Οι μεν έχουν υπερτροφικά εγώ, νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου, είναι σχιζοφρενείς – τη μια στιγμή καλοί, την άλλη κακοί – αλλά διαθέτουν τη χαρά της ζωής. Οι δε θεωρούν ότι ο δύσκολος δρόμος είναι πάντοτε ο καλύτερος και ότι, αν χαίρεσαι αυτό που κάνεις, κάτι δεν κάνεις σωστά, αλλά είναι αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί.
Πρόκειται για τους Ελληνες και τους Γερμανούς αντίστοιχα, όπως παρουσιάζονται στους «Οδηγούς ενός ξενοφοβικού για τους…», ένα είδος τουριστικών οδηγών όχι για τα αξιοθέατα μιας χώρας αλλά για τον λαό της.
Το «Βήμα» συνάντησε τους συγγραφείς των χιουμοριστικών αυτών οδηγών για τους Γερμανούς και τους Ελληνες στο περιθώριο συνεδρίου για τις «Σχέσεις Βορρά – Νότου στην ΕΕ: συγκρούσεις εθνικών στερεοτύπων σε περίοδο οικονομικής κρίσης» που διοργάνωσε την Παρασκευή στην Αθήνα το Φόρουμ για την Ελλάδα σε συνεργασία με το Friedrich Naumann Stiftung.
«Εκτός από βασικές αρετές, όπως ειλικρίνεια και τιμιότητα, οι Γερμανοί επιδεικνύουν μεγάλη προσήλωση σε δευτερεύουσες όπως ακρίβεια, τάξη, αίσθημα ευθύνης, συνέπεια, τελειομανία» λέει ο
Στέφαν Τσάιντενιτς, συγγραφέας του «Xenophobe’s guide to the Germans», όπως είναι ο τίτλος στο πρωτότυπο.
«Οι Γερμανοί περιφρονούν όποιον ζει εύκολη ζωή»
, προσθέτει,
«ενώ οι Ελληνες, ακριβώς το αντίθετο: τον ζηλεύουν», επεμβαίνει η
Αλεξάνδρα Φιάδα, συγγραφέας του «Xenophobe’s guide to the Greeks».
Η σειρά αυτή των οδηγών, την οποία εκδίδει βρετανικός οίκος για δεκάδες λαούς, ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια – συμπτωματικά με τους Γερμανούς. Ο κ. Τσάιντενιτς έγραψε τον πρώτο και όλες τις αναθεωρήσεις που έχουν τυπωθεί έκτοτε. Ο οδηγός για τους Ελληνες πρωτοκυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα, γραμμένος από την κυρία Φιάδα, όπως και οι αναπροσαρμοσμένες επανεκδόσεις του.
«Οντας Γερμανός, η αρχική μου προσέγγιση ήταν υπερβολικά τευτονική: το πρώτο κείμενο που παρέδωσα ήταν πολύ ακαδημαϊκό και όχι αρκετά αστείο. Γι’ αυτό ο εκδότης έβαλε μέσα και έναν δεύτερο συγγραφέα για να το κάνει πιο χιουμοριστικό», λέει ο κ. Τσάιντενιτς.
Από την άλλη πλευρά, η κυρία Φιάδα, επιδεικνύοντας το γνωστό ελληνικό «στρογγύλεμα», έγραψε τον δικό της οδηγό «πιο τρυφερά από τους υπόλοιπους της σειράς», όπως την πληροφόρησε ο εκδότης. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε έλληνας αναγνώστης που «μου πέταξε το βιβλίο στα μούτρα».
Ενας Γερμανός, αντίθετα, δεν θα το είχε γράψει ποτέ τρυφερά, διότι προτιμά να πεθάνει παρά «να είναι επιεικής με τον εαυτό του», λέει ο κ. Τσάιντενιτς. «Οι Γερμανοί ζηλεύουν κατά βάθος τους Ελληνες. Ζηλεύουν το ότι είναι υπερήφανοι για τον εαυτό τους και αγαπούν την ταυτότητά τους. Οι Γερμανοί, λόγω και των ενοχών για το ναζιστικό παρελθόν τους, δεν αισθάνονται άνετα με την ταυτότητά τους. Υπεραναπληρώνουν κάνοντας αυστηρή αυτοκριτική».
Οι Ελληνες, πάλι, νομίζουν ότι όλος ο κόσμος τους χρωστάει. Η κρίση και τα μνημόνια, ειδικά στην αρχή, έφεραν δυναμικά στο προσκήνιο την ελληνική κοσμοθεωρία ότι «οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να μας συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο γιατί εμείς δώσαμε τα φώτα στη Δύση», λέει η κυρία Φιάδα.
Η κρίση, που διεύρυνε το χάσμα βορρά-νότου στην ΕΕ, προσέδωσε μεγάλη επικαιρότητα στους ξενοφοβικούς οδηγούς.
«Το ότι οι Γερμανοί είναι οι «κακοί» της Ευρώπης σήμερα αντικατοπτρίζεται στη ζήτηση για το βιβλίο στο εξωτερικό».
Τι ενοχλεί έναν Γερμανό στην Ελλάδα; «Η έλλειψη συνέπειας και τάξης» – άλλωστε για τους Γερμανούς η τάξη (ordnung) είναι ό,τι για τους Ελληνες το φιλότιμο: προς Θεού, μην πληγωθεί. «Ενας Γερμανός γίνεται έξαλλος όταν διαταράσσεται το κοινωνικό συμβόλαιο, για παράδειγμα όταν αργεί κάποιος στο ραντεβού του».
Η κυρία Φιάδα, της οποίας ο οδηγός έχει μεταφραστεί (από τα αγγλικά) σε επτά γλώσσες εμπνέοντας αναγνώστες ακόμη και από τις Μπαχάμες, θα άλλαζε, αν μπορούσε, τον υπερκαταναλωτισμό των Ελλήνων. Ο κ. Τσάιντενιτς θα άλλαζε στους Γερμανούς το ότι «είναι καλά όταν αισθάνονται άσχημα και άσχημα όταν αισθάνονται καλά».