«Έχει περάσει δεκαετίες παραβιάζοντας το νόμο. Έχει αποδράσει από τη φυλακή δυο φορές με ελικόπτερο. Έχει δώσει εκατομμύρια στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του πιο καταζητούμενου άνδρα στην Ελλάδα που έγινε λαϊκός ήρωας»: έτσι ξεκινάει το εκτενές αφιέρωμα του BBC για στον Βασίλη Παλαιοκώστα. Το αφιέρωμα συνοδεύεται από μια φωτογραφία που θυμίζει αφίσα Χολιγουντιανής ταινίας. Ο τίτλος της «ταινίας» είναι «Ο Άπιαστος» και, όπως αναφέρει το βρετανικό δίκτυο, «πρωταγωνιστές» είναι οι: Βασίλης Παλαιοκώστας, Νίκος Παλαιοκώστας, Κώστας «Καλλιτέχνης» Σαμαράς, Αλκέτ Ριζάι και Σούλα Μητροπία.
«Ο άνδρας που είναι γνωστός ως ο Έλληνας Ρομπέν των Δασών, έχει αρπάξει εκατομμύρια από κρατικές τράπεζας και έχει απαγάγει βιομηχάνους, ενώ μοιράζει τα χρήματα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Ο Παλαιοκώστας διαφέρει από άλλους διάσημους ληστές, όπως ο Νέντ Κέλι ή ο Μπίλι δε Κιντ, αφού έχει καταφέρει να μην τραυματίσει κανέναν κατά τη διάρκεια της εγκληματικής του δράσης. Ωστόσο, παραμένει ένας από τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους της Ευρώπης», τονίζεται στο άρθρο που συνεχίζει λέγοντας πως «όπως και ο πραγματικός Ρομπέν των Δασών, έτσι κι ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιφρονείται από τις Αρχές που ταλαιπωρεί. Τον παρουσιάζουν ως βίαιο τρομοκράτη και οι Έλληνες δημοσιογράφοι όλως περιέργως αποφεύγουν να μιλήσουν για την απίστευτη ιστορία του».
Το βρετανικό δίκτυο εξιστορεί την ζωή του καταζητούμενου εγκληματία, συνομιλώντας με παλαιούς συγκρατούμενους και συγγενείς του. «Οι εγκληματίες κλέβουν τσάντες από γριούλες. Ο Βασίλης βρίσκεται σε άλλο επίπεδο: είναι ένας κοινωνικά αποδεκτός ληστής αλλά και ένας ήρωας», θυμάται ένας από τους πρώην συγκρατούμενούς του, ο Πολύκαρπος Γεωργιάδης.
Γεννημένος το 1966, ο Παλαιοκώστας μεγάλωσε στο χωριό Μοσχόφυτο, παρακολουθώντας τον πατέρα του να βόσκει τα ζώα του. «Ο Βασίλης μπορεί να είναι κλέφτης, αλλά δεν είναι εγκληματίας. Στα μέρη μας, άνθρωποι σαν το Βασίλη, που κλέβει για να ταΐσει τους αγαπημένους του, δεν θεωρούνται απαραίτητα «κακοί»», σημειώνει ο ιερέας του χωριού, πατέρας Παναγιώτης.
Το 1979, η οικογένεια Παλαιοκώστα μετακόμισε στα Τρίκαλα. Ο Νίκος, 19 ετών τότε, έφυγε από το σπίτι για να βρει δουλειά στα καράβια και ο 13χρονος Βασίλης έμεινε πίσω κaι έπιασε δουλειά σε τυροκομείο. «Όμως ένα απόγευμα έφυγε από τη δουλειά και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Βασίλης υπέστη καπιταλιστική εκμετάλλευση από το αφεντικό του κι έτσι στράφηκε εναντίον αυτών των αφεντικών», λέει ο Γεωργιάδης.
Κάπως έτσι ξεκινάει η δράση του νεαρού Παλαιοκώστα, καθώς, όπως λέει ο πατέρας Παναγιώτης, «ως παιδί του βουνού, δεν είχε άλλες ικανότητες, παρά μόνον να κλέβει για να ζήσει». Μεταξύ 1979 και 1986, ο Βασίλης και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Νίκος (που στο μεταξύ είχε γυρίσει από τα καράβια), θεωρήθηκαν υπαίτιοι για 27 κλοπές, κυρίως συσκευές βίντεο. «Εκείνη την εποχή ο Βασίλης γνώρισε τον Κώστα Σαμαρά, γνωστό κι ως «Καλλιτέχνη». Μεγαλύτερος και πιο έμπειρος από τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Σαμαράς ήταν ένας εγκληματικός εγκέφαλος, που σπούδαζε σχέδιο και ζωγράφιζε τις ληστείες σε σημειωματάριο», γράφει το άρθρο.
Ο αστυνομικός Δημήτρης Γραβάνης θυμάται την πρώτη τους «κινηματογραφική» ληστεία ως εξής: «Ο Βασίλης σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός λόφου και άρχισε να ρίχνει με το όπλο για να τραβήξει την προσοχή των αστυνομικών. Πήρε κάποια λεπτά στους αστυνομικούς να ξεφύγουν και μέχρι να το καταφέρουν, ο Καλλιτέχνης και ο Νίκος είχαν ήδη αδειάσει το κοσμηματοπωλείο. Όταν τελικά μπήκαμε στα περιπολικά είχαν αφήσει καρφιά στο δρόμο που έσκασαν τα λάστιχά μας».
Και μπορεί ο Γραβάνης όπως λέει να έβαλε στόχο της ζωής του να τον συλλάβει, αλλά ο Παλαιοκώστας ήταν αδύνατο να συλληφθεί για έναν και μοναδικό λόγο: τα χρήματα που έκλεβε τα μοίραζε στους φτωχούς. «Πήγαινε σε έναν κτηνοτρόφο και του έλεγε «σφάξε ένα γουρούνι για να το φάω» κι αντί για δέκα δραχμές, του έδινε χίλιες», λέει ο Γραβάνης.
Στη δεκαετία του 1980 η ομάδα πραγματοποίησε μια σειρά ληστειών σε τράπεζες με τον Παλαιοκώστα να δίνει ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα σε όσους του πρόσφεραν καταφύγιο. Και παρά τα πλούτη που είχε μαζέψει από τις ληστείες, προτιμούσε να ξοδεύει μόνο για τα απαραίτητα.
«Περιφρονεί τα φανταχτερά αυτοκίνητα και ένα από τα ελάχιστα ακριβά υπάρχοντά του είναι ένας μυστηριώδης χρυσός σταυρός που κρέμεται από το λαιμό του», επισημαίνει το αφιέρωμα, κάνοντας ειδική μνεία στη ληστεία τράπεζας στη Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 1992: «Άρπαξαν 125 εκατομμύρια δραχμές κάτω από τη μύτη των αστυνομικών. Παραμένει η μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα και μία από τις ελάχιστες που τα χρήματα μοιράστηκαν».
«Ο Παλαιοκώστας συνέχισε την α-λα Ρομπέν των Δασών ρουτίνα του. Μετά την απαγωγή του επιχειρηματία Χαΐτογλου το 1995, πήρε λύτρα 260 εκατομμύρια δραχμές για την απελευθέρωσή του. Κι όμως, έδωσε ένα μεγάλο μέρος από τα λύτρα σε άστεγους και αγρότες. Μάλιστα χάρισε 100.000 δραχμές σε ορφανά κορίτσια που τα χρειάζονταν για το γάμο τους», καταλήγει το BBC.