Η Ευρώπη αποτελείται από τα έθνη της, εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Αυτό είναι που κάνει την ενοποίηση της ηπείρου τόσο δύσκολο πολιτικό καθήκον, ακόμη και σήμερα. Αλλά ο εθνικισμός δεν είναι η αρχή του οικοδομήματος της Ευρώπης, αντίθετα, υπήρξε, και παραμένει, η αρχή της αποδόμησης της Ευρώπης. Αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα που συνάγεται από τα δραματικά κέρδη που είχαν τα αντιευρωπαϊκά λαϊκιστικά κόμματα στις ευρωεκλογές το περασμένο Σαββατοκύριακο.

Είναι ένα μάθημα που όλοι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να το έχουν μάθει ως τώρα. Οι πόλεμοι της Ευρώπης του 20ού αιώνα έγιναν υπό την σημαία του εθνικισμού –και κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς την ήπειρο.

Και όμως, οι ελπίδες πολλών Ευρωπαίων για το μέλλον φαίνεται για άλλη μία φορά να έχουν βρει έκφραση στον εθνικισμό, ενώ μια ενωμένη Ευρώπη, ο εγγυητής της ειρήνης μεταξύ των λαών της Ευρώπης από το 1945, θεωρείται βάρος και απειλή. Αυτή είναι η πραγματική σημασία των αποτελεσμάτων των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Το πιο θεμελιώδες στοιχείο είναι η δραματική αύξηση της υποστήριξης για ευρωσκεπτικιστικά εθνικιστικά κόμματα σε κράτη όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Αυστρία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, θα γίνει μια υπαρξιακή απειλή για την ΕΕ, καθώς θα εμποδίσει την περαιτέρω ολοκλήρωση, η οποία χρειάζεται επειγόντως, και θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή ιδέα εκ των έσω.

Η Γαλλία, ιδιαιτέρως, προκαλεί μεγάλη ανησυχία, επειδή το Εθνικό Μέτωπο έχει καθιερωθεί ως τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Χωρίς τη Γαλλία, λίγα ή τίποτε δεν συμβαίνει στην ΕΕ. Μαζί με τη Γερμανία, είναι απαραίτητη για το μέλλον της ΕΕ.

Στο επίκεντρο της πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη είναι η οικονομική κρίση της ευρωζώνης, την οποία φαίνεται ότι δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν ούτε οι εθνικές κυβερνήσεις ούτε τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Αντί να ενισχύσει την πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε μια μαζική σύγκρουση. Αυτό που κάποτε ήταν μια σχέση μεταξύ ίσων έχει δώσει τη θέση του σε μια αντιπαράθεση μεταξύ οφειλετών και πιστωτών.

Η αμοιβαία δυσπιστία που χαρακτηρίζει αυτή τη σύγκρουση μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα την ψυχή της Ενωσης και το σύνολο του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η Βόρεια Ευρώπη μαστίζεται από τους φόβους της απαλλοτρίωσης. Η Νότια βρίσκεται στο έλεος μιας φαινομενικά ατελείωτης οικονομικής κρίσης και μιας άνευ προηγουμένου υψηλής ανεργίας, για την οποία οι πολίτες θεωρούν υπεύθυνο τον Βορρά –ιδίως τη Γερμανία.

Δεδομένης της σημερινής αδυναμίας της Γαλλίας και του δραματικού εκλογικού αποτελέσματος εκεί, καθώς και της παράξενης πορείας του Ηνωμένου Βασιλείου προς την έξοδο της ΕΕ, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας θα συνεχίσει να ενισχύεται, πράγμα που δεν είναι καλό ούτε για τη Γερμανία ούτε για την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ολοι οι Ευρωπαίοι έχουν στα πολιτικά τους γονίδια μια ενστικτώδη –και λογική –αντίσταση σε οποιαδήποτε μορφή ηγεμονίας. Αυτό ισχύει επίσης για τη Γερμανία. Αλλά να θεωρήσει κανείς υπόλογη τη Γερμανία για τις πολιτικές λιτότητας στον Νότο δικαιολογείται μόνο εν μέρει –η γερμανική κυβέρνηση δεν υποχρέωσε τις πληγείσες χώρες να σωρεύσουν τόσο υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους.

Γι’ αυτό που η Γερμανία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη είναι για την επιμονή των ηγετών της για ταυτόχρονη μείωση του χρέους και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την αντίθεσή τους σε όλες σχεδόν τις πολιτικές που είναι προσανατολισμένες στην ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης.

Για τη Γερμανία, δύο είναι οι εναλλακτικές λύσεις: ή να αλλάξει πορεία τώρα ή να περιμένει ώσπου οι χρεωμένες χώρες της Ευρώπης να εκλέξουν κυβερνήσεις που θα θέσουν υπό αμφισβήτηση την υποχρέωσή τους να πληρώσουν. Στην Ελλάδα, τα πράγματα πηγαίνουν ήδη προς τα εκεί. Για την Ευρώπη, αυτό θα ήταν μια καταστροφή. Για τη Γερμανία, θα ήταν απλά ανόητο.
Ο κ. Γιόσκα Φίσερ, ηγετικό στέλεχος των Γερμανών Πρασίνων επί σχεδόν 20 χρόνια, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος το διάστημα 1998-2005.

HeliosPlus