποδεχόμενη όλα όσα ορίζει η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ –Ρωσίας η οποία υπεγράφη το 1997, η γερμανική κυβέρνηση απέκλεισε το ενδεχόμενο της «μόνιμης» εγκατάστασης νατοϊκών δυνάμεων στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ.
Η πρόθεση, όμως, των Αμερικανών για μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού στην καρδιά της Ευρώπης αποτελεί την τελευταία κίνηση ενός ευρύτερου σχεδίου επανεξοπλισμού, η εφαρμογή του οποίου άρχισε πριν από το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης.
Αποτελεί γεγονός ότι η Ουάσινγκτον και η Μόσχα έχουν υπονομεύσει πολλές από τις συνθήκες αφοπλισμού οι οποίες υπεγράφησαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αφορούσαν τόσο συμβατικά όσο και πυρηνικά όπλα. «Η Μόσχα δεν εμπιστεύεται πλέον τη Δύση και η Δύση δεν εμπιστεύεται πλέον τη Μόσχα. Αυτό είναι τρομακτικό», δήλωσε τον Ιανουάριο στο SPIEGEL ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, προειδοποιώντας ότι στην περίπτωση που μία από τις δύο πλευρές χάσει την υπομονή της μέσα σ’ αυτήν την οξυμένη ατμόσφαιρα, «τότε δεν θα επιβιώσουμε κατά τα προσεχή έτη».
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόθεση των μεγάλων δυνάμεων για να επανεξοπλισμό των οπλοστασίων τους αφορά όχι μόνο τα συμβατικά αλλά και τα πυρηνικά τους όπλα, τότε η ανησυχία του τελευταίου ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης κάθε άλλο παρά υπερβολική μπορεί να θεωρηθεί.
Η Μόσχα φέρεται ότι εργάζεται για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών της όπλων ενώ τον Μάρτιο ανώτατος αξιωματούχος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο εγκατάστασης πυρηνικών όπλων στη χερσόνησο της Κριμαίας. Η Ουάσινγκτον, από την πλευρά της, μελετά εδώ και καιρό την εγκατάσταση πυραύλων που μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές στην Ευρώπη, όπως έκανε και το 1979, προκαλώντας τη μεγαλύτερη κρίση στο εσωτερικό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας από την ίδρυσή της.