Επιθέσεις στα χαρακώµατα, ενέδρες, συζητήσεις µε τον Φιντέλ Κάστρο, σύντροφοι που σκοτώθηκαν στη µάχη, αλλά και αµφιβολίες, συχνά µια ειρωνική θεώρηση των πραγµάτων και κάποιες φορές θυµός… Το νέο, ανέκδοτο ως τώρα, ηµερολόγιο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που δηµοσιεύθηκε προσφάτως στην Κούβα µε τίτλο «Ηµερολόγιο ενός µαχητή», όπως ακριβώς το είχε ονοµάσει και ο ίδιος, παρέχει µια πολύ προσωπική και «ακατέργαστη» µατιά στα γεγονότα που µεσολάβησαν από την ηµέρα της άφιξής του στην Κούβα, στις 2 ∆εκεµβρίου 1956, ως το τέλος του 1958 – µόνο λίγες εβδοµάδες πριν από την ανατροπή του στρατηγού Φουλχένσιο Μπατίστα – και περιγράφει πώς ο γιατρός µετετράπη σε αντάρτη. Χρειάστηκαν δεκαετίες ολόκληρες για να συγκεντρωθούν τα χειρόγραφα τετράδια του Τσε, αλλά και ένα τεράστιο διάστηµα επώδυνα κοπιαστικής δουλειάς για να αποκρυπτογραφηθεί ο ιδιαίτερα δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας που είχε αναπτύξει ως γιατρός. Στόχος της έκδοσης, που έγινε από τη χήρα του Αλέιδα Μαρτς, ήταν «να φανεί το έργο του, οι σκέψεις του και η ζωή του, ώστε να τον γνωρίσουν οι Κουβανοί και ολόκληρος ο κόσµος και να σταµατήσουν πια να διαστρεβλώνουν τα πράγµατα». Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε επελέγη η επιµέλεια των χειρογράφων να είναι ελάχιστη: βρίθουν ορθογραφικών λαθών και µικροανακριβειών, οι οποίες οφείλονται στις λίγες γνώσεις που είχε ο Τσε για την Κούβα προτού την επισκεφθεί.
Στην πραγµατικότητα πρόκειται για το πρωτόλειο υλικό που χρησίµευσε στον Τσε ως χειρόγραφο για να γράψει «Το ηµερολόγιο ενός επαναστατικού πολέµου (1956-1959)», το οποίο όµως αντλεί τη δύναµή του από το γεγονός ότι αποτελεί µια άµεση, ακριβή και δηµοσιογραφική µαρτυρία για την εκστρατεία στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Ο Κοµαντάντε εµφανίζεται συχνά ειρωνικός, κάποιες φορές δυσαρεστηµένος ή επικριτικός, πάντοτε όµως ψύχραιµος και ευθύς.
Στις 303 σελίδες αυτού του ηµερολογίου υπάρχουν αφηγήσεις για την απόβασή του στην Κούβα, µαζί µε τους Φιντέλ και Ραούλ Κάστρο, αλλά και άλλους κουβανούς επαναστάτες, µε το γιοτ «Granma», για το βάπτισµα του πυρός που πήρε τελικά ο Τσε, ως την αργοπορηµένη µετάβασή του από απλό γιατρό σε µάχιµο µέλος των «µπαρµπούδος». Ο λόγος γι’ αυτή την καθυστέρηση φαίνεται να υπήρξε η περίπλοκη σχέση του µε τον Φιντέλ, ο οποίος αρχικά διατηρούσε τις επιφυλάξεις του απέναντί του ως πολεµιστή – µάλιστα ο Ραούλ φαίνεται να ήταν εκείνος που έπεισε τον αδελφό του να συµπεριλάβει τον «Αργεντινό» στους επιβαίνοντες του «Granma».
Στην αρχή του ηµερολογίου του ο Τσε εµφανίζεται να παραπονείται για τη διανοµή των όπλων, δεδοµένου ότι σε εκείνον «λάχαιναν» πάντοτε τα λιγότερο αποτελεσµατι κά. Επειτα από τέσσερις µήνες στη Σιέρα Μαέστρα ο Ραούλ προτείνει τελικά στον Φιντέλ να προαχθεί ο Τσε από «γιατρό σε πολιτικό κοµισάριο», ωστόσο «ο Φιντέλ είναι αντίθετος σε αυτό».
Εκτός από τις πολεµικές ανταποκρίσεις, από την αφήγησή του δεν λείπουν και τα κωµικά επεισόδια, όπως όταν διηγείται πώς γλίτωσε από εχθρικά πυρά. «Ετρεξα τόσο γρήγορα όσο δεν είχα τρέξει ποτέ άλλοτε» αναφέρει.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που προκαλεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι ορισµένα περιστατικά µοιάζουν να έχουν λογοκριθεί – και µάλιστα αναίτια, δεδοµένου ότι η Αλέιδα Μαρτς είχε επιτρέψει κατά τη δεκαετία του 1990 στον αµερικανό δηµοσιογράφο Τζον Λι Αντερσον την πρόσβαση στο ηµερολόγιο του Τσε και εκείνος τα συµπεριέλαβε στη βιογραφία του Κοµαντάντε. Το πρώτο αφορά την εκτέλεση του Εουτίµιο Γκέρα, χωρικού που ενεργούσε ως οδηγός των ανταρτών αλλά αποδείχθηκε κατάσκοπος του Μπατίστα, και το δεύτερο ένα ειρωνικό σχόλιο του Τσε σε µια όµορφη νεαρή αντάρτισσα του κινήµατος της «26ης Ιουλίου».
«Η ενέδρα μας πήγε στραβά, εξαιτίας πολλών σοβαρών λαθών (…) ένας όλμος χτύπησε τον Ντανιέλ. Υπήρξε μια στιγμή σύγχυσης, έμεινε μόνος και πληγωμένος με τη μικρή του ομάδα, πέρασε του Χριστού τα πάθη ώσπου να ξεψυχήσει. Με τον Ρενέ Ράμος (σ.σ.: τον Ντανιέλ) μας χώριζαν βαθιές ιδεολογικές διαφορές. Ημασταν πολιτικοί εχθροί, όμως πέθανε στην πρώτη γραμμή εκπληρώνοντας το καθήκον του και όποιος πεθαίνει έτσι το κάνει επειδή νιώθει μια εσωτερική ώθηση – εγώ δεν του την αναγνώριζα και τώρα μετανιώνω».
«Οταν φθάσαμε στο σημείο της χθεσινής ενέδρας, μας βρήκε ένας από τους άνδρες μας ο οποίος έφερε μαζί του έναν κρατούμενο που, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν μυστικός αστυνομικός. Τίποτε το βέβαιο δεν προέκυψε από την ανάκριση. (…) Εχουμε πάρει θέση μάχης, όταν μας ενημερώνουν ότι όλα είναι ήσυχα και ότι συνελήφθησαν κατάσκοποι. Λίγο αργότερα έφθασαν οι κρατούμενοι, ένας λευκός και ένας μαύρος. Ο λευκός έκλαιγε γοερά. Ομολόγησαν ότι είχαν διαταγή να τριγυρίζουν για να μάθουν κάτι. Η δειλία τους δεν προκάλεσε οίκτο, αλλά αηδία και αποστροφή».
« Προελάσαμε όλοι, εκτός των διοικητών. Εκεί βρισκόταν ο Χουλίτο (σ.σ.: Ντίας), ο οποίος ακούμπησε σε έναν κορμό όταν τον πυροβόλησαν στο μάτι και πέθανε λίγο αργότερα. Ο γέρος Ελίτζιο Μεντόσα, ο πρακτικός της ζώνης, ρίχτηκε στη μάχη με μια καραμπίνα που του είχαν δώσει και τον βρήκε ένα βλήμα στην κοιλιά σκοτώνοντάς τον γρήγορα. Ο Χόρχε προχώρησε στην κεφαλή της διμοιρίας του, αλλά τον απώθησαν και αναγκάστηκε να βουτήξει στο νερό για να μην τον σκοτώσουν. Η “policia” όμως ήταν πίσω του και τελικά δεν γλίτωσε».
Η περίφηµη φωτογραφία του Τσε µε το βλέµµα στον ορίζοντα, µε τα ακατάστατα µαλλιά και τον µπερέ µε το κόκκινο αστέρι έχει αναπαραχθεί εκατοµµύρια φορές. Σε µπλουζάκια, σε αναµνηστικά και σε αµέτρητες αφίσες.
«Ηταν εύκολο να γίνει αντικείµενο µάρκετινγκ. Αντιπροσωπεύει ένα ιδανικό καθαρότητας, ήταν πνεύµα αδάµαστο, γεµάτος από επαναστατικό ανθρωπισµό, το πρότυπο του έντιµου ανθρώπου που διαρκώς τελειοποιεί την προσωπικότητά του. Επίσης, πέθανε νέος, στα 39 του χρόνια, και ήταν πολύ όµορφος…» έχει δηλώσει η κόρη του Αλέιδα Γκεβάρα.
∆εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και τα γραπτά του Γκεβάρα έχουν πάει πολύ καλά από εµπορικής απόψεως στο παρελθόν: τόσο το εγχειρίδιό του για τον «Ανταρτοπόλεµο», που εκδόθηκε το 1960, όσο και µια ξεχωριστή µαρτυρία του για την εκστρατεία στη Σιέρα Μαέστρα µε τίτλο «Το ηµερολόγιο ενός επαναστατικού πολέµου (1956-1959)». Οµοίως εξαιρετική υποδοχή είχαν το ηµερολόγιο της αποτυχηµένης εκστρατείας στη Βολιβία, όπου δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1967, καθώς και τα «Ηµερολόγια µοτοσικλέτας», τα αποµνηµονεύµατα του οδοιπορικού του στη Λατινική Αµερική σε ηλικία 23 ετών, έργο που µεταφέρθηκε στη µεγάλη οθόνη το 2004 από τον βραζιλιάνο σκηνοθέτη Βάλτερ Σάλες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ