Η ανάγκη ευρύτερων συνεργασιών στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση της επικρατούσας αντιευρωπαϊκής ατμόσφαιρας είναι απολύτως αναγκαία, τονίζει ο Έλιο ντι Ρούπο σε συνέντευξή του στους«Financial Times Deutschland» παραπέμποντας στην άνοδο εξτρεμιστικών δυνάμεων, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές.

Ερωτώμενος για την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης στην Ελλάδα παρά το ότι ο ίδιος στην διετή εμπειρία του στις προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης και δηλώνει ότι δεν έχει καμία διάθεση να παρέμβει στα εσωτερικά της χώρας. «Η Ελλάδα είναι μία ανεξάρτητη χώρα», τονίζει και προσθέτει ότι τα κόμματα πρέπει από μόνα τους να αποφασίσουν τον σχηματισμό κυβέρνησης. «Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να δείξουμε αυτοσυγκράτηση και να σταματήσουμε τις συμβουλές. Αντίθετα, πρέπει να δράσουμε έξυπνα. Θεωρούσαμε ότι η Ελλάδα με την βοήθειά μας και υπό μία μεταβατική κυβέρνηση ήταν σε καλό δρόμο για την έξοδό της από την κρίση, και τώρα οι πολίτες τα καταψήφισαν όλα αυτά. Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή για το σύνολο της ευρωζώνης» λέει.

Σε σχέση με την πρόθεση, εκ μέρους ελληνικών κομμάτων, για την αναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης, ο Βέλγος πολιτικός υποστηρίζει ότι αναμένει η νέα κυβέρνηση να συνεχίσει τα μέτρα περικοπών και λιτότητας, τα οποία άλλωστε η Ελλάδα έχει υπογράψει και διαπραγματευθεί. Αν όμως η νέα κυβέρνηση έρθει στις Βρυξέλλες με επιπρόσθετες προτάσεις, επί αυτών θα πρέπει να υπάρξει συζήτηση. Στις αρχές της εβδομάδος θα συνεδριάσουν οι υπουργοί οικονομικών στις Βρυξέλλες και εκεί θα φανεί τι έχει να πει η Ελλάδα. «Αφήστε να περιμένουμε να δούμε τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης», δηλώνει και, παίρνοντας αφορμή από τις δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στο Βέλγιο, προτρέπει να υπάρξει υπομονή, καθώς αυτές οι διαδικασίες παίρνουν χρόνο. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «στη Γερμανία διαβουλεύονται για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνήθως δύο κόμματα. Στο Βέλγιο συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις έξι, ενώ στην Ελλάδα τουλάχιστον τρία».

Ο ντι Ρούπο θεωρεί φυσιολογική την καταψήφιση των μεγάλων κομμάτων στην Ελλάδα, καθώς οι πολίτες είναι δυσαρεστημένοι με την προσωπική τους κατάσταση, την ανεργία, τις περικοπές μισθών κλπ., την ώρα που από τις Βρυξέλλες ζητώνται μέτρα που κάνουν την κατάσταση χειρότερη. Οι επενδυτές από την μεριά τους αποφεύγουν την χώρα, στην οποία επικρατεί η αβεβαιότητα. «Πρέπει να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο και να λάβουμε μέτρα, τα οποία θα συνδέουν ανάπτυξη και περικοπές, και θα είναι πειστικά για τις αγορές και τους πολίτες» δηλώνει. Αυτό όμως, κατά την γνώμη του είναι ακόμα δυσκολότερο μετά τις εκλογές, καθώς τα ακραία κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς απορρίπτουν κάθε μορφής μεταρρύθμιση.

Ο ίδιος προειδοποιεί ότι, όποιος με ευκολία ομιλεί υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη «διαπράττει μεγάλο λάθος», με δεδομένο ότι η αποχώρηση θα έχει συνέπειες για όλους, ακόμα και για τις μεγάλες τράπεζες στην Γερμανία, την Γαλλία και σε άλλες χώρες. Είναι ντροπή οι πλούσιες χώρες του Βορρά της Ευρώπης να φέρονται σαν να πρέπει απλώς να πετάξουν τα χρήματά τους στους τεμπέληδες Νοτιοευρωπαίους. Το αντίθετο ακριβώς έχει συμβεί, καθώς στην Ελλάδα έγιναν επί πολλά χρόνια επικερδείς συμφωνίες και υπήρξαν σημαντικά οφέλη. Τώρα οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι θέλουν να διώξουν από την ευρωζώνη την Ελλάδα, μία χώρα στην οποία βρίσκονται τα σύνορα του κοινού νομισματικού χώρου. Ο ντι Ρούπο τονίζει ότι αυτή είναι μία απόφαση την οποία μόνον οι ίδιοι οι Έλληνες μπορούν να λάβουν. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ληφθεί μία απόφαση που να μην έχει δραματικές συνέπειες για την Ελλάδα και την Ευρώπη.

Σε σχέση με την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στην Γαλλία, ο πρωθυπουργός του Βελγίου θεωρεί ότι θα συμβάλει στην απομάκρυνση της συζήτησης από την λιτότητα αποκλειστικά στον συνδυασμό λιτότητας και ανάπτυξης και λαμβάνει θέση υπέρ του ευρω-ομολόγου, της ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με κεφάλαια και της ΕΚΤ με αρμοδιότητες. Θεωρεί ότι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο θα χρειαστεί να συμπληρωθεί και με αναπτυξιακούς στόχους και δεν απαντά ξεκάθαρα σχετικά με το αν συμφωνεί με την τοποθέτηση του γερμανού υπουργού οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην θέση του επικεφαλής του Eurogroup.