Ενα νέο ντοκυμαντέρ έρχεται να φέρει στο φως μία από τις πλέον άγνωστες- και ανατριχιαστικές- πολιτικές του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη (1975-1979): τους εξαναγκαστικούς γάμους μεταξύ νεαρών κοριτσιών (και αγοριών) με πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης του αιμοσταγούς δικτάτορα Πολ Ποτ. Ο «κόκκινος γάμος» (noces rouge) βάζει βαθιά το δάχτυλο σε μια πληγή της κοινωνίας της χώρας που ακόμη δεν έχει επουλωθεί αναδεικνύοντας τις ιστορίες γυναικών που από μικρή ηλικία υποβλήθηκαν σε βιασμούς και βασανισμούς και έζησαν για χρόνια υπό τη μόνιμη απειλή της εκτέλεσης αν δεν «συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις» του καθεστώτος. Δύο μαυροντυμένοι στρατιώτες περπατάνε με βήμα καμαρωτό μέσα σε έναν ορυζώνα. Πλησιάζουν δύο νεαρά κορίτσια, που είναι δεν είναι 18 ετών. Τα συλλαμβάνουν και με συνοπτικές διαδικασίες τα οδηγούν μέσα σε ένα στρατιωτικό σιλό, όπου έπειτα από μερικά λεπτά θα γνωρίσουν- και θα παντρευτούν – τον μέλλοντα σύζυγό τους, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος των Ερυθρών Χμερ.
Αυτή ήταν μια καθημερινή, τυπική σκηνή σε μια οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη της Καμπότζης μεταξύ 1975 και 1979. Το σχέδιο του Πολ Ποτ ήταν να αυξήσει τον πληθυσμό της χώρας από τα 8 στα 20 εκατομμύρια μέσα στην επόμενη δεκαετία και ο τρόπος προκειμένου να επιτευχθεί αυτό ήταν σαφής: εξαναγκαστικοί γάμοι κοριτσιών 15-23 ετών με πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη της κυβέρνησής του. Ηταν τέτοια η «αφοσίωση» του ηγέτη των Χμερ στο σχέδιό του ώστε οι διαταγές του ήταν κατηγορηματικές: οι στρατιώτες που επέβλεπαν τον «γάμο» ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον και της «ένωσης» που θα επακολουθούσε. Αν η νύφη αρνιόταν να κάνει σεξ με τον «άντρα» που της είχε επιβληθεί, ένας στρατιώτης τη σημάδευε με το πολυβόλο του στο κεφάλι ώσπου εκείνη να δεχθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η σεξουαλική ολοκλήρωση του γάμου γινόταν μόνο με την παρουσία, έξω από το δωμάτιο του ζευγαριού, μαυροντυμένων στρατιωτών.
«Κανείς δεν μιλάει γι΄ αυτό το θέμα. Είναι ταμπού. Αν τολμήσεις κι ανοίξεις το στόμα σου δημοσίως και πεις κάτι σχετικό, κινδυνεύεις να αντιμετωπίσεις τη δημόσια κατακραυγή» λέει η Λίντα Τσαν, μία από τις δημιουργούς του ντοκυμαντέρ «Κόκκινος γάμος» που βγήκε στις αίθουσες της Καμπότζης πριν από μερικές εβδομάδες, με σκοπό να συμπέσει χρονικά με τη δίκη των τεσσάρων ηγετικών στελεχών των Ερυθρών Χμερ που κατηγορούνται για γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
«Πάνω από 250.000 άνθρωποι,κυρίως γυναίκες, εξαναγκάστηκαν να παντρευτούν έναν άγνωστο» συνεχίζει η κυρία Τσαν, επισημαίνοντας πως «μέχρι στιγμής μόλις 138 γυναίκες έχουν δεχθεί να καταθέσουν επωνύμως τη δική τους εμπειρία». «Ανάμεσα στα θύματα της πρωτοφανούς αυτής πρωτοβουλίας ήταν και πολλοί άντρεςπου εξαναγκάζονταν να παντρευτούν μια γυναίκα στέλεχος του καθεστώτος» προσθέτει με τη σειρά του ο δικηγόρος και επικεφαλής της Κίνησης Υπεράσπισης Πολιτών της Καμπότζης Ντουόνγκ Σαβόρν, καταλήγοντας πως «το ντοκυμαντέρ αυτό ρίχνει φως στο καθεστώς του Πολ Ποτ, ένα από τα πλέον ανατριχιαστικά της σύγχρονης ιστορίας». «Είναι ευτυχές το ότι πριν από μερικές εβδομάδες η ιστορική αυτή περίοδος μπήκε επιτέλους,ύστερα από πολλές πιέσεις,στη σχολική ύλη και πλέον θα διδάσκεται, με τις μελανότερες των περιγραφών,σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας» τονίζει ο δεύτερος σκηνοθέτης της ταινίας Γκιγιόμ Σουόν, προσθέτοντας ότι «η Καμπότζη είναι μια χώρα με μια δημογραφική ιδιομορφία:λόγω των γενοκτονιών των περασμένων 30 ετών,το 50% του πληθυσμού της χώρας είναι κάτω των 20 ετών.Ολοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι φυσικά δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες για το τι πραγματικά συνέβη τη δεκαετία του ΄70». Και καταλήγει με νόημα: «Αυτή η κατάσταση ελπίζουμε να αλλάξει με τη δημοσιότητα που έλαβε τις ημέρες αυτές η δίκη των τεσσάρων ηγετικών στελεχών του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ. Ευελπιστώ η νέα γενιά να θελήσει να “σκάψει” στο παρελθόν και να μάθει τις αγριότητες των παλιών μας ηγετών».
– Γιατί επιλέξατε να προβάλετε ένα τόσο ακανθώδες θέμα-ταμπού για τη χώρα σας; «Με τη συνεργάτιδά μου Λίντα Τσαν επιλέξαμε να δουλέψουμε επάνω στο ζήτημα αυτό όταν πριν από ενάμιση χρόνο αναγνωρίστηκαν οι εξαναγκαστικοί γάμοι ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επικεντρώσαμε επάνω στην ιστορία της κυρίας Σοκτσάν ώστε να μην πλατειάσουμε με πολλές διαφορετικές μαρτυρίες, οι οποίες, ούτως ή άλλως, είναι ελάχιστες. Λίγες είναι οι γυναίκες που δέχθηκαν να μας μιλήσουν ανοικτά για το θέμα αυτό, φοβούμενες την κατακραυγή των γειτόνων τους και του κοινωνικού τους περιγύρου, ειδικά από τη στιγμή που πολλές από αυτές συνεχίζουν να είναι παντρεμένες με τον άνθρωπο που αναγκάστηκαν να νυμφευθούν».
– Θεωρείτε ότι η ταινία σας θα καταφέρει να ρίξει λίγο περισσότερο φως επάνω σε μια ιστορική περίοδο της χώρας σας που είναι, το λιγότερο, αμφιλεγόμενη, αυτή του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ; «Εχουμε δείξει το ντοκυμαντέρ τέσσερις φορές σε σινεμά της Πνομ Πενχ, τόσο σε προβολές για χάρη του νεότερου ηλικιακά κοινού, όπως σε σχολεία, όσο και σε δημόσιες προβολές για όλες τις ηλικίες. Ανάμεσα στο κοινό βρίσκονταν σίγουρα και άνθρωποι που έχουν ζήσει κι αυτοί παρόμοιες εμπειρίες αλλά φοβούνται να το παραδεχθούν- το κατάλαβα παρατηρώντας τα δάκρυα στα πρόσωπα πολλών εξ αυτών μετά το τέλος της προβολής. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, θεωρώ ότι είναι η απροθυμία των μεσηλίκων να μιλήσουν γι΄ αυτό το θέμα. Κάποια στιγμή έγινε μια συζήτηση ανάμεσα σε μαθητές σχολείου και σε 50άρηδες που είχαν ζήσει την εμπειρία αυτή στο πετσί τους. Οι νέοι ρωτούσαν αν τα γεγονότα αυτά που περιγράφονται στο ντοκυμαντέρ συνέβησαν όντως, αλλά η γηραιότερη γενιά έδειχνε μια παροιμιώδη απροθυμία να μιλήσει ανοικτά και απαντούσε με μισόλογα».
– Ποιο είναι το πλέον απεχθές χαρακτηριστικό του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ; «Αν εξαιρέσουμε τις δολοφονίες και τη γενοκτονία, πιστεύω πως είναι το ζήτημα που αγγίζουμε με το ντοκυμαντέρ μας. Για τον λόγο αυτόν δεν χρειάστηκε να ψάξω και να βρω την πιο σοκαριστική ιστορία: η όλη υπόθεση από μόνη της προκαλεί ανατριχίλα. Γιατί ο όρος “γενοκτονία” για μένα δεν περικλείει μόνο δολοφονίες ανθρώπων αλλά και την εξόντωση συναισθημάτων, όπως ο πραγματικός έρωτας και η αγάπη. Και αυτό είναι που προσπάθησε να καταφέρει το καθεστώς του Πολ Ποτ: τη δημιουργία νέων οικογενειακών ηθών και εθίμων με σκοπό τη διάλυση του πιο συνεκτικού κοινωνικού δεσμού, αυτού της οικογένειας».
Μια νοσηρή πρωτοβουλία… αγνώστου πατρός: Οι δημιουργοί του ντοκυμαντέρ και ερευνητές της περιόδου αυτής δεν έχουν ακόμη καταφέρει να εντοπίσουν τον άνθρωπο που πήρε την πρωτοβουλία για τον «κόκκινο γάμο». Είναι όμως σίγουρο πως, όποιος κι αν έκανε την πρόταση, είχε σκοπό την επιβολή κρατικού ελέγχου επάνω στον θεσμό της οικογένειας.
Νύφη με το στανιό: Σύμφωνα με το ντοκυμαντέρ, κατά το χρονικό διάστημα 1975-1979 πάνω από το 90% των αγοριών και κοριτσιών της χώρας μεταξύ 15 και 23 ετών εξαναγκάστηκαν σε έστω έναν τέτοιον γάμο, χωρίς τη θέλησή τους, με ένα μέλος του καθεστώτος.
Ακολουθώντας τα βήματα του Χίτλερ και του Στάλιν: Μεταξύ 1975 και 1979 το μαοϊκό καθεστώς των Ερυθρών Χμερ του Πολ Ποτευθύνεται για τις εκτελέσεις περίπου δύο εκατομμυρίων Καμποτζιανών, δηλαδή το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας εκείνη την εποχή.
Η «συμμορία των 4»: Πριν από δύο εβδομάδες άρχισε στην Καμπότζη η δίκη τεσσάρων ηγετικών στελεχών των Ερυθρών Χμερ για γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στο εδώλιο κάθονται το Νο 2 στην ιεραρχία του καθεστώτοςΝουόν Τσέα (φωτογραφία δεξιά),ο «πρωθυπουργός» Χιέου Σαμφάν(φωτογραφία αριστερά), ο υπουργός ΕξωτερικώνΙένγκ Σάρικαι η σύζυγός του, υπουργός Κοινωνικών ΥποθέσεωνΙένγκ Τιρίτ.
Η σημαντικότερη δίκη των τελευταίων 70 ετών: «Είναι η σημαντικότερη δικαστική υπόθεση μετά τη Νυρεμβέργη» τόνισε ο επικεφαλής δικαστήςΑντριου Κέιλι,προσθέτοντας ότι«είναι η πιο σημαντική δίκη που θα γνωρίσει ποτέ το δικαστήριο που τελεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ»(σ.σ.: το ειδικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στην Καμπότζη τον Ιούλιο του 2006 υπό τον ΟΗΕ).
«Εχω καταδικαστεί να ζω μέσα στην ατιμία» λέει η ηρωίδα του ντοκυμαντέρ Πεν Σοκτσάν, η οποία στα 16 της χρόνια, το 1978, βρέθηκε παντρεμένη με έναν στρατιώτη των Ερυθρών Χμερ που δεν είχε δει ποτέ της. «Με πήραν από το χωράφι όπου μάζευα ρύζι και με πήγαν σε μια σκοτεινή αίθουσαμαζί με άλλα πέντε ζευγάρια. Η ομαδική τελετή έγινε γρήγορα, χωρίς καμία επισημότητα, παρουσία μόνο στρατιωτών των Χμερ που ήταν ντυμένοι στα μαύρα. Κατόπιν οδηγηθήκαμε σε ένα δωμάτιο, όπου ο άντρας μου με ξεπαρθένεψε μέσα σε πέντε λεπτά» σημειώνει η 48χρονη γυναίκα, η οποία δύο χρόνια μετά στάθηκε τυχερή μέσα στην ατυχία της, αφού ο «σύζυγός» της, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, τη χτυπούσε και τη βίαζε σχεδόν σε καθημερινή βάση, σκοτώθηκε σε μια μάχη. «Σιχαινόμουν τον εαυτό μου που με είχε αγγίξει αυτός ο άνθρωπος. Ξυπνούσα από τον ύπνο μου με σκέψεις να ακρωτηριάσω κάθε σημείο του κορμιού μου στο οποίο με είχε αγγίξει. Ωστόσοστάθηκα τυχερή επειδή τη δεκαετία του ΄80 κατάφερα και ξαναπαντρεύτηκα, από έρωτα αυτή τη φορά, και απέκτησα έξι παιδιά» συμπληρώνει η κυρία Σοκτσάν, η οποία εξακολουθεί να διαμένει στην ίδια περιοχή όπου έμενε και τότε και είναι αναγκασμένη να βλέπει καθημερινά τα πρόσωπα των ανθρώπων που την εξανάγκασαν να παντρευτεί. «Πήγα και τους βρήκα και τους είπα:“Δεν είστε εσείς πλέον αυτοί που ελέγχετε τη ζωή μου!”. Και από τότε είμαι λίγο πιο ευτυχισμένη» καταλήγει η Πεν.
«Το 1976 επέλεξαν εμένα και μερικά ακόμη κορίτσια από το χωριό μου και μας έβαλαν σε μια μεγάλη αίθουσαπου βρισκόταν σε μια στρατιωτική μονάδα» θυμάται η Φάλα Τσέι (ψευδώνυμο μιας 54χρονης γυναίκας η οποία δεν θέλησε να αποκαλύψει το πραγματικό της όνομα). «Οι αξιωματούχοι των Χμερ φώναζαν τυχαία ένα γυναικείο και ένα ανδρικό όνομακαι όποιος άκουγε το όνομά του πήγαινε στη μέση της αίθουσας και γνώριζε τον μελλοντικό σύζυγό του. Προτού μπω στο κτίριο ένας μαυροντυμένος άντρας μου είπε πως, αν αρνηθώ να παντρευτώ,θα αναγκάζονταν να μου κάνουν “επανεκπαίδευση”, που όλοι γνωρίζαμε πως σήμαινε “εκτέλεση”» θυμάται η 54χρονη γυναίκα, μία από τις ελάχιστες που τόλμησαν και μίλησαν ανοιχτά για το ζήτημα αυτό. «Την πρώτη νύχτα μαζί με τον “άντρα” μου δεν ξέραμε τι να κάνουμε,ήμα σταν απλώς δύο φοβισμένα παιδιά.Ακούγαμε τους στρατιώτες να κάνουν βόλτα έξω από το δωμάτιό μας ή να στήνουν αφτί προσπαθώντας να καταλάβουν αν κάναμε σεξαλλά εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, καθόμασταν ξαπλωμένοι σαν δύο αδελφάκια» συμπληρώνει η κυρία Τσέι, καταλήγοντας πως «το καθεστώς του Πολ Ποτ ήθελε να εξαφανίσει κάθε έννοια γαλήνιας οικογενειακής ζωής ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο επάνω στις ζωές μας. Ηθελε να μας πείσει πως πρέπει να εμπιστευόμαστε μόνο το κράτος».
«Μερικές μόλις εβδομάδες πριν από την απελευθέρωση της χώρας από τις δυνάμεις του στρατού του Βιετνάμδύο στρατιώτες ήρθαν στον ορυζώνα μου και με πήραν διά της βίας προκειμένου, όπως μου είπαν, να παντρευτώ μια γυναίκα που ήταν φίλα προσκείμενη στο καθεστώς» τονίζει ο 57χρονος Σιν Μπεν, ενθυμούμενος πως «αντίκρισα μια ανάπηρη γυναίκα, χωρίς κανέναν στον κόσμο να τη φροντίζει. Ενιωσα οίκτο και απέραντη λύπη γι΄ αυτήν και δέχθηκα να αναλάβω εγώ τη φροντίδα της για όσα χρόνια της απέμεναν. Είμαστε ως σήμερα μαζί και έχουμε έξι παιδιά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ξεχνάω ό,τι έχει γίνει. Απαιτώ ηθική ικανοποίηση για την πρωτόγνωρη καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων μας».
«Ημουν ένα 20χρονο κορίτσι που εργαζόταν στο χωράφιόταν μια μέρα ήρθαν και με πήραν με τη βία τρεις άντρες ντυμένοι στα μαύρα» θυμάται η Σον Ταν, από την επαρχία Καντάλ. «Απλώς τους ακολούθησα φοβισμένη.Τι άλλο να έκανα άλλωστε; Αν δεν πήγαινα μαζί τους, θα με σκότωναν και θα πετούσαν το πτώμα μου στο διπλανό χωράφι». Η 58χρονη γυναίκα κάθε φορά που θυμάται τις στιγμές εκείνες «κλαίω με λυγμούς. Μας πήραν ό,τι είχαμε και μαζί την αξιοπρέπειά μας.Είναι εύκολο,νομίζετε,να μιλάω γι΄ αυτά τα πράγματα; Να θυμάμαι πως έπρεπε να πάω με έναν άντρα υπό την απειλή του θανάτου να επικρέμαται πάνω από το κεφάλι μου;».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ