Την ώρα που η παγκόσμια προσοχή είναι στραμμένη στον χημικό αφοπλισμό της Συρίας, χιλιάδες Σύροι απειλούνται με λιμοκτονία διότι λόγω του πολέμου δεν έχουν πρόσβαση στα αναγκαία τρόφιμα. Πολλοί δεν θα βγάλουν τον χειμώνα, προειδοποιεί το «Spiegel».
Το γερμανικό περιοδικό φέρνει το παράδειγμα του τρίχρονου Ιμπραήμ Χαλίλ που επέζησε από τις χημικές επιθέσεις στις 21 Αυγούστου αλλά πέθανε από ασιτία 10 μέρες αργότερα. Και δεν ήταν ο μόνος.
Κανείς όμως στον κόσμο δεν φαίνεται να δίνει σημασία στους θανάτους αυτούς. Ύστερα από μήνες σε πολιορκία λόγω του πολέμου, αποκομμένοι από τρόφιμα, ηλεκτρισμό, νερό και κάθε είδους βοήθεια, οι Σύροι πεθαίνουν από υποσιτισμό.
Παιδιά λιμοκτονούν σε διάφορες περιοχές που είναι αποκλεισμένες από τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ-Ασαντ. Όμως η χειρότερη κατάσταση παρατηρείται στη Μουανταμίγια, προάστιο της νότιας Δαμασκού που είχε πληγεί από τα χημικά. Έξι παιδιά πέθαναν από ασιτία στη Μουανταμίγια στα μέσα Οκτωβρίου και δεκάδες είναι ήδη τόσο αδύναμα που και ένα απλό κρυολόγημα μπορεί να τα σκοτώσει.
Στη γειτονιά αυτή έχουν βρει καταφύγιο περίπου 1.000 ένοπλοι αντάρτες. Η κατάρα της Μουανταμίγια, που πριν τον πόλεμο είχε 60.000 κατοίκους κυρίως της μορφωμένης μεσαίας τάξης, είναι η τοποθεσία της. Όπως και σε δεκάδες άλλες περιοχές, οι κάτοικοι της Μουανταμίγια διαδήλωσαν κατά του Ασαντ την άνοιξη του 2011. Όμως η διαφορά της γειτονιάς αυτής είναι ότι βρίσκεται πολύ κοντά σε νευραλγικά κέντρα του καθεστώτος: το αρχηγείο της 4ης τεθωρακισμένης μεραρχίας του συριακού στρατού, τις εγκαταστάσεις της Δημοκρατικής Φρουράς και το αεροδρόμιο του προέδρου.
Για τον Ασαντ, η Μουανταμίγια έπρεπε οπωσδήποτε να καθυποταχθεί. Αφού ο στόχος δεν επιτευχθεί με τις μαζικές συλλήψεις και τις σφαίρες εναντίον διαδηλωτών, το καθεστώς αποφάσισε να την καταλάβει δια της βίας. Όταν και αυτό απέτυχε παρά τα πυρά και τις αεροπορικές επιθέσεις, επιστράτευσε τους πυραύλους με αέριο σαρίν που σκότωσαν 85 άτομα στη Μουανταμίγια.
Σήμερα η πείνα αποτελειώνει την δουλειά που άφησαν στη μέση τα χημικά: εξολοθρεύει μια ολόκληρη πόλη. Και αυτό επιτυγχάνεται χωρίς να παραβιαστούν οι «κόκκινες γραμμές» της Ουάσινγκτον ή να ξεσηκωθεί παγκόσμια κατακραυγή.
Η Μουανταμίγια είναι αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο από τις 18 Νοεμβρίου 2012. Οι στρατιώτες που έστησαν φυλάκια στους γύρω δρόμους δεν αφήνουν κανένα να μπει ή να βγει. Τα τελευταία μαγαζιά έκλεισαν τον Μάρτιο γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο να πουλήσουν. Το ηλεκτρικό, το νερό και το τηλέφωνο είναι κομμένα.
«Αρχικά καταναλώναμε τις προμήθειές μας και εκείνες που βρήκαμε στα σπίτια όσων εγκατέλειψαν την πόλη», λέει στο «Spiegel» ο Αχμεντ Μουανταμάνι, πρώην επιχειρηματίας και νυν μέλος του επαναστατικού συμβουλίου της Μουανταμίγια. «Τότε πολλοί προσπάθησαν να καλλιεργήσουν ντομάτες και πατάτες στους ανοιχτούς χώρους αλλά οι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν τον κόσμο που βρισκόταν στα χωράφια και στους κήπους». Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτε για να φάνε τον χειμώνα.