Πολλοί πάμπτωχοι γονείς στην Ινδία παραδίδουν στο έλεος των δουλεμπόρων τα παιδιά τους για αντίτιμο ακόμη μικρότερο και από 14 ευρώ. Μια ινδική ομάδα ακτιβιστών, η Buchpan Bachao Andolan («Κίνημα για τη διάσωση των παιδιών»), έχει αναλάβει την πρωτοβουλία να πολεμήσει με όποιον τρόπο μπορεί αυτή τη μάστιγα που εξαπλώνεται στη χώρα όπου περίπου 200.000 παιδιά γίνονται σκλάβοι κάθε χρόνο.
Παρόλο που δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, υπολογίζεται ότι αυτήν τη στιγμή μόνο στην πρωτεύουσα, το Νέο Δελχί, «εργάζονται» περίπου μισό εκατομμύριο παιδιά, τα περισσότερα από τα οποία μάλιστα είναι κάτω των 14 ετών. Οι δουλέμποροι, που δρουν σε οργανωμένο κύκλωμα, απαγάγουν, παραπλανούν ή αγοράζουν τα παιδιά από τις οικογένειές τους για ελάχιστα χρήματα.
Πρόσφατα, ύστερα από σειρά πιέσεων και πορείες που πραγματοποιήθηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας κατά της εκμετάλλευσης των παιδιών, ο υπουργός Εργασίας της Ινδίας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νομοθεσία για την απαγόρευση και ποινικοποίηση της παιδικής εργασίας.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Γκουρσαράν Καούρ, σύζυγος του πρωθυπουργού Μανμοχάν Σινγκ, οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται στην ίδια την ινδική κοινωνία και οικογένεια, που δεν καταδικάζουν – αλλά αντιθέτως θεωρούν δεδομένη – την παιδική εργασία. Οπως υπογραμμίζει, θα πρέπει πρώτα από όλα «οι ίδιες οι οικογένειες να συνειδητοποιήσουν και να προασπιστούν τα δικαιώματα των παιδιών τους».
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση της οργάνωσης πραγματοποιήθηκε τον περασμένο μήνα, όταν οι ακτιβιστές πληροφορήθηκαν ότι πλήθος παιδιών επέβαιναν ασυνόδευτα σε τρένο από το Νεπάλ με προορισμό το Δελχί, και παρενέβησαν σταματώντας το τρένο και επιστρέφοντας τις επόμενες μέρες τα παιδιά στις οικογένειές τους.
Στους χώρους συνάντησης των παιδιών με τις οικογένειες στις πιο φτωχές περιοχές, κατέφθασαν σχεδόν αποκλειστικά μητέρες, πολλές από τις οποίες δεν έμοιαζαν να χαίρονται με την επιστροφή των παιδιών τους. Η Νεχάρ Κατούν, μητέρα του 10χρονου Ταχίρ, με μάτια μαυρισμένα από τις κακουχίες, απολογείται λέγοντας: «Δεν έχω άλλη επιλογή. Χρειάζομαι φάρμακα. Δουλεύω όλη μέρα. Δεν έχουμε χρήματα και φαγητό». Ο Ταχίρ ονειρεύεται να γίνει μηχανικός, αλλά παραδέχεται ότι πρέπει να δουλέψει για να κερδίσει χρήματα, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τα μικρότερα αδέρφια του.
Οι δουλέμποροι υπόσχονται στους γονείς ότι τα παιδιά θα κερδίζουν από 10 έως 40 ευρώ τον μήνα, ωστόσο οι μαρτυρίες παιδιών που έχουν ήδη συμπληρώσει έως και δύο χρόνια μακριά από το σπίτι τους αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα η αμοιβή στην καλύτερη περίπτωση – και αυτό όταν υπάρχει αμοιβή – είναι ελάχιστη.
Ο μικρός Πάπο Κουμάρ, επιβάτης του τρένου που σταμάτησε η οργάνωση των ακτιβιστών, έχει ήδη δουλέψει στο Δελχί για σχεδόν δύο χρόνια. Οταν έφυγε από το χωριό του φανταζόταν την πρωτεύουσα σαν άλλη Νέα Υόρκη, όπως την είχε δει στις ταινίες. Ονειρό του ήταν να ζήσει την περιπέτεια, να βγάλει χρήματα και να επιστρέψει στο σπίτι του. Από την πρώτη μέρα η ζωή του μετατράπηκε σε κόλαση: ήταν αναγκασμένος να δουλεύει σε ένα ραφείο 17 ώρες καθημερινά και να ζει ουσιαστικά φυλακισμένος σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλα 48 παιδιά. Η αμοιβή φυσικά δεν ήρθε ποτέ.
Το ίδιο οδυνηρή ήταν και η εμπειρία του μικρού Αζάμ, από το χωριό Μπασαγκόν στο Μπιχάρ, τη φτωχότερη περιοχή της Ινδίας με περισσότερους από τους μισούς κατοίκους να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οταν ο Αζάμ έγινε επτά ετών, η μητέρα του αποφάσισε ότι είχε έρθει ο καιρός να αρχίσει να δουλεύει. Ετσι, βρέθηκε στο Δελχί να ζει σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο μαζί με άλλα πέντε παιδιά και να δουλεύει σε εργοστάσιο πλαστικών κάθε μέρα από τις 9 το πρωί έως τις 10 το βράδυ, περιμένοντας να πληρωθεί για να μπορέσει να επιστρέψει στο χωριό του. Μάλιστα, μερικές φορές σκέφτηκε να αποδράσει, αλλά δεν το τόλμησε: «Ο άντρας που με έφερε στο Δελχί είχε τη συγκατάβαση της μητέρας μου, κι επομένως δεν θα μπορούσα να γυρίσω πίσω».