Ζει αποµονωµένη σε µια αριστοκρατική έπαυλη στο Λονδίνο και εµφανίζεται δηµοσίως σπάνια εξαιτίας της νόσου Αλτσχάιµερ από την οποία πάσχει. Κι όµως τον τελευταίο καιρό η Μάργκαρετ Θάτσερ έχει διχάσει τη Βρετανία. Με αφορµή τη συζήτηση για το κατά πόσο θα πρέπει ή όχι να κηδευτεί δηµοσία δαπάνη και την ταινία «Η Σιδηρά Κυρία», µε πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ, η πρώην πρωθυπουργός φιγουράρει σε αφίσες, σε εφηµερίδες, στην τηλεόραση και στις οµιλίες των πολιτικών. Νέα «θατσερ-µανία» σπεύδουν να διακρίνουν πολλοί. Η αιτία δεν είναι τόσο απλή: 22 χρόνια αφότου αποχώρησε από την εξουσία, πολλοί ισχυρίζονται ότι η πολιτική και οικονοµική κληρονοµιά της όχι µόνο αντιστέκεται στον χρόνο αλλά έχει βρει και «άξιους» συνεχιστές στην παρούσα δεξιά κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάµερον.Η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν έχει χάσει την ικανότητά της να διχάζει και να παθιάζει. Εκτενή δηµοσιεύµατα για το θετικό ή αρνητικό κληροδότηµά της στη βρετανική πολιτική ζωή και κοινωνία κάνουν παντού την εµφάνισή τους, η αριστερή Μέριλ Στριπ εξυµνεί την ισχυρή προσωπικότητα της πρώην πρωθυπουργού, ενώ η περίφηµη τσάντα της Asprey πουλήθηκε πέρυσι σε πλειστηριασµό για φιλανθρωπικούς σκοπούς έναντι 30.000 ευρώ. Η µανία όµως έχει φθάσει ως την άλλη πλευρά του Ατλαντικού: η επίδοξη υποψήφια του Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος για την αµερικανική προεδρία Μισέλ Μπάκµαν εµφανίστηκε σε τηλεοπτική διαφήµιση ως η «Σιδηρά Κυρία» της Αµερικής.
Την ίδια ώρα, παρ’ όλο που η Θάτσερ ζει ακόµη, στη Βρετανία µαίνεται ο διάλογος για το αν θα πρέπει όταν πεθάνει να κηδευτεί δηµοσία δαπάνη – µια τιµή που προβλέπεται αποκλειστικά για τα µέλη της βασιλικής οικογενείας και εξαίρεση έχει αποτελέσει στο παρελθόν µόνο ο Γουίνστον Τσόρτσιλ.
Στη Βόρεια Αγγλία, στην Ουαλλία, στη Σκωτία, περιοχές που επλήγησαν ιδιαίτερα από τις ιδιωτικοποιήσεις της Θάτσερ, πολλοί σε µια τέτοια περίπτωση πρόθυµα θα διαδήλωναν την ηµέρα της κηδείας της. Οι Συντηρητικοί οπαδοί της είναι µάλλον ικανοποιηµένοι µε το «κίνηµα» αποκατάστασης της φήµης της. Λένε ότι από το 1979 ως το 1990 εκσυγχρόνισε τη χώρα, αποκατέστησε την οικονοµική ανάπτυξη και υπήρξε η καλύτερη βρετανίδα πρωθυπουργός µετά τον Τσόρτσιλ. Οι πολέµιοί της υποστηρίζουν ότι τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Η µέση ανάπτυξη στη «θατσερική» δεκαετία του 1980 ανερχόταν στο 2,4%, ακριβώς η ίδια µε την ασθενή οικονοµικά δεκαετία του 1970. Αυτή η πολιτικός «γονάτισε» τα εργατικά σωµατεία και διέλυσε τη βιοµηχανία άνθρακα βυθίζοντας στην ανεργία και στη φτώχεια ολόκληρες πόλεις. Επέβαλε ανάλγητα µέτρα λιτότητας, κυρίως όµως απορρύθµισε τη λειτουργία του χρηµατοπιστωτικού τοµέα και του Σίτι θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για την οικονοµική κρίση που έπληξε τη Βρετανία περίπου δύο δεκαετίες αργότερα.
Στις ηµέρες µας το βρετανικό τοπίο µοιάζει πολύ µε εκείνο των αρχών της δεκαετίας του 1980: σχεδόν µηδενική ανάπτυξη, υψηλά ποσοστά ανεργίας, πληθωρισµός, δηµοσιονοµική λιτότητα, περικοπές κοινωνικών παροχών, σηµαντικές ιδιωτικοποιήσεις, ευρωσκεπτικισµός και λαϊκή οργή.
Μακρινός διάδοχος της Σιδηράς Κυρίας, ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάµερον δηλώνει «θαυµαστής της Θάτσερ αλλά όχι θατσερικός». Εκεί που η Θάτσερ υποστήριζε προκλητικά ότι «αυτό που αποκαλούµε κοινωνία δεν υπάρχει», ο νυν πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι «η κοινωνία υπάρχει, απλώς δεν είναι το ίδιο πράγµα µε το κράτος».
Ο πολιτικός αναλυτής και αρχισυντάκτης πολιτικού διαδικτυακού περιοδικού Ιαν Νταντ µιλάει στο «Βήµα» για το κληροδότηµα της Θάτσερ και υποστηρίζει ότι η Βρετανία ζει ακόµη στη σκιά της.
Συνεχίζει η Μάργκαρετ Θάτσερ να διχάζει στις ημέρες μας; «Ναι, ίσως περισσότερο από ό,τι κατά τη δεκαετία του 1980 που βρισκόταν στην εξουσία, διότι τώρα η οικονοµία αποτελεί µείζον πολιτικό πρόβληµα. Κι όταν όµως η βρετανική οικονοµία βρισκόταν σε άνοδο, το κληροδότηµα της Θάτσερ παρέµενε βαθιά πολωτικό. Η Θάτσερ υπήρξε µια πολύ βιτριολική και “επιθετική” πρωθυπουργός. Εφτασε στο σηµείο να αποκαλέσει τους µεταλλωρύχους απεργούς “εσωτερικό εχθρό”, σε αντίθεση µε τον εξωτερικό εχθρό που ήταν οι κοµµουνιστές. Ενας τέτοιος χαρακτηρισµός της εργατικής τάξης από µια πρωθυπουργό δεν µπορεί ποτέ να ξεχαστεί ή συγχωρηθεί. Η Θάτσερ θα παραµένει το ίδιο αµφιλεγόµενη και σε 30 χρόνια».
Τι μένει από το κληροδότημα της Θάτσερ;
«Τα πάντα. ∆ιαµόρφωσε πλήρως τη σηµερινή Βρετανία. Οταν ανήλθε στην εξουσία ο Τόνι Μπλερ των Εργατικών το 1997, κυβέρνησε ως κεντρώος, δεν ετίθετο όµως πλέον ζήτηµα περιορισµού των ελεύθερων αγορών. Για εκείνον το ζήτηµα ήταν απλώς πώς να χρησιµοποιήσει την ελεύθερη αγορά για την ανακατανοµή του πλούτου. Ακόµη και τώρα που η βαριά οικονοµική κρίση γεννά συζητήσεις για την αποτυχία του καπιταλισµού, αυτό συµβαίνει σε εθνικό επίπεδο αλλά όχι σε κυβερνητικό».
Η κυβέρνηση Κάμερον λειτουργεί σύμφωνα με τις θατσερικές διδαχές; «Αυτό ισχύει, αλλά ως έναν βαθµό. Σε ζητήµατα που δεν αφορούν την οικονοµία η παρούσα κυβέρνηση δεν είναι θατσερική. Για παράδειγµα, ο Κάµερον τάχθηκε υπέρ των γάµων των γκέι, πράγµα που η Θάτσερ δεν θα επέτρεπε ποτέ. Στην οικονοµία η πολιτική τους προσοµοιάζει, όµως οι σηµερινοί Συντηρητικοί πολιτικοί έχουν µάθει από τα χοντρά επικοινωνιακά λάθη της Θάτσερ. Η ουσία του φιλελευθερισµού παραµένει ίδια, απλά ο τρόπος που “πλασάρεται” είναι διαφορετικός».
Με χαρακτηριστική αίσθηση βρετανικού χιούμορ 24.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει κείμενο ζητώντας η κηδεία της να χρηματοδοτηθεί από τον ιδιωτικό τομέα «ώστε να εξασφαλιστεί η καλύτερη αξία και η καλύτερη επιλογή για τον καταναλωτή και τους συμμετέχοντες…».
Ως πρωθυπουργός η Θάτσερ αποκάλεσε «τρομοκράτη» τον Νέλσον Μαντέλα, υπερασπίστηκε τον χιλιανό δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ, ανέβασε τους τόνους στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και εξαπέλυσε βαριά οπλισμένους αστυνομικούς ενάντια σε απεργούς και μετανάστες.
Αντιδρούσε στην ΕΟΚ, αύξησε τα επιτόκια στο 15%, φορολόγησε τους ιδιοκτήτες σπιτιών σύμφωνα με τον αριθμό των ατόμων που διέμεναν σε αυτά, δεν δεχόταν καμία άποψη αντίθετη στον νεοφιλελευθερισμό και έριξε τη δημοτικότητά της στο ναδίρ. Παραιτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1990.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ