Η Μέση Ανατολή βράζει –ξανά. Η καταιγιστική προέλαση των ανδρών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε (ISIL ή ISIS) δεν πρέπει να ιδωθεί ως απλώς μία επίθεση εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης του Νούρι αλ Μαλίκι στο Ιράκ. Είναι μέρος ενός ευρύτερου σεχταριστικού πολέμου μεταξύ σουνιτών και σιιτών ο οποίος ξεπερνά τα σύνορα που χάραξαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις της Βρετανίας και της Γαλλίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν πόλεμο που εμπλέκει το Ιράκ, τη Συρία και τον Λίβανο και ο οποίος επηρεάζει και επηρεάζεται από τρεις σημαίνουσες περιφερειακές δυνάμεις: το Ιράν, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι οι συγκρούσεις μοιάζουν με τον Τριακονταετή Πόλεμο μεταξύ καθολικών και προτεσταντών που συγκλόνισε την Ευρώπη τον 17ο αιώνα και σήμανε το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Φυσικά, η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί παρά να απασχολεί σφόδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δέκα και πλέον χρόνια μετά τη μεγαλομανή εισβολή του Τζορτζ Μπους στο Ιράκ, ο διάδοχός του, ο Μπαράκ Ομπάμα, επιθυμεί να απαγκιστρωθεί τόσο από εκεί όσο και από το Αφγανιστάν, αποφεύγοντας παράλληλα την άμεση εμπλοκή σε νέα μέτωπα, όπως η Συρία. Ο αμερικανός πρόεδρος και οι σύμβουλοί του αντιλαμβάνονται πλέον ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και η τρομοκρατία που τον συνοδεύει δεν τελείωσαν με την εξόντωση του Οσάμα μπιν Λάντεν και το όραμα ενός ισλαμικού χαλιφάτου παραμένει ζωντανό και εμπνέει.
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία ήταν η θρυαλλίδα που έβγαλε το τζίνι του σεχταρισμού απ’ το μπουκάλι στο οποίο επί περίπου έναν αιώνα είχε κλειστεί. Στη χώρα – μήτρα του αραβικού εθνικισμού άρχισε να βράζει η σύγκρουση του σουνιτικού με το σιιτικό Ισλάμ. Βασικός εκφραστής του πρώτου ήταν η Σαουδική Αραβία και του δεύτερου το Ιράν.
Η Ριάντ διαισθάνθηκε ότι η ανατροπή του Μπασάρ αλ Ασαντ ήταν η ευκαιρία που αναζητούσε για να διαλύσει το σιιτικό τόξο γεωπολιτικής επιρροής που εκκινούσε από την Τεχεράνη και μέσω Δαμασκού έφθανε στον Λίβανο, όπου εδρεύει η σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ. Για να το επιτύχει αυτό, ο οίκος των Σαούντ μετήλθε όλα τα μέσα. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν τα εμιράτα του Περσικού Κόλπου, με κορυφαίο το Κατάρ, αλλά και η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οπως όμως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, «καλό είναι να προσέχεις τι εύχεσαι…».
Η κατάσταση κατέστη ανεξέλεγκτη από τη στιγμή που οι ακραίοι τζιχαντιστές αυτονομήθηκαν και άρχισε μεταξύ τους η σύγκρουση για επιρροή. Παράλληλα όμως, το Ιράν έσπευσε να βοηθήσει τον σύμμαχο Ασαντ, τόσο άμεσα (με χρήματα και οπλισμό) όσο και έμμεσα (μέσω Χεζμπολάχ αλλά και μέσω του ιρανικής επιρροής καθεστώτος Μαλίκι στο Ιράκ). Ολα αυτά έκαναν τα σύνορα ανύπαρκτα και ο σεχταρισμός κυριάρχησε.
Αυτό που είναι όμως πιο ενδιαφέρον στην παρούσα φάση είναι ότι η προέλαση των τζιχαντιστών του ISIL/ISIS, η οποία είναι βέβαιο ότι έχει λαϊκή απήχηση στις σουνιτικές επαρχίες του Ιράκ όπου ο Μαλίκι θεωρείται εγκάθετος της Τεχεράνης, συνιστά απειλή για τους άσπονδους εχθρούς της Μέσης Ανατολής, δηλαδή τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Οι τζιχαντιστές αποτελούν κίνδυνο για τη βασιλική οικογένεια της χώρας, όπως και για την Τεχεράνη, ενώ στο παρασκήνιο και με παρότρυνση της Ουάσιγκτον επιδιώκεται συνεννόηση για τη δημιουργία ισορροπίας ισχύος στην εύφλεκτη αυτή περιοχή. Η Ριάντ δεν ήθελε αρχικά ούτε να ακούσει για την απόπειρα προσέγγισης Ουάσιγκτον – Τεχεράνης, αλλά πλέον διαβλέπει ότι ίσως μία δική της συνεννόηση με τον μέχρι πρότινος «νούμερο ένα εχθρό» να είναι αναπόφευκτη.
Οσο για την Τουρκία, το φλερτ με το σουνιτικό Ισλάμ ήταν φιλόδοξο αλλά κατέδειξε τα όριά της, ενώ μπορεί να πυροδοτήσει κινδύνους για τη μελλοντική της συνοχή. Η Αγκυρα, έπειτα από σφοδρές πιέσεις των Αμερικανών, έχει παύσει να στηρίζει ακραία ισλαμικά στοιχεία στη Συρία, αλλά αυτά έχοντας πλέον αυτονομηθεί μπορεί να φέρουν πιο κοντά τούς μέχρι πρόσφατα ανταγωνιζόμενους Κούρδους του Ιράκ και της Συρίας υλοποιώντας τον πάγιο εφιάλτη της Τουρκίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ