Ο δήμος του Άμστερνταμ κατηγορείται πως αξίωσε από τους Εβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος να ρυθμίσουν τα καθυστερούμενα, απλήρωτα, ενοίκια των κατοικιών τους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμη κι εάν οι κατοικίες τους είχαν καταστραφεί, ή καταληφθεί, από τους Γερμανούς κατακτητές.
Αντιμέτωπες με τις αποκαλύψεις μίας νεαρής πανεπιστημιακού και με την αγανάκτηση της εβραϊκής κοινότητας, οι σημερινές δημοτικές αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να χύσουν άπλετο φως στις κατάφωρες αυτές αδικίες που διαπράχθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια.
Το Άμστερνταμ είχε καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα κατά το διάστημα 1940-45 και μόνον 18.000 από τους 80.000 εκτοπισμένους Εβραίους που προπολεμικά ζούσαν στην πόλη επεβίωσαν.
«Μετά την επιστροφή τους, οι Εβραίοι έλαβαν επιστολές από τη δημαρχία του Άμστερνταμ που τους ζητούσε να ρυθμίσουν τις οφειλές των μισθωμάτων τους για τη διάρκεια του πολέμου», δηλώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο η Σαρλότ φαν ντεν Μπεργκ, μία 23χρονη ιστορικός Τέχνης, η οποία έφερε στο φως και κατόπιν αποκάλυψε στον Τύπο αυτό το επονείδιστο μέτρο.
Το μέτρο της δημαρχίας αφορούσε τους Εβραίους και μη Εβραίους που μίσθωναν διαμερίσματα που ανήκαν στον Δήμο.
Μάλιστα η δημαρχία προχώρησε και παραπέρα αξιώνοντας την καταβολή και προστίμων για καθυστέρηση πληρωμών ακόμη και για κατοικίες που είχαν κατασχεθεί και καταληφθεί από Γερμανούς, ή μέλη της ΝSB, του Ολλανδικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κινήματος που συνεργάσθηκε με τον Κατακτητή.
Η φαν ντεν Μπεργκ ήταν ακόμη φοιτήτρια όταν ανακάλυψε το 2010 τα στοιχεία, ενώ συμμετείχε σε πρόγραμμα ψηφιοποίησης των δημοτικών αρχείων του Άμστερνταμ και αναστατωμένη από το εύρημά της εμβάθυνε τις έρευνές της.
«Ήθελα να μάθω εάν η δημαρχία κάποια ημέρα διόρθωσε αυτά τα μέτρα που έλαβε το 1946. Δυστυχώς, το μόνο που κατάφερα να ανακαλύψω είναι μία μείωση των προστίμων από το 1947», που κάποιες περιπτώσεις αφορούσαν κατοικίες που είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, επισημαίνει η ίδια.
Η ίδια τελικά χρειάσθηκε να ενημερώσει τα μέσα ενημέρωσης ως έσχατο μέσον για να αποφευχθεί μία πιθανή καταστροφή των αποδεικτικών αυτών εγγράφων αμέσως μετά την ψηφιοποίησή τους, όπως απαιτούσε η δημαρχία.
Σε μία σχετική μαρτυρία στην εφημερίδα Χετ Παρόλ, ο 91 ετών Νταβίντ Μπόντε επιβεβαιώνει πως οι αξιώσεις αυτές από τους Εβραίους ήταν συχνό φαινόμενο εκείνην την εποχή. Η οικογένεια του επιζήσαντος από τα ναζιστικά στρατόπεδα έλαβε και αυτή το 1946 μία επιστολή για τα απλήρωτα μισθώματα. «Πως είναι δυνατόν να μας ενοχλούν έτσι, έπειτα από όλα όσο υπέστημεν;», αναρωτιέται ο ίδιος.
Ο συνολικός αριθμός των απαιτήσεων αυτών για τις κατοικίες που ανήκαν στον Δήμο δεν έχει γίνει γνωστός ακόμη, ούτε και το συνολικό ποσόν τους.
«Αυτό που μπορώ να σας πω είναι πως 342 πρόσωπα ζήτησαν την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν. Μεταξύ αυτών ήσαν και αρκετοί μη Εβραίοι. Στην πλειονότητά τους, ναι ήσαν Εβραίοι, αλλά μεταξύ τους βρίσκονταν και άνθρωποι που υπέφεραν στον πόλεμο, άνθρωποι που οι επιχειρήσεις τους δεν δούλεψαν και βρίσκονταν σε δυσκολία να πληρώσουν τα ενοίκια», δηλώνει η φαν ντεν Μπεργκ.
Το Κεντρικό Εβραϊκό Συμβούλιο από την πλευρά του ζητεί «να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος», όπως δήλωσε ο πρόεδρός του Ζιγκάλ Μαρκουζόβερ.
Ο Ρόνι Ναφτάνιελ, πρώην διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης και Καταγραφής του Ισραήλ και ένας από τους πρώτους που διεκδίκησε την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι Ολλανδοί Εβραίοι, εκτιμά πως «το θέμα των μισθωμάτων ήταν γνωστό εν μέρει, όμως έλειπαν στοιχεία. Είναι καλό που τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια».
Η δημαρχία ήλθε σ’ επαφή με τα Αρχεία του Κράτους και άλλες εβραϊκές οργανώσεις για να καθορισθεί σε ποιο βαθμό και άλλες πόλεις της Ολλανδίας εφάρμοσαν αυτό το άδικο μέτρο, της αξίωσης πληρωμών των μισθωμάτων για τη διάρκεια του πολέμου.