Είναι μια ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που παραμένει άγνωστη σε πολλούς: το 1942-43 πάνω από 55.000 νεαροί Βραζιλιανοί, κυρίως από τις φτωχές νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, επιστρατεύθηκαν και στάλθηκαν από την κυβέρνηση της χώρας στον Αμαζόνιο να συλλέγουν καουτσούκ για τις… ΗΠΑ σε ένα πρόγραμμα που ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Βραζιλία.
Ο αμερικανός τότε πρόεδρος Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ βλέποντας την Ιαπωνία να έχει κατακτήσει τη Μαλαισία, κύρια πηγή καουτσούκ για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, έπεισε τον τότε δικτάτορα της Βραζιλίας, Γετούλιο Βάργκας, να τον βοηθήσει να καλύψει το κενό σε καουτσούκ έναντι εκατομμυρίων δολαρίων που θα λάμβανε η Βραζιλία ως αντάλλαγμα υπό μορφή δανείων, εξοπλισμού και, φυσικά, δωροδοκιών.
Η μοίρα υπήρξε πολύ σκληρή για τους Βραζιλιάνους αυτούς, που έμειναν στην ιστορία ως «Στρατιώτες του Καουτσούκ» (Soldados da Βorracha). Χιλιάδες εξοντώθηκαν λόγω των συνθηκών διαβίωσης στον Αμαζόνιο: άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες και τη ζέστη, άλλοι από τσιμπήματα φιδιών και εντόμων, από επιθέσεις κροκοδείλων και ιαγουάρων, ενώ άλλοι υπέκυψαν στις τροπικές ασθένειες όπως η ηπατίτιδα, η ελονοσία και ο κίτρινος πυρετός.
Ωστόσο, έστω και με καθυστέρηση, ήρθε η δικαίωση που την περίμεναν εδώ και εβδομήντα χρόνια: το Κογκρέσο της Βραζιλίας αποφάσισε διά νόμου να αποζημιώσει τους επιζώντες «Στρατιώτες του Καουτσούκ» αλλά και τους απογόνους των ανθρώπων αυτών που υπηρέτησαν την πατρίδα τους. Ετσι, σχεδόν 6.000 επιζώντες, που πλέον κοντεύουν τα 90 τους χρόνια, θα λάβουν 8.200 ευρώ έκαστος, ενώ με το ίδιο χρηματικό ποσό θα αποζημιωθούν και περίπου 7.000 απόγονοι θανόντων εργατών.
«Οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν εθνικοί ήρωες και πρέπει να αποζημιωθούν μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους» σημείωσε ο γερουσιαστής Ανιμπάλ Ντινίζ.
«Επιστράτευση» στη μέση του δρόμου
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αλσιντίνο ντος Σάντος ο οποίος πήγαινε να αγοράσει λαχανικά για τη μητέρα του ένα πρωινό του 1942, όταν τον σταμάτησε ένας αξιωματικός του βραζιλιάνικου στρατού και του είπε ότι επιστρατευόταν –επί τόπου –ως «Στρατιώτης του Καουτσούκ». Του εξήγησε ότι στον Αμαζόνιο χρειάζονταν άνδρες να μαζεύουν καουτσούκ για τον πόλεμο και ότι όφειλε να υπηρετήσει την πατρίδα του. Ο Ντος Σάντος, που τότε ήταν 19 ετών, διαμαρτυρήθηκε πως η μητέρα του ήταν χήρα και ότι τον είχε ανάγκη, όμως η παράκλησή του δεν εισακούστηκε και ο Ντος Σάντος δεν ξαναείδε ποτέ τη μητέρα του.
Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των εργατών που υπέκυψαν σε ασθένειες ή έπειτα από επιθέσεις άγριων ζώων, αλλά οι ιστορικοί εκτιμούν ότι σχεδόν οι μισοί χάθηκαν προτού συνθηκολογήσει η Ιαπωνία τον Σεπτέμβριο του 1945. Η δουλειά των εργατών ήταν εξαντλητική και ανθυγιεινή, αφού ξυπνούσαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα και έμπαιναν στη ζούγκλα μέσα στο σκοτάδι, ενώ όταν γυρνούσαν στις καλύβες τους δούλευαν επί ώρες την επεξεργασία του καουτσούκ, που παρήγαγε τόσο πολύ καπνό ώστε κάποιοι τυφλώθηκαν. Επίσης, πολλοί εργάτες κατήγγειλαν πως όταν έφθασαν στον Αμαζόνιο σταμάτησαν να τους πληρώνουν και τους περιόρισαν σε έναν χώρο στον οποίο δεν επιτρέπονταν οι επισκέψεις.
Σκλάβοι και μετά τον πόλεμο
Οταν έληξε ο πόλεμος και μαζί μ’ αυτόν η απάνθρωπη «συνεργασία» της κυβέρνησης των ΗΠΑ με τη βραζιλιάνικη δικτατορία για την παραγωγή καουτσούκ, όσοι είχαν επωφεληθεί από το σύστημα δεν ήθελαν να αφήσουν ελεύθερους τους άμισθους εργάτες. Οπως αναφέρει ο βραζιλιάνος ιστορικός Μάρκος Βινίσιους Νέβες, τα αφεντικά, φοβούμενα μια μαζική έξοδο σε περίπτωση που διέρρεε η είδηση, δεν ενημέρωσαν τους εργάτες και πολλοί εξακολούθησαν να ζουν, περίπου όπως στην ταινία «Underground» του σκηνοθέτη Εμίρ Κουστουρίτσα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για τη λήξη του πολέμου!
Αλλά και όσοι πληροφορήθηκαν αμέσως τη λήξη του πολέμου αντιμετώπισαν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να φύγουν και να πάρουν την πληρωμή τους. Σε πολλούς έφθασαν να πουν ότι όφειλαν χρήματα στα αφεντικά τους για τα τρόφιμα, τα ρούχα και τον εξοπλισμό που τους παρείχαν και ότι έπρεπε να παραμείνουν εκεί για να ξεπληρώσουν το χρέος τους. Χωρίς χρήματα και χωρίς μέσο μεταφοράς οι περισσότεροι παρέμειναν στον Αμαζόνιο, όπου παντρεύτηκαν και συνέχισαν να εργάζονται μέχρι το τέλος της μίζερης ζωής τους, ουσιαστικά υπό συνθήκες σκλαβιάς.
HeliosPlus