Στις 27 Οκτωβρίου 1912 η Θεσσαλονίκη παραδόθηκεστον ελληνικό στρατό. Την επόµενη ηµέρα ο διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε θριαµβευτικά στην πόλη, επικεφαλής των ελληνικών στρατευµάτων. Ο πόλεµος εναντίον της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας από τους βαλκάνιους συµµάχους (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο) είχε κηρυχθεί µόλις πριναπό περίπου τρεις εβδοµάδες, στις 5 Οκτωβρίου. Υστερα από πολλές διακυµάνσεις, κρίσεις και διπλωµατικές αµφιταλαντεύσεις, το περίφηµο «Ανατολικό Ζήτηµα» γύρω από την τύχη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας θα λυνότανµε τα όπλα, στα πεδία των µαχών.
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι ξαναχάραξαν τον χάρτη τηςΒαλκανικής Χερσονήσου. Τότε ιδρύθηκε το ανεξάρτητο αλβανικό κράτος. Η Σερβία προσάρτησε το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ και µέρος της Μακεδονίας. Ενα άλλο µέρος της απέκτησε εξάλλου η Βουλγαρία (την ονοµάζει Μακεδονία τουΠιρίν), ενώ η Ρουµανία πήρε τη Νότια ∆οβρουτσά. Για την Ελλάδα οιΒαλκανικοί Πόλεµοι υπήρξαν το µεγαλύτεροπολεµικό έπος µετά την Ελληνική Επανάσταση.
Υστερα από περίπου έναν αιώνα αλυτρωτικών οραµάτων και συνακόλουθων απογοητεύσεων, οι ελληνικές νίκες στους Βαλκανικούς Πολέµους αποτέλεσαν την πρώτη πραγµάτωση της Μεγάλης Ιδέας, µε κατάκτησηµάλιστα και όχι µε παραχώρηση όπως το 1881, και ενίσχυσαν την εθνική αυτοπεποίθηση. Για τους δυτικούςπαρατηρητές ωστόσο οι Βαλκανικοί Πόλεµοι χαρακτηρίστηκαν από αγριότητες και ωµότητες που οδήγησαν στην ταύτιση της περιοχής µε το στερεότυπο της ενδηµικής βίας. Από τότε, κάθε παράγωγο των Βαλκανίων παρέπεµπε στην εντός της Ευρώπης βαρβαρότητα. Τι οδήγησε λοιπόν στη βαλκανική σύρραξη του 1912-13; Πώς βλέπουµε σήµερα, εκατό χρόνια µετά, τους Βαλκανικούς Πολέµους και πώς τους ερµηνεύουµε; Ποιες ήταν επίσης οι συνέπειές τους για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη; Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι είχανπροετοιµαστεί πολύ νωρίτερα, µέσα από την άνοδο των αντίπαλωνβαλκανικών εθνικισµών καιτη σταδιακή παρακµή της πολυεθνικής Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Οι ευρωπαϊκές δυνάµεις είχαν ακολουθήσει σταθερά, από τις αρχές του 19ου αιώνα, την πολιτική της διατήρησης του status quo στη Γηραιά Ηπειρο ώστε να αποφευχθεί ένας ευρωπαϊκός πόλεµος. Ο διπλωµατικός ανταγωνισµός µεταξύ τους για την κυριαρχία στα οθωµανικάεδάφη ταλαντευόταν ανάµεσα σε δύο εναλλακτικές λύσεις του λεγόµενου «Ανατολικού Ζητήµατος»: τη διατήρηση ή τον διαµελισµό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο οι ιστορικές εξελίξεις δεν ήταν εφικτό να ελεγχθούν.Η µεγαλύτερη ανατολική κρίση του1875-1878 έληξε µε το Συνέδριοτου Βερολίνου, όταν έγιναν ανεξάρτητα κράτηη Σερβία, η Ρουµανία και το Μαυροβούνιο.
Τότε εξάλλου αποφασίστηκε και η προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και της Αρτας,παρ’ όλο που η χώρα δεν είχε µετάσχει σε πολεµικές επιχειρήσεις (1881). Η αντίστροφη µέτρηση για τα ευρωπαϊκά εδάφητης Οθωµανικής Αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει.
Το ελληνικό βασίλειο «ασφυκτιούσε» µέσα στα στενά του σύνορα. Ιδρυµένο από το 1830 στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, σχεδίαζε την εδαφική του επέκταση προς τα βόρεια ως µοναδικός κληρονόµος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η Μεγάλη Ιδέα, παρά τα πολλά της πρόσωπα και τις διαφορετικές εκδοχές της, ήταν πρωτίστως ένα αλυτρωτικό σχέδιο. Παρόµοιες «µεγάλες ιδέες» δεν θα αργήσουν εξάλλου να επεξεργαστούν και τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη, διεκδικώντας οθωµανικά εδάφη. Σχεδόν αναπόφευκτα, τα επεκτατικά βαλκανικά σχέδια αλληλοεπικαλύπτονταν στον χάρτη και προοιωνίζονταν την τελική σύγκρουση.
Εν τούτοις οι αλυτρωτικές βλέψεις της Ελλάδας είχαν καταρρεύσει στον ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897. Στην αρχή του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα υπήρχε µια διάχυτη αίσθηση αποτελµάτωσης. Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιµα – και άλυτα – ζητήµατα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, το ανερχόµενο κοινωνικό ζήτηµα σε συνδυασµό µε την οικονοµική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, ∆ιεθνής Οικονοµικός Ελεγχος) επέτεινε ένα γενικευµένο κλίµα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κοµµάτων, του Στέµµατος και της Αυλής. Αποκορύφωση της κρίσης υπήρξε το στρατιωτικό κίνηµα στο Γουδί το 1909, το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης για µια σειρά επαναστατικών αλλαγών. Το γεγονός ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος κάλεσε έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία. Με την ηγεσία του Βενιζέλου θα πραγµατοποιηθεί και ο αστικός εκσυγχρονισµός και ένα µεγάλο µέρος των αλυτρωτικών οραµάτων. Στο τέλος των Βαλκανικών Πολέµων, θα έχει αυξηθεί κατά 80% ο πληθυσµός και κατά 90% η έκταση του ελληνικού κράτους.
Η ελληνική νίκη στους Βαλκανικούς οφειλόταν βεβαίως στηνεπένδυση πουείχε γίνειστον στρατό και στον στόλο τα προηγούµενα χρόνια.
Παρά τοναριθµητικά µικρόστρατό ξηράς που παρέταξε η Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1912 (µόλις 120.000 άνδρες), κατόρθωσε να προελάσει γρήγορα, εξαιτίας και του γεγονότος ότι το νότιοµέτωπο ήταν χαµηλής προτεραιότητας για την οθωµανική στρα τιωτική διοίκηση σεσχέση µετο µέτωπο της Θράκης, όπου πολεµούσε η Βουλγαρία. Καθοριστικής σηµασίας ήταν εξάλλου οι νίκες του ελληνικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο, όπου πρωταγωνιστούσαν το θωρηκτό «Αβέρωφ» και ο υποναύαρχος Π. Κουντουριώτης. Με το τέλος τουΑ’ Βαλκανικού Πολέµου, που επικύρωσε η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913),η Ελλάδαείχε κατακτήσει την Ηπειρο, µεγάλο µέρος της Μακεδονίας καιτα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.Η Κρήτηεπίσης µπορούσε πλέον ναενωθεί µε την Ελλάδα. Εν τούτοις ο πόλεµος δεν είχε τελειώσει.
Στις 16 Ιουνίου του 1913 η Βουλγαρία επιτέθηκε εναντίον των σερβικών και τωνελληνικών δυνάµεων. Η «Πρωσία της Ανατολής», όπως τηνονόµαζαντότε, ήταν δυσαρεστηµέ νη από την ουσιαστική απώλεια της Μακεδονίας, η οποία αποτελού σε κεντρικό στόχο των βουλγαρικ ών αλυτρωτικών οραµάτων. Στον Β’ Βαλκανικό Πόλεµο απέναντι στη Βουλγαρίαθα παραταχθούν όλοιοι παλιοίτης σύµµαχοι, µαζί τώραµε την Οθωµανική Αυτοκρατορία καιτη Ρουµανία.
Ενώ λοιπόν η βαλκανική σύρραξη είχε αρχικά ξεκινήσει– καιπαρουσιασ τεί –ως ένας αγώνας ανάµεσα στα χριστιανικά έθνη καιστη µουσουλµανική Οθωµανική Αυτο κρατορία, στην πορεία ο πολιτικός πραγµατισµός ανέτρεψε τις αναµενόµενε ς συµµαχίες καιη Ελλάδα βρέθηκε να πολεµά στο πλευρό της ΟθωµανικήςΑυτοκρατορίας εναντίον της Βουλγαρίας. Ο νέος πόλεµος κράτησε µόλις έναν µήνα, ήταν όµως πολύ αγριότερος καιπιο αιµατηρός από τον προηγούµενο. Χωριά ολόκληρα κάηκαν µαζί µε τους άµαχους κατοίκους τους, αιχµάλωτοι εκτελέστηκαν, δεκάδες χιλιάδες έγιναν πρόσφυγες, πρακτικές εθνοκάθαρση ς ακολουθήθηκαν µε έναν φανατισµό που προκάλεσε βαθιά τραύµατα στους πληθυσµούς των εµπόλεµων περιοχώνκαι στιγµάτισε ταΒαλκάνια απέναντι στη ∆υτική Ευρώπη. Η Βουλγαρία πλήρωσε τον τυχοδιωκτισµό των ηγετών της µε πλήρη κατάρρευση. Με επέµβαση των ευρωπαϊκών δυνάµεων, ο πόλεµος τελείωσε µε τηνυπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913).
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι δηµιούργησαν νέα δεδοµένα στηΒαλκανική Χερσόνησο. Η Οθωµανική Αυτοκρατορία είχε κυριολεκτικά ακρωτηριαστεί, ενώ η Βουλγαρία αναγκάστηκε να συµβιβαστεί µε την απόκτηση της ∆υτικής Θράκης. Νικήτριες του πολέµου ήταν η Ελλάδα και η Σερβία, που είχαν αυξήσει εντυπωσιακά τα εδάφη τους. Εν τούτοις οι Βαλκανικοί Πόλεµοιάφησαναρκετές εδαφικές εκκρεµότητες,γιατίοι µεγαλοϊδεατ ισµοίπαρέµεναν σεµικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό ανικανοποίητοι. Το στοιχείο αυτό καθόρισε την πολιτικήτων βαλκανικών κρατών ως το ξέσπασµα του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, ο οποίος ξεκίνησε άλλωστε σταΒαλκάνια µόλις έναν χρόνο µετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέµου.Οι νικητές των Βαλκανικών συντάχθηκανµε τις δυνάµεις της Αντάντ, ενώοι ηττηµένοι µε τιςΚεντρικές ∆υνάµεις.
Στην Ελλάδα, οι νίκες των Βαλκανικών Πολέμων επισκιάστηκαν από τον Διχασμό που ακολούθησε ανάμεσα στον Βενιζέλο και στον Κωνσταντίνο και εν τέλει από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Γι’ αυτόν τον λόγο παρατηρείται η παραδοξότητα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι να μην αποτελούν αυτοδύναμο ή αυτοτελές γεγονός για τη μετέπειτα ελληνική ιστοριογραφία, αλλά να εντάσσονται ως ένα επεισόδιο σε μια μακρά σειρά γεγονότων που ξεκινά με την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και καταλήγει στη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.
Στην πορεία που οδηγεί από την πρώτη ήττα της Μεγάλης Ιδέας στην οριστική της ήττα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι εγγράφηκαν ως η στιγμή της ευφορίας. Στην ουσία όμως εγκαινίασαν μια περίοδο δεκαετούς πολεμικής δοκιμασίας, που το τραγικό τέλος της επισκίασε την επική της έναρξη. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδοτούν την τελική φάση αποσύνθεσης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών προς όφελος των εθνών-κρατών.
Την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακολούθησαν, τα αμέσως επόμενα χρόνια, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Αυστροουγγαρία. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είχε αλλάξει μόνο ο χάρτης των Βαλκανίων αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ