«Τα δέντρα στον Νότο έχουν πάνω τους παράξενο καρπό / έχουν αίμα στα φύλλα και στη ρίζα / μαύρα κορμιά λικνίζονται από το αεράκι του Νότου / ένας παράξενος καρπός κρέμεται από τις λεύκες». Ετσι ξεκινάει το συγκλονιστικό τραγούδι «Strange Fruit», ένα τραγούδι-θρύλος της περίφημης αφροαμερικανίδας ερμηνεύτριας της τζαζ Μπίλι Χόλιντεϊ. Το περιοδικό «Time» το 1999 το χαρακτήρισε «το σημαντικότερο αμερικανικό τραγούδι του 20ού αιώνα» αφού είναι το πρώτο που κατήγγειλε ανοικτά –αλλά και ποιητικά, με θανάσιμη θλίψη –μια διαδεδομένη δολοφονική πρακτική στον παλιό αμερικανικό Νότο: το λιντσάρισμα και τον δημόσιο απαγχονισμό μαύρων από λευκούς.
Σήμερα το τραγούδι αυτό του 1937 έρχεται ξανά στην επικαιρότητα διά μέσου της νέας μουσικής τεχνολογίας. Ο αμερικανός ράπερ Κάνιε Γουέστ χρησιμοποίησε ένα «σαμπλ» («δανεισμός» από ένα άλλο τραγούδι) από το «Strange Fruit» για το δικό του «Blood On The Leaves» που περιέχεται στο πρόσφατο έκτο προσωπικό άλμπουμ του με τίτλο «Yeezus». Η επιλογή προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς ορισμένοι ενθουσιάστηκαν από τη δυνατότητα νέων σε ηλικία ακροατών να το ανακαλύψουν, άλλοι όμως θεώρησαν ιεροσυλία τον «κατακλυσμό» της παλιάς ηχογράφησης με μια πλημμυρίδα λέξεων.
Το τραγούδι ξεκίνησε ως αντιρατσιστικό ποίημα του ρωσικής καταγωγής Αμερικανοεβραίου Αμπελ Μίροπολ, που ήταν δάσκαλος και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Οι στίχοι εκφράζουν τον αποτροπιασμό του Μίροπολ για το λιντσάρισμα δύο μαύρων, του Τόμας Σιπ και του Εϊμπραμ Σμιθ, που, αφού βασανίστηκαν από όχλο λευκών, βρέθηκαν κρεμασμένοι σε δέντρο στην Ιντιάνα στις 7 Αυγούστου 1930.
Ο στιχουργός είδε στον Τύπο μια φωτογραφία από το κτηνώδες αυτό περιστατικό και φαντάστηκε τα μαύρα κορμιά σαν «παράξενους καρπούς» που το αίμα τους ποτίζει τα φύλλα και τη ρίζα των δέντρων.
Οι στίχοι δημοσιεύθηκαν αρχικά το 1937 ως «Bitter Fruit» («Πικρός καρπός») στο αριστερό περιοδικό «The New York Teacher» με το ψευδώνυμο Λιούις Αλαν. Ο στιχουργός έψαχνε για περίπου έναν χρόνο έναν μουσικό να τον βοηθήσει στη μελοποίηση, αλλά τελικά αναγκάστηκε, χρησιμοποιώντας τις φτωχές μουσικές γνώσεις του, να το μελοποιήσει ο ίδιος.
«Το λιντσάρισμα των μαύρων θεωρούνταν κάτι σαν σπορ, σαν χόμπι για τους λευκούς του αμερικανικού Νότου τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα» σημείωνε κατόπιν ο Μίροπολ.
Αρχικά το ερμήνευσε η μαύρη τραγουδίστρια Λόρα Ντάνκαν, μέχρι που κάποια στιγμή το άκουσε ο Μπάρνεϊ Τζόζεφσον, ο ιδιοκτήτης του περίφημου νυχτερινού κέντρου «Café Society» στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, όπου επιτρεπόταν η είσοδος σε λευκούς και μαύρους, μια νεοϋορκέζικη εκδοχή του ευρωπαϊκού πολιτικού καμπαρέ. Ο Τζόζεφσον το πρότεινε στη –νεαρή και ανερχόμενη αλλά άγνωστη στο ευρύ κοινό –Μπίλι Χόλιντεϊ.
«Την πρώτη φορά που το τραγούδησα νόμισα ότι κάναμε ένα τεράστιο λάθος. Είχα μόλις τελειώσει και επικρατούσε απόλυτη σιωπή, δεν ακουγόταν τίποτα. Ξαφνικά κάποιος άρχισε να χειροκροτεί. Και μεμιάς όλοι άρχισαν να χειροκροτούν από παντού και να ζητωκραυγάζουν…» είχε πει η ίδια για την πρώτη φορά που το τραγούδησε. Κάπως έτσι ο Τζόζεφσον αντιλήφθηκε τη δύναμη του τραγουδιού και πρότεινε στη Χόλιντεϊ να κλείνει με αυτό κάθε παράστασή της. Οταν έφτανε η ώρα για το «Strange Fruit», οι σερβιτόροι του «Cafe Society» σταματούσαν να σερβίρουν, τα φώτα έσβηναν, ενώ ένας προβολέας έμενε να φωτίζει τη Χόλιντεϊ στη σκηνή και εκείνη συνήθιζε να το τραγουδά με κλειστά μάτια και τα χέρια σε στάση προσευχής.
«Μπήκα στο νυχτερινό κέντρο παντελώς άγνωστη και μετά το «Strange Fruit» έφυγα γνωστή σε πολύ κόσμο» θα έλεγε κατόπιν η Χόλιντεϊ για το τραγούδι αυτό, που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας της πουλώντας στις ΗΠΑ πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Είναι το πρώτο πολιτικό τραγούδι για τα ανθρώπινα δικαιώματα που κυκλοφόρησε σε δίσκο στις ΗΠΑ. Εγινε ο ύμνος του κινήματος για τα δικαιώματα των μαύρων πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επηρεάζοντας καθοριστικά το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των δεκαετιών του 1950 και του 1960.
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 28 Νοεμβρίου 2013
HeliosPlus