Ο Ρίτσαρντ Μαρς έπαθε εγκεφαλικό στις 20 Μαΐου του 2009. Είχε περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση και οι γιατροί ήθελαν να τον αποσυνδέσουν από το μηχάνημα υποστήριξης. Ο Ρίτσαρντ όμως άκουγε την κάθε τους λέξη, ανήμπορος να αντιδράσει. Τρία χρόνια μετά, έχοντας επανέλθει κατά 95%, μιλάει για πρώτη φορά δημόσια για τη συγκλονιστική εμπειρία του.
Ο 60χρονος πρώην αστυνομικός και δάσκαλος Ρίτσαρντ Μαρς, δύο ημέρες αφότου επανέκτησε τις αισθήσεις του μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη κι ενώ βρισκόταν ακόμη στο νοσοκομείο, άκουγε – μη μπορώντας να αντιδράσει – τους γιατρούς να ρωτούν τη σύζυγό του εάν επιθυμεί να τον αποσυνδέσουν από το μηχάνημα υποστήριξης ζωής. Οι γιατροί πίστευαν ότι είχε περιέλθει σε κατάσταση φυτού, δίχως επίγνωση και συναίσθηση εξωτερικών ερεθισμάτων.
Ο Μαρς όμως είχε πλήρη επίγνωση. «Είχα πλήρη επίγνωση», δήλωσε. «Όμως είχαν παραλύσει σχεδόν όλοι οι γραμμωτοί μύες του σώματός μου. Μπορούσα μόνο να ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Παραδόξως, δε θυμάμαι να αισθάνθηκα ποτέ φοβισμένος. Ήξερα ότι είχα το 100% των νοητικών μου ικανοτήτων. Μπορούσα να σκεφτώ, να ακούσω και να παρακολουθήσω συζητήσεις αλλά δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω ούτε να κινηθώ. Οι γιατροί μιλούσαν από πάνω μου σα να μην υπήρχα στο χώρο. Ήθελα τόσο πολύ να φωνάξω: «E! Είμαι κι εγώ εδώ!», αλλά δεν μπορούσα».
Συγκινημένος, θυμάται τη γυναίκα του Λίλι να λέει στους γιατρούς να μην τον αποσυνδέσουν από τα μηχανήματα. «Οι γιατροί έλεγαν στη Λίλι ότι οι πιθανότητες να ζήσω ήταν 2% και ότι, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, θα ήμουν φυτό. Άκουγα τη συζήτηση και μέσα μου ούρλιαζα «Όχι!»».
Το σύνδρομο εγκλεισμού ή αποκλεισμού (locked-in syndrome) συναντάται περίπου στο 1% των ατόμων που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Πρόκειται για σπάνια πάθηση, κατά την οποία ο ασθενής έχει πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας, δεν μπορεί όμως να αντιδράσει ή να επικοινωνήσει λεκτικά, λόγω παράλυσης των γραμμωτών μυών του σώματος.
Οι πάσχοντες από το σύνδρομο εγκλεισμού μπορούν να επικοινωνήσουν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους, τα οποία συνήθως δεν επηρεάζονται από την παράλυση. Η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο ασθενής δεν επιδέχεται ιατρικής παρέμβασης και είναι εξαιρετικά σπάνιο να επανέλθει.
Τρεις μέρες μετά το εγκεφαλικό, ένας γιατρός τον εξέτασε, πιστεύοντας ότι υπήρχε ενδεχόμενο να επανέλθει. Προς μεγάλη ανακούφιση της οικογένειάς του και των γιατρών του, ο Μαρς κατάφερε να επικοινωνήσει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του.
Όταν ερωτήθηκε για το τι πιστεύει σχετικά με τον υποβοηθούμενο θάνατο, ο Μαρς δήλωσε ότι δεν έχει άποψη. Αρκέστηκε στο εξής σχόλιο: «Κατανοώ την απόγνωση και το πώς μπορεί να φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο».
Το τελευταίο διάστημα ασχολείται με τη συγγραφή ενός βιβλίου, το οποίο ευελπιστεί να αποτελέσει πηγή ελπίδας αλλά και ενημέρωσης για τους πάσχοντες από το σύνδρομο εγκλεισμού και τις οικογένειές τους.
«Είναι μία φρικτή κατάσταση, αλλά δεν πρέπει να χάνει κανείς τις ελπίδες του. Πρέπει να συνεχίσεις να ελπίζεις», προσέθεσε.