Το πόσους φόρους πληρώνει ο Μιτ Ρόμνεϊ έχει αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία. Πρόκειται απλώς για ποταπή πολιτική ή έχει πραγματικά σημασία; Εχει σημασία _ και όχι μόνο για τους Αμερικανούς, απαντάει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
Ο ιδιωτικός τομέας, αν και βασικός για την σύγχρονη οικονομία, δεν μπορεί από μόνος του να εξασφαλίσει την επιτυχία της, γράφει σε άρθρο του με τίτλο «Το δίκαιο μερίδιο του Ρόμνεϊ». Όπως έδειξε η οικονομική κρίση, χρειάζονται επαρκείς ρυθμίσεις.
Χρειάζονται επίσης τα δημόσια αγαθά _ αγαθά από τα οποία επωφελούνται όλοι αλλά δεν θα παρέχονταν επαρκώς αν στηριζόμασταν μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Ο Στίγκλιτς υποστηρίζει ότι οι οικονομίες στις οποίες η κυβέρνηση παρέχει τα δημόσια αγαθά _ όπως η παιδεία, η τεχνολογία και οι υποδομές _ έχουν καλύτερες επιδόσεις από τις υπόλοιπες.
Για να πληρωθούν όμως τα δημόσια αγαθά, είναι απαραίτητο όλοι να πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους. Αν και υπάρχουν διαφωνίες για το τι ακριβώς συνιστά δίκαιο μερίδιο, είναι προφανές ότι οι κάτοχοι των υψηλότερων εισοδημάτων που πληρώνουν το 15% του δηλωμένου εισοδήματός τους (αποκρύπτοντας τα χρήματα που βρίσκονται στις Νήσους Κέιμαν και σε άλλους φορολογικούς παραδείσους) δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους.
«Οι δημοκρατίες βασίζονται σε ένα πνεύμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας στην πληρωμή των φόρων. Αν καθένας αφιέρωνε τόση ενέργεια όση οι πλούσιοι για να αποφύγει το δίκαιο μερίδιό του από φόρους, το φορολογικό σύστημα θα κατέρρεε», γράφει ο Στίγκλιτς.
Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι ουσιωδώς λάθος σε ένα σύστημα που φορολογεί τον ίδιο με χαμηλότερο ποσοστό απ’ όσο τη γραμματέα του. Και έχει δίκιο, συνεχίζει ο καθηγητής αυτός στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. «Ο Ρόμνεϊ θα συγχωρούνταν αν έλεγε το ίδιο: ένας εύπορος πολιτικός στο απόγειο της δύναμής του που ζητά υψηλότερους φόρους για τους πλούσιους θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας».
Όμως ο Ρόμνεϊ επέλεξε άλλη γραμμή. «Προφανώς δεν παραδέχεται ότι ένα σύστημα που φορολογεί τους κερδοσκόπους χαμηλότερα απ’ όσο τους σκληρά εργαζόμενους διαστρεβλώνει την οικονομία».
Η κορυφή περιλαμβάνει έναν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό κατόχων μονοπωλίων που αυξάνουν το εισόδημά τους περιορίζοντας την παραγωγή και εφαρμόζοντας πρακτικές που δεν ευνοούν τον ανταγωνισμό· προέδρους διοικητικών συμβουλίων που εκμεταλλεύονται παραθυράκια του νόμου για να αρπάξουν μεγαλύτερο μερίδιο των εταιρικών κερδών (αφήνοντας λιγότερα για τους εργαζόμενους)· και τραπεζίτες που επιδίδονται σε επιθετικό δανεισμό και καταχρηστικές πρακτικές στις πιστωτικές κάρτες (συχνά βάζοντας στο στόχαστρο φτωχά και μεσαία νοικοκυριά).
Υπάρχει ένας ακόμη φαύλος κύκλος: η οικονομική ανισότητα μεταφράζεται σε πολιτική ανισότητα η οποία, με την σειρά της, ενισχύει την πρώτη _ μεταξύ άλλων, μέσω ενός φορολογικού συστήματος που επιτρέπει σε ανθρώπους όπως ο Ρόμνεϊ (ο οποίος επιμένει ότι φορολογήθηκε «τουλάχιστον με 13%» την τελευταία δεκαετία) να μην πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους.
Ο Ρόμνεϊ δεν είναι φοροφυγάς. Όμως δεδομένου ότι το υψηλότερο ποσοστό φορολόγησης του εισοδήματος στις ΗΠΑ φθάνει το 35%, είναι αναμφίβολα «μεγάλης κλίμακας φορο-αποφυγάς», σύμφωνα με τον Στίγκλιτς.
«Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι μόνο ο Ρόμνεϊ», καταλήγει ο κορυφαίος οικονομολόγος. «Αυτό το επίπεδο φοροαποφυγής δυσχεραίνει την χρηματοδότηση των δημοσίων αγαθών χωρίς τα οποία μια σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να ανθίσει».