Η διεύθυνση του Γραφείου Επικοινωνίας και Επαφών του Πενταγώνου ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι έπρεπε να δώσει «ελευθερία εισόδου» στο κτίριο στον Ταχρίτ αλ… ο οποίος είχε εκεί συνάντηση με ενστόλους και μη. Η απορία τους ήταν δικαιολογημένη. Ο εν λόγω Αραβας ήταν καταχωρισμένος στον πίνακα τρομοκρατών που τηρεί (και συνεχώς επαυξάνει) η αμερικανική κυβέρνηση. Πολύ πιο έντονη απορία είχε –και μάλιστα τη διαλάλησε –ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όταν πριν από λίγες ημέρες πληροφορήθηκε ότι ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε συναντηθεί με τρεις εκπροσώπους της PYD, μιας ένοπλης συροκουρδικής οργάνωσης συνεργαζόμενης με το ΡΚΚ, την οποία η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει από το 2012 τρομοκρατική.
«Δίνουμε όπλα σε εκείνους που αύριο θα μας πολεμήσουν» ήταν ο τίτλος «δραματικής προειδοποίησης», όπως έγραφε η (πληρωμένη) δημοσίευση στους «Washington Times» της Πατριωτικής Συσπείρωσης –μιας από τις άπειρες εθνικοσυντηρητικές αμερικανικές οργανώσεις. Το προεδρείο της διαμαρτυρόταν για την απόφαση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να στείλει «οπλισμό και άλλα είδη» στους «κούρδους τρομοκράτες» εναντίον των τζιχαντιστών στο Ιράκ.
Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου δεν αρνήθηκε την περασμένη Δευτέρα ότι «δημιουργεί δικαιολογημένες ανησυχίες» η απόφαση του προέδρου Ομπάμα –η οποία έχει τη (σιωπηρή) έγκριση του Κογκρέσου –να οπλίσει «κάποιες ένοπλες ομάδες» στη Μέση Ανατολή οι οποίες «βρίσκονται ως ένα σημείο στην ίδια πλευρά (σ.σ.: με τις ΗΠΑ) εναντίον του IS». Ο εκπρόσωπος απέφυγε να τις χαρακτηρίσει τρομοκρατικές, δεν τις κατονόμασε, ούτε είπε πόσες είναι αυτές οι ομάδες. Δεν χρειαζόταν ίσως. Είναι γνωστές τουλάχιστον οι πέντε πιο δραστήριες.
Το ένοπλο μαρξιστικό κουρδικό ΡΚΚ έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατικό από την Αγκυρα και την Ουάσιγκτον, αλλά κάποιοι μαχητές του στο Ιράκ κάνουν χρήση ισραηλινών και αμερικανικών όπλων, γεγονός το οποίο προκάλεσε δύο τουρκικά διαβήματα στις ΗΠΑ.
«Υλική ενίσχυση και οπλισμός» παραδόθηκαν από «συμμαχική χώρα» σε μισοανεξάρτητες στρατιωτικές δυνάμεις του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ, βεβαίωσε τουρκική πηγή, αποφεύγοντας να κατονομάσει τις ΗΠΑ.
Οι σιίτες Χεζμπολάχ του Λιβάνου και οι «μετριοπαθείς» (!) τζιχαντιστές Al Nusra της Συρίας είναι άλλες δύο στρατιωτικές ομάδες καταχωρισμένες στην αμερικανική λίστα τρομοκρατών με τις οποίες αναγκάζεται να συνεργάζεται σήμερα η κυβέρνηση Ομπάμα. Αλλά το μπέρδεμα και το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκαν οι Αμερικανοί είναι ότι συνεργάζονται και με τους αντισιίτες σαλαφιστές μαχητές. Το γεγονός εξόργισε τον ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, ο οποίος άρχισε να αποσύρει κάποιες ομάδες που ετοιμαζόταν να στείλει στη Συρία εναντίον των τζιχαντιστών. Χρειάστηκε αμερικανική μεσολάβηση για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να δεχθεί, αλλά υπό όρους –άγνωστους ως σήμερα -, να συνεχίσει τη συνεργασία εναντίον του κοινού εχθρού.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν διαφαίνεται και η, κατ’ ανάγκην, συνεργασία Ουάσιγκτον – Τεχεράνης. Η «Wall Street Journal», έγραφε την περασμένη Δευτέρα ότι χάρη στον «συντονισμό ενεργειών» της αμερικανικής αεροπορίας και ταξιαρχιών της Χεζμπολάχ «οι οποίες βρίσκονται υπό τον έμμεσο έλεγχο των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης» ανακαταλήφθηκε η ιρακινή πόλη Αμερλί την οποία είχαν κυριεύσει αμαχητί οι τζιχαντιστές το καλοκαίρι. Στο Τελ Αβίβ ανώνυμη πηγή του υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε την περασμένη Τρίτη ότι η κυβέρνηση «ανησυχεί» για τις «περίεργες συνεργασίες, έστω και μέσω τρίτων» της κυβέρνησης Ομπάμα με την Τεχεράνη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ