Τον Ιανουάριο του 1913, ένας άντρας που το διαβατήριό του έφερε το όνομα «Σταύρος Παπαδόπουλος» αποβιβάστηκε από το τρένο που ερχόταν από την Κρακοβία στο Βόρειο Τερματικό Σταθμό της Βιέννης. Ο άνδρας αυτός ήταν μελαχρινός, είχε ένα παχύ μουστάκι χωρικού και κρατούσε μια απλή ξύλινη βαλίτσα.
«Kαθόμουν στο τραπέζι», γράφει εκείνος τον οποίο θα συναντούσε ο Παπαδόπουλος, «όταν χτύπησε η πόρτα και ένας άγνωστος μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν κοντός, αδύνατος και το σκουρόχρωμο πρόσωπό του είχε σημάδια από ευλογιά, ενώ τίποτα στο βλέμμα του δεν φανέρωνε φιλικότητα». Αυτός που έγραψε την παραπάνω περιγραφή ήταν ο Λέον Τρότσκι, ένας αντικαθεστωτικός Ρώσος διανοούμενος, συντάκτης μιας ριζοσπαστικής εφημερίδας που την έλεγαν Πράβδα και ο άνθρωπος τον οποίο περιέγραψε δεν ονομαζόταν Παπαδόπουλος, ούτε ήταν Ελληνας. Το όνομά του ήταν Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, κι έμεινε στην ιστορία ως Ιωσήφ Στάλιν.
Όπως γράφει ο δημοσιογράφος του BBC Άντι Γουόκερ, ο Τρότσκι και ο Στάλιν δεν ήταν οι μόνοι που ζούσαν στην ίδια περιοχή στο κέντρο της Βιέννης,κατά το ίδιο έτος, το 1913. Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ ασκούσε ήδη την ψυχιατρική στην οδό Μπεργκάσε κι ήταν ήδη γνωστός στους βιεννέζικους κύκλους, ενώ ένας νεαρός Γιουγκοσλάβος, ο Γιόσιπ Μπροζ, που εργαζόταν στην αυτοκινητοβιομηχανία Ντέμλερ στο Νόισταντ, ένα προάστιο της Βιέννης, θα γινόταν ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως στρατάρχης Τίτο. Στις ίδιες συνοικίες ζούσε κι ένας 24χρονος Αυστριακός που ονειρευόταν να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, η οποία τον απέρριψε δύο φορές ως ατάλαντο. Το όνομά του ήταν Αδόλφος Χίτλερ και κατοικούσε σε ένα κτίριο στην οδό Μελντερμανστράσε κοντά στον Δούναβη.
Αυτή ήταν η Βιέννη, η τότε πρωτεύουσα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, με πληθυσμό πάνω από δύο εκατομμύρια: ένα χωνευτήρι διαφορετικών πολιτισμών, γλωσσών, πολιτισμών κι εθνοτήτων που συγκέντρωνε διανοούμενους απ’ όλη την Ευρώπη.
«Η κοινότητα των διανοουμένων στη Βιέννη ήταν ολιγάριθμη, ο καθένας γνώριζε τους πάντες, γεγονός που ευνοούσε τις πολιτισμικές ανταλλαγές, ένα κλίμα που ήταν φιλικό προς τους πολιτικά διαφωνούντες», παρατηρεί ο Τσαρλς Εμερσον, συγγραφέας του βιβλίου «1913: Αναζητώντας τον Κόσμο πριν το Μεγάλο Πόλεμο».
Την ίδια εποχή άνθισαν τα περίφημα βιεννέζικα καφέ, χώροι ζύμωσης και ανταλλαγής ιδεών. Το αγαπημένο στέκι του Φρόιντ ήταν το Καφέ Λάντμαν, που λειτουργεί μέχρι σήμερα, ενώ ο Τρότσκι και ο Χίτλερ σύχναζαν στο ιστορικό Καφέ Τσεντράλ, όπου μπορούσε κανείς να περάσει την ώρα του διαβάζοντας εφημερίδες, παίζοντας σκάκι και τρώγοντας παραδοσιακά γλυκά.
Ωστόσο, η πόλη είχε και τη σκοτεινή πλευρά της: τις υποβαθμισμένες εργατικές συνοικίες, όπου, μόνο μέσα στο 1913, περίπου 1.500 Βιεννέζοι αυτοκτόνησαν, μην αντέχοντας τις συνθήκες ζωής κι εργασίας. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με σιγουριά κατά πόσο ο Χίτλερ διασταυρώθηκε τυχαία κάποια στιγμή με τον –μετέπειτα μοιραίο αντίπαλό του κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Στάλιν ή αν ο Φρόιντ βρέθηκε στον ίδιο χώρο με τον Τρότσκι.
Όμως, όπως καταλήγει ο Εμερσον, «αν ήθελες εκείνη την εποχή να βρεις έναν μέρος στην Ευρώπη να κρυφτείς και να συναντήσεις ενδιαφέροντες ανθρώπους, η Βιέννη ήταν η κατάλληλη πόλη για να το κάνεις».