Σοβαρές ενδείξεις ότι δύο σκελετοί που βρέθηκαν στη βόρειο Ιταλία ανήκουν σε ένα ζευγάρι πρωτοχριστιανικών αγίων ισχυρίζονται ότι έχουν ιταλοί επιστήμονες. Η ανάλυση των σκελετών που είχαν παραμείνει σφραγισμένοι επί αιώνες στην κρύπτη ενός καθεδρικού ναού της περιοχής Ρέτζιο Εμίλια μέχρι πρόσφατα, φαίνεται να υποστηρίζει τον μύθο του Χρύσανθου και της Δαρείας, οι οποίοι πιστεύεται ότι θάφτηκαν ζωντανοί κατά τη διάρκεια διωγμών στη Ρώμη γύρω στον 3ο αιώνα μ. Χ.
Αν και δεν υπάρχει τρόπος να αναγνωριστούν οι σκελετοί με απόλυτη βεβαιότητα, «όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε συγκλίνουν στην άποψη ότι τα οστά που βρέθηκαν ανήκουν πράγματι στον Χρύσανθο και τη Δαρεία», λέει ο επικεφαλής της έρευνας και παλαιοπαθολόγος στο πανεπιστήμιο της Γένοβας Ετσιο Φουλκέρι.
Μετά την εξέταση των ευρημάτων που είδαν το φως τυχαία το 2008, κατά τη διάρκεια εργασιών αναστύλωσης ενός ναού, αποκαλύφθηκε ότι τα οστά του ενός από τους δύο σκελετούς ανήκαν σε μια μικρόσωμη γυναίκα με στενή λεκάνη και αιχμηρό πηγούνι, που όταν πέθανε ήταν περίπου 25 ετών. Όσο για τον δεύτερο σκελετό εκείνος φαίνεται ανήκει σε ένα νεαρό άντρα ηλικίας 17 – 18 ετών.
Τα οστά δείχνουν ότι έζησαν μια ζωή χωρίς έντονη σωματική εργασία και ότι πιθανότατα ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη, καθώς έπασχαν και οι δύο από δηλητηρίαση από μόλυβδο, χαρακτηριστική και αποκλειστική ασθένεια των πατρικίων λόγω των συστήματος ύδρευσης, στο οποίο μόνο εκείνοι είχαν πρόσβαση.
Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο Χρύσανθός ήταν γιος του ρωμαίου συγκλητικού Πολέμονα, ο οποίος ως έφηβος προσηλυτίσθηκε στον χριστιανισμό. Ο πατέρας του εξαγριώθηκε από το γεγονός και για να τον συνετίσει κανόνισε να παντρευτεί την Δαρεία, η οποία ήταν εστιάδα, δηλαδή παρθένα ιέρεια της θεάς Εστίας.
Ομως το σχέδιο του Πολέμονα είχε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς και η Δαρεία ασπάστηκε τον χριστιανισμό και το νεαρό ζευγάρι έδωσε όρκους αγάπης, αλλά και παρθενίας. Όταν έγινε γνωστό όχι μόνον αυτό, αλλά και το γεγονός ότι οι δυο τους είχαν προσηλυτίσει πολλούς ρωμαίους στον χριστιανισμό, καταδικάστηκαν σε θάνατο, βασανίστηκαν και τελικά θάφτηκαν ζωντανοί.
Πολύ αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη αρκετές φορές. Παρόλο που υπάρχουν περισσότερο ενδείξεις παρά αποδείξεις, η ραδιοχρονολόγηση των οστών έδειξε ότι η ημερομηνία του θανάτου τους συμπίπτει με εκείνη που θέλει η χριστιανική παράδοση να μαρτύρησαν.