Διαστάσεις πανδημίας έχει λάβει η βία κατά των γυναικών, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.
«Η βία κατά των γυναικών έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας. Μέχρι και το 70% των γυναικών, των «ανθρώπων που σηκώνουν το άλλο μισό του ουρανού» έχουν υποστεί βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Πολλές γυναίκες υφίστανται πολλαπλές μορφές διάκρισης. Ο κίνδυνος μοιάζει ιδιαίτερα αυξημένος για τις γυναίκες πρόσφυγες, τις αιτούσες άσυλο και τις μετανάστριες, σε μια περίοδο που η ξενοφοβία «σηκώνει κεφάλι» σε πολλές χώρες της Ευρώπης» τονίζει η Ύπατη Αρμοστεία.
Η διπλή θυματοποίησή τους, λόγω του φύλου και της καταγωγής τους, είναι το θέμα που σχολιάζουν τέσσερις γυναίκες με μακρά εμπειρία στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μιλώντας στο 1againstracism.gr, την πλατφόρμα της εκστρατείας κατά του ρατσισμού της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Η Μαρία Σταυροπούλου, διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου, αναφέρει ότι «οι ιστορίες πόνου είναι αμέτρητες».
«Πολλές είναι οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, γυναίκες που καταγγέλλουν ότι κακοποιούνται είτε από το σύζυγο, είτε από τον πατέρα τους, είτε από τον αδερφό τους. Υπάρχουν όμως και πολλές γυναίκες που έχουν βρεθεί αιχμάλωτες σε δίκτυα trafficking, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες» τονίζει.
«Γυναίκες που τις κρατούσαν για μέρες κλειδωμένες χωρίς τροφή και νερό, γυναίκες που υπέστησαν σεξουαλική βία από τους εργοδότες τους, γυναίκες που αν και κατάφεραν να δραπετεύσουν από τους δυνάστες τους, εξακολουθούν να κινδυνεύουν να πέσουν θύματα ρατσιστικών επιθέσεων. Σε άλλες περιπτώσεις έχουν έρθει γυναίκες που έχουν υποστεί κλειτοριδεκτομή ή έχουν εξαναγκαστεί σε γάμο με άντρες που τις κακοποιούν σεξουαλικά, ή που έχουν καεί με οξύ στο πρόσωπο από τους άντρες τους ή τους «προστάτες» τους για εκφοβισμό ή τιμωρία» προσθέτει.
Η Κατερίνα Καλογερά, πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, αναφέρει ότι έχουν γίνει καταγγελίες για βία κατά των γυναικών που φθάνει και στη σωματική βία.
«Όμως, από τη στιγμή που δεν υπάρχει καθεστώς προστασίας ή κάποιο μέρος στο οποίο θα μπορούσαν να απευθυνθούν, από τη στιγμή που δεν έχει φροντίσει η Πολιτεία να προστατεύσει αυτές τις γυναίκες, υπάρχει αρκετός φόβος. Το αποτέλεσμα είναι να διστάζουν ακόμη και να προβούν σε καταγγελία» τονίζει.
Η πρόεδρος της ελληνικής αντιπροσωπείας των Γιατρών του Κόσμου, Λιάνα Μαΐλλη, θυμάται μία περίπτωση: «Μια έγκυος γυναίκα πήγε στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου Έλενα με οδύνες και η διοίκηση του νοσοκομείου της είπε ότι: «Κυρία μου, δεν μπορείτε να μπείτε γιατί δεν έχετε χαρτιά και είσαστε ανασφάλιστη». Κάποιος συμπατριώτης της πήρε τηλέφωνο στους Γιατρούς του Κόσμου, επικοινωνήσαμε με τον κοινωνικό λειτουργό και χρειάστηκε παρέμβαση στον διευθυντή του νοσοκομείου, ο οποίος επέμενε ότι δεν υπάρχει τέτοιο περιστατικό, ενώ συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στα εξωτερικά ιατρεία. Η γυναίκα λιποθύμησε και μόνον τότε μπήκε μέσα για να μπορέσει να γεννήσει. Για μένα, αυτή η διάκριση φτάνει στα όρια της βίας και είναι από την μεριά της Πολιτείας».
«Ας δει κανείς το παράδειγμα μιας γυναίκας με μπούρκα» τονίζει η τέως πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Κέντρων Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων, Μαρία Πίνιου Καλλή.
«Εκεί, γίνεται ολοφάνερη η καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ύψιστο βαθμό. Όπως στο Γκουαντανάμο υπάρχει περιορισμός των αισθητηριακών προσλήψεων, έτσι και μια γυναίκα με μπούρκα έχει ελάττωση της όρασης, της οσμής και της ακοής. Πρόκειται για κτίσιμο των γυναικών πίσω από ένα τεράστιο τείχος, το οποίο προκύπτει από κοινωνικές, «πολιτιστικές» και θρησκευτικές συνθήκες» τονίζει και καταγγέλλει ότι γυναίκες που έχουν υποστεί βία στη χώρα τους, έρχονται στην Ελλάδα «και αντί να τύχουν άμεσης βοήθειας, βρίσκονται σε πλήρη απομόνωση και δεν μπορούν να μοιραστούν το μυστικό τους με κανέναν, εφόσον δεν υπάρχουν κατάλληλες υπηρεσίες, όπως ήταν το Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων. Έτσι, λοιπόν, η βία ολοκληρώνεται στη χώρα μας, γιατί αυτές οι γυναίκες δεν έχουν τη δυνατότητα ιατρικής κάλυψης, κοινωνικής υποστήριξης ή ψυχολογικής βοήθειας».