Ο Μιτ Ρόμνεϊ είναι ο αντίπαλος του Μπαράκ Ομπάμα στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου και οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν μάχη στήθος με στήθος – όχι μόνο στις ψήφους αλλά και στα… λεφτά!

Σύμφωνα με στοιχεία του ανεξάρτητου ερευνητικού κέντρου Center for Responsive Politics, το οποίο παρακολουθεί τη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών, το συνολικό κόστος των εκλογών του Νοεμβρίου (για την προεδρία, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία) θα ανέλθει στα 5,8 δισ. δολάρια – ξεπερνώντας το ετήσιο ΑΕΠ του Μαλάουι – σημειώνοντας αύξηση της τάξεως του 7% σε σχέση με το 2008.

Καταιγισμός πολιτικών διαφημίσεων φαίνεται να «πλήττει» τα swing states, τις αμφιταλαντευόμενες πολιτείες, προκαλώντας τη δυσφορία ορισμένων ψηφοφόρων.

Αυτή τη φορά, τη μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζουν οι δαπάνες για τις εκλογές του Κογκρέσου.

Οι προεδρικές εκλογές υπολογίζεται ότι θα στοιχίσουν περί τα 2,5 δισ. δολάρια, δηλαδή λίγο λιγότερα από τα 2,9 δισ. δολάρια του 2008, όμως αυτή τη φορά μόνο ένα κόμμα – το Ρεπουμπλικανικό – διεξήγαγε προκριματικές εκλογές για ανάδειξη υποψηφίου.

Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο Μάικλ Φραντζ, ειδικός στις πολιτικές διαφημίσεις, σε σχετικό αφιέρωμα του BBC, «ζούμε σε ξέφρενους ρυθμούς ανεξέλεγκτης κατανάλωσης με το κόστος των πολιτικών διαφημίσεων να έχει εκτοξευθεί στα ύψη».

Ωστόσο, σημειώνει ότι «τα ποσά που δαπανώνται εν όψει των εκλογών είναι σχετικά μικρά σε σχέση, παραδείγματος χάριν, με αυτά που δαπανώνται για στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν», ενώ προσθέτει χαριτολογώντας: «πέρσι οι Αμερικανοί ξόδεψαν πάνω από 7 δισ. δολάρια σε πατατάκια. Δεν αξίζει ο Πλανητάρχης τουλάχιστον τα ίδια;»

Ο παράγοντας που μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση των δαπανών είναι οι σχετικά νεότευκτες αλλά ήδη διαβόητες επιτροπές συγκέντρωσης πόρων για προεκλογικές εκστρατείες, οι Super PACs, οι οποίες μπορούν να δαπανήσουν απεριόριστα χρηματικά ποσά για πολιτικές διαφημίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τα προσφέρουν απευθείας στους υποψηφίους.

Οι δωρεές εταιρειών και ενώσεων για πολιτικούς σκοπούς χαρακτηρίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2010 ως μία νέα, συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή ελεύθερης πολιτικής έκφρασης!

Οι ΗΠΑ διαθέτουν σύστημα δημόσιων επιχορηγήσεων προς τα κόμματα, σχεδιασμένο να οριοθετεί τις εκλογικές δαπάνες, όμως κανένας από τους δύο υποψηφίους δεν δέχτηκε να λάβει κρατική επιχορήγηση, προκειμένου ακριβώς να διατηρήσει πλήρη ελευθερία στην…ιδιωτική χρηματοδότησή του.

Ο Ομπάμα ήταν ο πρώτος υποψήφιος πρόεδρος που δεν δέχτηκε κρατική επιχορήγηση και πολλοί ειδικοί ισχυρίζονται ότι τα επιπλέον χρήματα που ξόδεψε τις τελευταίες εβδομάδες της καμπάνιας του 2008 συνέβαλαν καθοριστικά στην επικράτησή του επί του ανταγωνιστή του Τζον Μακέιν.

Υπάρχει όμως και μία σχολή σκέψης που θέλει τις πολιτικές διαφημίσεις και τις προεκλογικές εκστρατείες να έχουν μικρότερη σημασία από όση νομίζουμε.

Ακόμη και ένα μικρό ποσοστό επιρροής μπορεί ωστόσο να καθορίσει το εκλογικό αποτέλεσμα. «Οι διαφημίσεις δεν προσπαθούν απλώς να επηρεάσουν τους αναποφάσιστους», δηλώνει στο BBC η Καθλίν Τζέιμισον, διευθύντρια του Κέντρου Δημόσιας Πολιτικής του Aνενμπεργκ και συγγραφέας του βιβλίου «Packaging the Presidency» (Συσκευάζοντας την Προεδρία).

«Ως επί το πλείστον προσπαθούν να κινητοποιήσουν την εκλογική τους βάση. Τα χρήματα παίζουν μεγάλο ρόλο. Είναι σαν να παραιτείσαι από τις εκλογές εάν σταματήσεις τις διαφημίσεις», προσθέτει.