Περισσότερα από 957 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τις πλημμύρες, ανακοίνωσε το Γραφείο Πολιτικής Προστασίας (OCD) την Τρίτη, και ακόμη 800 αγνοούνται.
Μαζική ταφή για τους εκατοντάδες νεκρούς από την τροπική καταιγίδα Ουάσι οργανώθηκε στο νησί Μιντανάο.
Οι Αρχές βιάζονται να θάψουν τις σορούς, επειδή βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Οι υγειονομικές αρχές αναφέρουν ότι οι νεκροί ενταφιάζονται αφού πρώτα τοποθετηθεί σε αυτούς σημάδι για μελλοντική αναγνώριση.
Η θάλασσα εξακολουθεί να ξεβράζει σορούς, ενώ στρατιώτες και διασώστες πραγματοποιούν επιχείρηση διάσωσης, ωστόσο ακόμα δεν έχουν μεταβεί σε απομακρυσμένες περιοχές, από τις οποίες πέρασε η καταιγίδα.
Έντονες επικρίσεις δέχονται οι Αρχές για τις προειδοποιήσεις τις οποίες εξέδωσαν πριν από την καταιγίδα και οι οποίες, σύμφωνα με τους κατοίκους, δεν τους είχαν προετοιμάσει ότι το πέρασμα της τροπικής καταιγίδας Ουάσι θα ήταν τόσο καταστροφικό.
Οι περισσότεροι νεκροί καταγράφηκαν στην πόλη Καγκαγιάν ντε Ορο των νοτίων Φιλιππίνων (579) και 279 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη γειτονική πόλη Ιλιγκαν, δήλωσε ο επικεφαλής του OCD, Μπενίτο Ράμος.
Ο πρόεδρος της χώρας Μπενίνιο Ακίνο επισκέφθηκε τις δύο πόλεις και δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνηση θα βοηθήσει τα θύματα της καταστροφής με όλους τους πόρους που διαθέτει.
Ο ίδιος ανακοίνωσε ότι περίπου 8,6 εκατ. δολάρια θα διατεθούν για τη στέγαση όσων έχασαν τα σπίτια τους, για την αποκατάσταση εργοστασίων, για την παροχή φαρμάκων και για την εγκατάσταση συστήματος προειδοποίησης πλημμυρών.
Ο Ακίνο ζήτησε επίσης από τους τοπικούς αξιωματούχους να εξαντλήσουν κάθε διαθέσιμο μέσο ώστε να βρεθούν οι αγνοούμενοι.
Από την πλευρά του, ο Ράμος τόνισε ότι το OCD λαμβάνει συγκεχυμένες πληροφορίες από τις τοπικές αρχές, τα συνεργεία διάσωσης και τους κατοίκους των περιοχών που έχουν πληγεί.«Εχουμε χάσει τον λογαριασμό», είπε χαρακτηριστικά.
Κυβέρνηση και οργανώσεις αρωγής διανέμουν νερό, τρόφιμα και φάρμακα σε περισσότερους από 330.000 ανθρώπους που έχουν μείνει άστεγοι. Περίπου 43.000 από αυτούς ζουν σε άθλια κέντρα υποδοχής, χωρίς τις βασικές υποδομές, αναγκάζοντάς τους να ζητιανεύουν φαγητό στους δρόμους.