Βραζιλία δεν είναι µόνο σάµπα, µπάλα, απέραντη φτώχεια και απελπισία στη φαβέλα. Είναι και µια νέα οικονοµική υπερδύναµη για τον 21ο αιώνα. Για πρώτη φορά εφέτος το ΑΕΠ αναµένεται να ανέλθει στα 2,5 τρισ. δολάρια, µέγεθος που της χαρίζει τη θέση της έκτης µεγαλύτερης οικονοµίας στον κόσµο, εκεί όπου µέχρι πρότινος «καθόταν» αναπαυτικά η Βρετανία, πίσω µόνο από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Γερµανία και τη Γαλλία. Και όλα αυτά για µια χώρα που, παρά το τεράστιο µέγεθος, τον πληθυσµό των 200 εκατοµµυρίων ανθρώπων και τον γεωφυσικό πλούτο της, ως τη δεκαετία του ’90 δεν ήταν παρά άλλη µία λατινοαµερικανική οικονοµία σε παρακµή και µια κοινωνία µε χάσµα ανισοτήτων τόσο πλατύ που έµοιαζε καταδικασµένη. Πώς και γιατί έγινε το θαύµα; Ισως επειδή τώρα το πρόσηµο είναι θετικό για µια µεσαία τάξη µε διευρυµένη βάση, βιοτικό επίπεδο και αγοραστική δύναµη που αυξάνεται για έναν στους δύο Βραζιλιάνους.
Από το 2002, όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος ο πρώην εργάτης ορυχείων Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα, η ανάπτυξη συνδυάστηκε µε δυναµική κοινωνική πολιτική µε στόχο να γίνει η οικονοµία καθρέφτης µιας κοινωνίας που δουλεύει και αφήνει πίσω της αργά αλλά σταθερά πείνα και ακραία φτώχεια.
Τα αποτελέσµατα έχουν αρχίσει να φαίνονται. Την περίοδο 2003-2011 κινητήρια δύναµη για την ανάπτυξη έγιναν τα περίπου 40 εκατοµµύρια Βραζιλιάνοι που ξέφυγαν και εντάχθηκαν στη µεσαία τάξη µε οικογενειακό εισόδηµα ως 3.230 δολάρια τον χρόνο. Από τότε δηµιουργήθηκαν 15 εκατ. νέες θέσεις εργασίας, το χρηµατιστήριο εξαπλασίασε την αξία του, η οικονοµία αναπτύχθηκε µε ρυθµούς διπλάσιους από την προηγούµενη οκταετία και ο πληθωρισµός υποχώρησε κατά ένα τρίτο. Το εισόδηµα των πολύ φτωχών αυξήθηκε κατά 68% και των πολύ πλουσίων κατά 10%.
Στα βήµατα του Λούλα, η διάδοχος πρόεδρος Ντίλµα Ρουσέφ εγκαινίασε τον Ιούνιο το πρόγραµµα «Βραζιλία χωρίς φτώχεια» µε στόχο να εξαλείψει ως το 2014 την απόλυτη ανέχεια που µαστίζει ακόµη 16 εκατοµµύρια ανθρώπους.
Ενας στους τέσσερις ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ενα εκατοµµύριο παιδιά δουλεύουν για το µεροκάµατο σε άθλιες συνθήκες.
«Εκατοµµύρια άνθρωποι δεν ζουν – απλώς επιβιώνουν, χωρίς δουλειά, µέσα στη βία και στο έγκληµα. Πρέπει να γίνουν ακόµη πολλά, πάρα πολλά, αλλά είµαστε στον σωστό δρόµο» µας λέει ο Ρεϊνάλντο Γκονσάλβες, καθηγητής Οικονοµικών στο Οµοσπονδιακό Πανεπιστήµιο του Ρίο ντε Τζανέιρο (UFRJ).
Αιχµή του δόρατος έχουν γίνει προγράµµατα κοινωνικής πρόνοιας όπως το «Zero Hunger» («Μηδενική Πείνα») και το «Bolsa Familia», το οποίο στηρίζει το 30% του πληθυσµού. Συνδυάζουν ασφάλεια σε τροφή, πρόσβαση σε εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας και µέτρα για την ενθάρρυνση της τοπικής ανάπτυξης, µέσω της εργασίας, ιδίως στις αγροτικές περιοχές.
Η Βραζιλία είναι µία από τις πρώτες χώρες που αύξησε την φορολογία για τέτοια «ανταποδοτικά επιδόµατα». Αντίθετα από την Κίνα, η Βραζιλία είναι δηµοκρατία, κάτι πολύ πιο ελκυστικό για τους επενδυτές. Και αντίθετα από τις οικονοµίες του Βορείου Ηµισφαιρίου, δεν την ακούµπησε ούτε η κρίση µε τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ ούτε η καταστροφή χρέους της ευρωζώνης.
Με παραγωγή ίση µε τα δύο τρίτα της Λατινικής Αµερικής, κέρδισε πολλά από τη ραγδαία αύξηση στις τιµές του πετρελαίου, των αγροτικών προϊόντων και των µεταλλευµάτων.
Η ενεργειακή αυτάρκεια και µια σκληρή βιοµηχανία που παράγει από βιοκαύσιµα ως πυρηνικά υποβρύχια την οδήγησαν µέσα σε µια 20ετία στην πρώτη δεκάδα των υπερδυνάµεων του κόσµου.
Σειρά πολυεθνικών κολοσσών, όπου συµµετέχουν βραζιλιανικά ιδιωτικά και κρατικά κεφάλαια, ανταγωνίζονται στα ίσα τις πιο σηµαντικές επιχειρήσεις του κόσµου: η Vale do Rio Doce είναι η πρώτη σε µεταλλεύµατα σιδήρου, η Petrobras τέταρτη πετρελαϊκή στον κόσµο και πέµπτη σε αξία παγκοσµίως, η Embraer τρίτη αεροναυτική, πίσω από την Boeing και την Airbus.
Ολα επιβεβαιώνουν την τεκτονική αλλαγή στον παγκόσµιο οικονοµικό χάρτη υπέρ των αναδυόµενων BRICs (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Πολλοί εκτιµούν ότι το 2020 οι παραδοσιακά πιο πλούσιες χώρες του G7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερµανία, Ηνωµένο Βασίλειο, Ιταλία, Καναδάς, Γαλλία) θα έχουν ισότιµο οικονοµικό βάρος µε αυτό των επτά αναδυοµένων (Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Ρωσία, Μεξικό, Ινδονησία και Τουρκία).
«Η πρόοδος είναι εντυπωσιακή, αλλά έκτη µεγαλύτερη οικονοµία δεν σηµαίνει βέβαια και έκτη πλουσιότερη χώρα. Πενήντα εκατοµµύρια Βραζιλιάνοι ζουν ακόµη πολύ κάτω από τα όρια της φτώχειας» λέει στο «Βήµα» ο Αλµπέρτο Κάρλος Αλµέιντα, του Ινστιτούτου Αναλύσεων για την Οικονοµία (Instituto Analise), στο Σαν Πάολο. Οι Βραζιλιάνοι λένε, µε υπερηφάνεια, ότι κερδίζουν ευρωπαϊκές χώρες στο ποδόσφαιρο εδώ και πολύ καιρό. Αλλά να τις κερδίζουν και στην οικονοµία; Αυτό είναι νέο φαινόµενο. Πώς το εξηγεί;
«Το οικονοµικό θαύµα δεν έγινε τυχαία. Βασίστηκε στη δηµιουργία µιας µεσαίας τάξης, αυτή ήταν ο κινητήρας της ανάπτυξης. Αρχισε να καταναλώνει και δεν στηρίχτηκε σε στεγανά, σαν αυτά που κυριαρχούν στις περισσότερες οικονοµίες. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι το πώς η χώρα έγινε µια από τις µεγαλύτερες γεωργι κές δυνάµεις του κόσµου, χωρίς να συνδέσει την παραγωγή µε πακτωλό κρατικών επιχορηγήσεων, συνταγή που εφαρµόζεται στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ». Πιστεύει ότι η άνοδος στη θέση που κατείχε η Βρετανία είναι µέρος µιας ευρύτερης τάσης: της µεγάλης µετατόπισης του κέντρου βάρους από τις δυτικές οικονοµίες προς τις ανερχόµενες, οι οποίες παράγουν ζωτικά αγαθά, όπως τρόφιµα και ενέργεια.
«Η Βραζιλία συγκαταλέγεται πλέον στις µεγάλες εξαγωγικές δυνάµεις του κόσµου: τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τον Καναδά, την Αυστραλία. Επιπλέον, δεν εξαρτάται από εισαγωγές στην ενέργεια. Μέσα στην επόµενη δεκαετία θα είναι ανάµεσα στις πέντε χώρες µε τα µεγαλύτερα αποθέµατα πετρελαίου και ουρανίου». Μεγάλο µέρος αυτής της οικονοµικής ανάπτυξης οφείλεται στους υψηλούς φόρους που έχουν επιβάλει οι κυβερνήσεις της τελευταίας 10ετίας. Η Βραζιλία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φορολόγησης στον κόσµο, το οποίο γεµίζει τα κρατικά ταµεία.
Είναι βέβαια και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης του Λούλα – και τώρα της Ρουσέφ – να κάνουν επιτέλους κάτι, κυρίως µε κοινωνικά προγράµµατα, για να µειωθεί το χάσµα της ανισότητας.
Αλλά οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι κάνουν ακόµη σαν να µη βλέπουν τις στρατιές που λιµοκτονούν, χωρίς να µπορούν να καλύψουν ούτε τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες. «Οι περισσότερες πόλεις κρύβουν στα προάστια το θέαµα των παραγκουπόλεων, όπου εκατοµµύρια άνθρωποι ζουν στοιβαγµένοι κάτω από τσίγκινες στέγες, χωρίς νερό, ηλεκτρικό και αποχέτευση».
Μεγαλύτερη σε έκταση και πολυπληθέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, με 203 εκατ. κατοίκους, η Βραζιλία αναρριχήθηκε για πρώτη φορά στην έκτη θέση της κατάταξης με τις μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως. Το τοπ 10 των ισχυρών: ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βραζιλία, Βρετανία, Ιταλία, Ρωσία και Ινδία.
Κοινωνικά προγράμματα που έβγαλαν από τη φτώχεια 40 εκατ. Βραζιλιάνους είναι ο πυλώνας της ανάπτυξης.
Αυτή η νέα μεσαία τάξη – ιδίως τα πιο χαμηλά στρώματα – αύξησε τις καταναλωτικές δαπάνες της κατά 500% μεταξύ 2002 και 2010. Η ανάπτυξη προβλέπεται να πέσει από το 7,5% εφέτος στο 3,6% το 2012 λόγω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Με εμπορικούς εταίρους τεράστιες αγορές όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, οι εξαγωγές, κυρίως βιομηχανικά προϊόντα, σιδηρομεταλλεύματα, καφές, πορτοκάλια και άλλα αγροτικά προϊόντα, έφτασαν στα 202 δισ. δολάρια το 2010. Ατού είναι και η ενεργειακή αυτάρκεια: η Βραζιλία θα είναι ως το 2020 μέσα στις πρώτες πέντε χώρες σε αποθέματα πετρελαίου.
Η Βραζιλία ετοιμάζεται πυρετωδώς να φιλοξενήσει το Μουντιάλ το 2014 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2016, δύο αθλητικές διοργανώσεις παγκόσμιας εμβέλειας, που είναι βέβαιον ότι θα δημιουργήσουν μεγάλες εργασιακές και επενδυτικές ευκαιρίες στους τομείς των υποδομών και των υπηρεσιών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ