Η μεγαλύτερη σε αριθμό συμμετεχόντων κρατών – περίπου 60 – διήμερη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ που αρχίζει σήμερα στο Σικάγο δεν πρόκειται να δώσει τίποτε περισσότερο από ένα «άρωμα» επιτυχίας στα σχέδια της Συμμαχίας από το «2020 και πέρα» και μία ευκαιρία στον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να επιβεβαιώσει τη θέση του ως ηγέτης του δυτικού κόσμου και να το εκμεταλλευθεί στον προεκλογικό του αγώνα.

Με την οικονομική κρίση και με τη διεθνή αβεβαιότητα που υπάρχει, όπως ήταν επόμενο, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιδρούν στις προτροπές να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να γεμίσουν τα ελλειμματικά ταμεία της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ετσι διευρύνθηκε το χάσμα στο ΝΑΤΟ. Από τους πρώτους η Βρετανία, που μείωσε την εισφορά της στα 110 εκατ. δολάρια. Η Γαλλία πιστεύεται ότι θα ακολουθήσει – ήδη η εκλογή του «άγνωστου» Φρανσουά Ολάντ στη γαλλική προεδρία προκαλεί ερωτήματα για την εν γένει στάση του στα σχέδια του ΝΑΤΟ και πηγές του Πενταγώνου διαμαρτύρονται επειδή «πολιτικοί παράγοντες απειλούν να περιπλέξουν την ικανότητα του ΝΑΤΟ να εξασφαλίσει συμφωνία σε θέματα-«κλειδιά», ιδιαίτερα της αντιπυραυλικής ασπίδας».

Ο Λευκός Οίκος, σε μια προσπάθεια να δώσει στη διάσκεψη ιδιαίτερο «μεγαλείο», έχει προσκαλέσει χώρες οι οποίες δεν μετέχουν στο ΝΑΤΟ, αλλά θεωρούνται «φιλικές στις πολιτικές του», όπως τη Σαουδική Αραβία, την Ιαπωνία κ.ά. Εξασφάλισε επίσης την έγκριση των άλλων 27 κρατών-μελών της Συμμαχίας ώστε η διακήρυξη που θα εκδοθεί αύριο Δευτέρα να βεβαιώνει ότι «όλα τα κράτη-μέλη της συμφωνούν με την τακτική και τη στρατηγική της». Ωστόσο, μια τέτοια διακήρυξη δεν μπορεί να καλύψει την πραγματικότητα. Οτι δηλαδή οι διαφορές απόψεων μεταξύ των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ στα κύρια θέματα που το απασχολούν σήμερα έχουν διογκωθεί σε σημείο που οι «New York Times», (16/5), να μιλούν για «δραματική διάσκεψη».
Η Διάσκεψη Κορυφής στο Σικάγο θα καθορίσει τις αρχές και την πολιτική του ΝΑΤΟ στη βάση των αποφάσεων της Διάσκεψης της Λισαβόνας (Νοέμβριος 2010) και θα ασχοληθεί με τρία κυρίως θέματα.
Πρώτον, την πολιτική του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν κατά και μετά την αποχώρηση των νατοϊκών δυνάμεων. Δεύτερον, την αντιπυραυλική ασπίδα και, τρίτον, την ενίσχυση των δεσμών του ΝΑΤΟ με τους λεγόμενους «συνεταίρους» του στον κόσμο.
Στο θέμα του Αφγανιστάν, που στην ουσία περιορίζεται στο ποιος πληρώνει και πόσο, μόνο η Βρετανία υποστηρίζει τις επίσημες θέσεις του ΝΑΤΟ (δηλαδή της Αμερικής). Η αντιπυραυλική ασπίδα εξακολουθεί να βρίσκεται στα σκαριά. Οσο για τους «συνεταίρους» του ΝΑΤΟ, εκτός από την Αυστραλία και τη Νότια Κορέα δεν φαίνεται να έχουν εκδηλώσει άλλες χώρες το ανάλογο ενδιαφέρον. Θέματα όπως της Λιβύης, το Σκοπιανό κ.ά. ίσως συζητηθούν επιλεκτικά στα παρασκήνια.
Ούτε η πολιτική ηγεσία του ΝΑΤΟ ούτε η Ουάσιγκτον αγνοούν το χάσμα που υπάρχει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και των άλλων συμμάχων σε ό,τι αφορά γενικώς την πολιτική και τις θέσεις της Συμμαχίας, ιδιαίτερα όμως το αμυντικό – οικονομικό πρόβλημά της. Η Ευρώπη συνολικά έχει μειώσει τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 20% από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αυτό ενοχλεί την Ουάσιγκτον η οποία κατηγορεί τους Ευρωπαίους ότι «κάνουν πολύ λίγα», όπως λέει ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Αντερς Φογκ Ράσμουσεν. Ο οποίος σε τρία άρθρα του τους δύο τελευταίους μήνες «συγχαίρει» την Τουρκία, τη Ρουμανία, την Ολλανδία κ.ά. για τη «γενναία παρουσία» τους στα «συλλογικά προγράμματα παγκόσμιας ασφαλείας». Αλλοι σύμμαχοι όμως «εξακολουθούν να υστερούν» και γι’ αυτό καλούνται «να δείξουν τη συνεχή δέσμευσή τους ότι από κοινού θα σηκώσουν το (οικονομικό) βάρος που απαιτεί η ασφάλειά τους» (17/5).
Ο προϋπολογισμός
Η «μαύρη τρύπα» του Αφγανιστάν

Το Αφγανιστάν είναι το πιο επείγον και πιο περίπλοκο για όλους θέμα. Το μόνο βέβαιο για το Αφγανιστάν είναι ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αποχωρούν το 2014. Για όλες τις άλλες πτυχές του επικρατεί «πλήρης ρευστότητα». Η «στρατηγική συμφωνία» που υπέγραψαν τη νύχτα της Πρωτομαγιάς οι πρόεδροι Ομπάμα και Χαμίντ Καρζάι κάθε άλλο παρά την «εμπέδωση της ομαλότητας στη χώρα» εξασφαλίζει, όπως έδειξε το μπαράζ δολοφονιών κυβερνητικών αξιωματούχων, βομβιστικών επιθέσεων και άλλων αντινατοϊκών εκδηλώσεων που ακολούθησε.
Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των «28» και για το τι έχει επιτευχθεί στο Αφγανιστάν ως σήμερα με τα δισεκατομμύρια που έχουν δοθεί και για το πόσα ακόμη πρέπει να δοθούν. Προκαταβολικά, ακόμη και στην Ουάσιγκτον αναγνωρίζουν ότι «όσα κι αν δοθούν θα είναι χαμένα». Το μέγεθος της διαφθοράς είναι ασύμμετρο, επεσήμαναν την περασμένη Δευτέρα οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αναμένεται ωστόσο να ανακοινωθεί ότι συμφωνήθηκε τα κράτη-μέλη να καταβάλουν συνολικά 4,1 δισ. δολάρια τον χρόνο επί δέκα χρόνια. Οι ΗΠΑ δεσμεύονται να καταβάλουν το 60% του συνολικού ποσού. Τον περασμένο Ιανουάριο η κυβέρνηση Ομπάμα καθόρισε εντελώς αυθαίρετα το ποσό που πρέπει να καταβάλει κάθε κράτος-μέλος και έστειλε το σχετικό σημείωμα στους αποδέκτες.
Η Ελλάδα λόγω της κρίσης δεν έλαβε. Για τον Καναδά όρισε 125 εκατ. δολάρια, για τη Φινλανδία 20 εκατ. δολάρια, για τη Γαλλία και τη Βρετανία από 200 εκατ. δολάρια και για τη Σουηδία 40 εκατ. δολάρια. Στην Ουάσιγκτον αμφιβάλλουν αν καλυφθεί έστω το μισό του στόχου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ