Το 55% όσων ψήφισαν τον Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία δεν το έκαναν γιατί τον προτιμούσαν από τους υπόλοιπους υποψηφίους για την προεδρία αλλά για να ηττηθεί ο Νικολά Σαρκοζί. Επειδή η «σαρκοφοβία», δηλαδή η βαθιά αντιπάθεια για τον απερχόμενο πρόεδρο, είχε τόσο μεγάλες διαστάσεις, ο νέος Σοσιαλιστής πρόεδρος δεν χρειάστηκε να δώσει μεγάλο αγώνα για να εκλεγεί.
Γι’ αυτό ο Ολάντ απέφυγε τις μεγαλοστομίες και τις υπερβολικές υποσχέσεις στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ακόμη και οι κορυφαίες από τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις του έχουν πολλά «ψιλά γράμματα».
Για παράδειγμα, οι 60.000 εκπαιδευτικοί που ανακοίνωσε ότι θα προσληφθούν θα προκύψουν από μετατάξεις από άλλους τομείς του Δημοσίου. Ομοίως, υποσχέθηκε ότι θα επαναφέρει το όριο συνταξιοδότησης στα 60 – από τα 62 που το είχε αυξήσει ο Σαρκοζί – όμως η επαναφορά θα αφορά μόνον όσους έχουν συμπληρώσει 41 χρόνια εργασίας, δηλαδή ελάχιστους Γάλλους.
Ακόμη και την δέσμευσή του να επαναδιαπραγματευτεί το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας εξετάζεται υπό αυτό το πρίσμα από τον διεθνή Τύπο. Ο Τζάστιν Βάις, οικονομολόγος από το Brookings Institution, τονίζει ότι η επαναδιαπραγμάτευση που υπόσχεται ο Ολάντ θα επικεντρωθεί στην προσθήκη προβλέψεων για την ανάπτυξη και όχι στην αλλαγή των ήδη συμφωνημένων για την δημοσιονομική πειθαρχία.
«Μια από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Ολάντ είναι να πείσει τις αγορές ότι μπορεί να χαράξει μια δημοσιονομικά υπεύθυνη πορεία και να επαναφέρει την ανταγωνιστικότητα της γαλλικής οικονομίας», λέει ο Βάις μιλώντας στο CNN. «Αυτό με την σειρά του εξαρτάται από μια άλλη πρόκληση που αντιμετωπίζει: να επιτύχει μια νέα γαλλογερμανική και στη συνέχεια πανευρωπαϊκή συναίνεση για την κρίση στην ευρωζώνη».
Η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ εξοργίστηκε όταν ο Ολάντ ανακοίνωσε τον Δεκέμβριο ότι σκόπευε να επαναδιαπραγματευτεί το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας. Εφθασε μάλιστα στο σημείο να αρνηθεί να τον συναντήσει στο Βερολίνο – πόλη την οποία είθισται να επισκέπτονται οι υποψήφιοι για την γαλλική προεδρία.
«Όμως τις τελευταίες εβδομάδες, το τοπίο άλλαξε ριζικά», συνεχίζει ο Βάις. «Δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες είναι σήμερα σε ύφεση και οι ηγέτες της Ιταλίας και της Ισπανίας έχουν ζητήσει να αντισταθμιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα με αναπτυξιακά μέτρα. Η νέα αυτή «αναπτυξιακή συναίνεση» περιλαμβάνει ακόμη και τον Μάριο Ντράγκι, πρόεδρο της ΕΚΤ».
Το κορυφαίο ερώτημα που απασχολεί τους ευρωπαίους ηγέτες είναι πώς να πάρει μπροστά η οικονομία χωρίς να διευρυνθεί το έλλειμμα. Ο Ολάντ έχει προτάσεις στις οποίες διαφαίνεται ένα περιθώριο συμβιβασμού με τη Μέρκελ που δεν επιθυμεί να απομονωθεί εντός της ΕΕ.
«Θα μπορούσε να πάρει την μορφή μιας προσθήκης στο σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας προκειμένου αυτή να γίνει πιο αποδεκτή, ιδίως από την γερμανική σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση της οποίας οι ψήφοι είναι απαραίτητες για να επικυρωθεί», λέει.
Σε μακροχρόνιο επίπεδο, κυρίως μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2012, ο Βάις εκτιμά ότι πολλά θα εξαρτηθούν από το όραμα που έχει ο Ολάντ για την Γαλλία και την Ευρώπη. «Μια ενδιαφέρουσα πρόγευση για το τι μας περιμένει έρχεται από τον Ζακ Ντελόρ. Το 1983, ως υπουργός Οικονομίας, έπεισε τον Φρανσουά Μιτεράν να παραμείνει στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα με τίμημα την βαθιά ύφεση. Και μεταξύ 1985 και 1995, ως πρόεδρος της ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήταν από τους εισηγητές της ενιαίας αγοράς. Ενας από τους προστατευόμενούς του δεν ήταν άλλος από τον Ολάντ».