Θυμάστε τον καιρό που οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Κατάρ θεωρούσαν τη Λιβύη παράδειγμα επιτυχημένης ξένης επέμβασης;
Το ερώτημα αυτό θέτει ο δημοσιογράφος του Independent Πάτρικ Κόκμπερν, θυμίζοντας ότι τον Σεπτέμβριο του 2011 ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε επισκεφθεί ως ελευθερωτής τη Βεγγάζη και έλεγε στα πλήθη ότι έδειξαν σε όλο τον κόσμο «πώς ένας λαός διώχνει ένα δικτάτορα και επιλέγει την ελευθερία».
Όμως ο Κάμερον δεν έχει έκτοτε επισκεφθεί ξανά τη Βεγγάζη. Ούτε αναμένεται να το πράξει όσο οι αντιμαχόμενες ένοπλες ομάδες συνεχίζουν να προκαλούν χάος στη Λιβύη. Οι περισσότεροι Λίβυοι είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι την εποχή του Καντάφι. Κάθε μήνα σφαγιάζονται και περισσότεροι άνθρωποι, με τη βία να έχει εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα.
«Οι φίλοι σας στη Βρετανία και τη Γαλλία θα βρίσκονται δίπλα σας όσο οικοδομείτε τη δημοκρατία σας» έλεγε ο Κάμερον στους κατοίκους της Βεγγάζης. Τρία χρόνια αργότερα, μάλλον θέλει να ξεχάσει εκείνα τα λόγια, καθώς δεν έκανε καμιά αναφορά στη Λιβύη όταν μίλησε στη Βουλή των Κοινοτήτων για την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ.
Τα ξένα μέσα ενημέρωσης έχουν πάψει να καλύπτουν τις εξελίξεις στη Λιβύη, θεωρώντας -ορθώς- ότι είναι πολύ επικίνδυνο να μεταβούν εκεί δημοσιογράφοι. Κι όμως, υπήρξε μια περίοδος στις αρχές του καλοκαιριού του 2011 που κοντά στη Βεγγάζη υπήρχαν περισσότεροι δημοσιογράφοι από αντάρτες. Οι εικονολήπτες έλεγαν στους ξένους δημοσιογράφους να κάνουν πιο πέρα ώστε να μην κυριαρχούν στις σκηνές που τραβούσαν. Στην πραγματικότητα, γράφει ο Κόκμπερν, η ανατροπή του Καντάφι ήταν έργο του ΝΑΤΟ. Οι τοπικές πολιτοφυλακές απλώς αναλάμβαναν στη συνέχεια τις εκκαθαρίσεις.
Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έκαναν μάλλον καλύτερη δουλειά τα τελευταία χρόνια από τα μέσα ενημέρωσης. Όπως διαπίστωσαν, πολλές από τις ακρότητες που είχαν αποδοθεί στις δυνάμεις του Καντάφι ώστε να εξασφαλιστεί η υποστήριξη της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία, στην πραγματικότητα μάλλον δεν διαπράχθηκαν ποτέ.
Η Διεθνής Αμνηστία, για παράδειγμα, δεν βρήκε ενδείξεις για μαζικούς βιασμούς γυναικών από στρατιώτες του Καντάφι. Εκπρόσωποι των ανταρτών είχαν υποστηρίξει ότι κυβερνητικοί στρατιώτες εκτελούνταν επειδή ήταν έτοιμοι να περάσουν στην αντιπολίτευση. Τα βίντεο που εξετάστηκαν, όμως, έδειξαν ότι οι στρατιώτες αυτοί εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί στα χέρια των ανταρτών. Άρα, μάλλον οι τελευταίοι τους εκτέλεσαν για να ρίξουν την ευθύνη στην κυβέρνηση.
Οι ξένες κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτιμούν να ξεχνούν αυτά που έλεγαν και έκαναν στη Λιβύη το 2011, καθώς τα όσα ακολούθησαν την ανατροπή του Καντάφι είναι θλιβερά. Η σημερινή κατάσταση απεικονίζεται ανάγλυφα σε δύο εκθέσεις. Η μία είναι της Διεθνούς Αμνηστίας και έχει τίτλο: «Λιβύη, η κυριαρχία την όπλων – απαγωγές, βασανιστήρια και άλλες παραβιάσεις στη δυτική Λιβύη». Η άλλη είναι του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δίνει έμφαση στην ανατολική Λιβύη και έχει τίτλο «Λιβύη: οι δολοφονίες ίσως να αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Στη δεύτερη αυτή έκθεση περιλαμβάνεται μία αναφορά για τη «Μαύρη Παρασκευή», όπως χαρακτηρίστηκε η 19η του περασμένου Σεπτεμβρίου. Εκείνη την ημέρα υπήρξε ένα κύμα δολοφονιών στη Βεγγάζη. Ανάμεσα στα θύματα, ήταν δύο ακτιβιστές 18 και 19 ετών, ο Ταουφίκ Μπενσαούντ και ο Σαμί Ελκαουάφι, που είχαν αγωνιστεί και διαδηλώσει εναντίον της βίας των πολιτοφυλακών. Δολοφονήθηκαν επίσης ένας εξέχων ιερωμένος, ο σεϊχης Ναμπίλ Σάτι, μέλη των δυνάμεων ασφαλείας και πέντε ακόμη άμαχοι. Ο νεαρός Αμπντουλραχμάν αλ-Μογκερμπί απήχθη στην κηδεία του ιερωμένου και αργότερα βρέθηκε νεκρός.
Με τις δολοφονίες αυτές έφτασαν τα 250 τα θύματα πολιτικών δολοφονιών φέτος στη Βεγγάζη και την Ντέρνα, τις μεγαλύτερες πόλεις της ανατολικής Λιβύης. Πολύ περισσότεροι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ των πολιτοφυλακών ή σε μάχες στην Τρίπολη ή γύρω απ’ αυτήν.
Με τον υπόλοιπο πλανήτη να αδιαφορεί πλήρως, έχει ξεσπάσει από τις 13 Ιουλίου ένας εμφύλιος πόλεμος στη δυτική Λιβύη ανάμεσα σε μία συμμαχία ενόπλων οργανώσεων που είχαν αρχικά τη βάση τους στη Μιζουράτα και μια άλλη οργάνωση που έχει τη βάση της στο Ζιντάν. Ένας δεύτερος πόλεμος μαίνεται στη Βεγγάζη ανάμεσα στις δυνάμεις του απόστρατου στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ και στο Συμβούλιο Επαναστατών της Βεγγάζης. Η κυβέρνηση έχει καταρρεύσει. Και η Διεθνής Αμνηστία καταγγέλλει ότι τα βασανιστήρια είναι πολύ διαδεδομένα.
Η καταγγελία της νεο-ιμπεριαλιστικής στάσης του Κάμερον και του Σαρκοζί δεν είναι βέβαια αρκετή. Οι άνθρωποι που ανέλαβαν την εξουσία μετά τη δυτική επέμβαση οδήγησαν μια χώρα που για μισό αιώνα ήταν ειρηνική σε επίπεδα βίας που αρχίζουν να θυμίζουν τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις της Δύσης, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό.
Στη Λιβύη, όπως συμβαίνει και σήμερα στη Συρία, η Δύση επενέβη στο όνομα της δημοκρατίας από κοινού με τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου, οι οποίες κάθε άλλο παρά ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία. Υποστηρίζεται από μερικούς ότι οι ξένες επεμβάσεις πάντα οδηγούν στην καταστροφή. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια: οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί υπέρ των Κούρδων της Συρίας στο Κομπάνι και των Κούρδων του Ιράκ στο Ερμπίλ είναι δικαιολογημένοι και αποτρέπουν τις σφαγές από το Ισλαμικό Κράτος. Το ζήτημα είναι ότι μια ξένη επέμβαση γίνεται πάντα για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της χώρας που επεμβαίνει. Τα συμφέροντα αυτά συμπίπτουν μερικές φορές μ’εκείνα της χώρας στην οποία γίνεται η επέμβαση. Αλλά αυτό σπανίως διαρκεί πολύ.
Αυτό είναι το μάθημα από τις πρόσφατες ξένες επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία. Οι περισσότεροι Αφγανοί ήθελαν την εκδίωξη των Ταλιμπάν το 2001, όχι όμως και την επιστροφή των πολεμάρχων -κάτι που οι Αμερικανοί θεώρησαν αποδεκτό. Οι Αμερικανοί πολέμησαν τους Ταλιμπάν, όχι όμως και τους υποστηρικτές τους στο Πακιστάν, γεγονός που οδήγησε το Αφγανιστάν σε έναν πόλεμο χωρίς τέλος. Στο Ιράκ, το 2003, πολλοί Ιρακινοί δέχθηκαν με ικανοποίηση την πτώση του Σαντάμ, όχι όμως και την ξένη κατοχή. Οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να επωφεληθεί το Ιράν από την πτώση του Σαντάμ, κι έτσι έπρεπε να καταλάβουν τη χώρα και να εγκαταστήσουν δικούς τους ανθρώπους στην εξουσία.
Και στις τρεις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, η Δύση επενέβη σε έναν ξένο εμφύλιο πόλεμο και επιχείρησε να επιβάλει τον νικητή. Δημιουργήθηκαν έτσι οι συνθήκες που έφεραν το Ισλαμικό Κράτος, καταλήγει το άρθρο του Πάτρικ Κόκμπερν στην εφημερίδα Independent on Sunday.