Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του Νάσερ της 23ης Ιουλίου 1952 με βασικό σύνθημα «Η Αίγυπτος ανήκει στους Αιγύπτιους», και οι σαρωτικές αλλαγές που επέφεραν οι εθνικοποιήσεις στη βαμβακοπαραγωγή κυρίως και στον τραπεζικό
τομέα, κλάδοι της οικονομίας στους οποίους κατ΄ εξοχήν δραστηριοποιούνταν οι Ελληνες της Αιγύπτου, οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη έξοδο του ελληνικού στοιχείου από τις εστίες του στη χώρα του Νείλου. Θύμα της ξενοφοβίας τότε, ο αιγυπτιώτης Ελληνισμός, παρά το γεγονός ότι συμπαραστάθηκε στην
προσπάθεια της Αιγύπτου να απαλλαγεί από τη μοναρχία και τη βρετανική επιρροή, δεν εξαιρέθηκε από τα περιοριστικά μέτρα της νασερικής πολιτικής, όπως δικαιολογημένα προσδοκούσε. Τότε κανείς ίσως δεν είχε εκτιμήσει με πόση υπευθυνότητα και ευθυκρισία ο έλληνας πρέσβης στο Κάιρο Γ. Τριανταφυλλίδης
προειδοποιούσε για την τύχη του Ελληνισμού και την « αρκούντως επισφαλή θέσιν του λόγω του κρατούντος αντιξενικού πνεύματος και της ξενοφοβίας » που ο ίδιος απέδιδε σ΄ ένα είδος « νεοπαγούς εθνικού σωβινισμού με βάθρον περισσόν θρησκευτικόν φανατισμόν ».
Οι εθνικοποιήσεις διήρκεσαν μία ολόκληρη δεκαετία μέχρι το 1965 και τη βλάβη των ελληνικών συμφερόντων δεν μπόρεσε να ανακόψει ούτε το εγκάρδιο κλίμα στο οποίο διεξήχθη το 1957 η επίσκεψη Καραμανλή- Αβέρωφ στο Κάιρο, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του αιγύπτιου ηγέτη. Η φυγή των Ελλήνων θα διογκωνόταν μέχρι το 1962. Ετσι, από 187.770 ψυχές πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη δεκαετία του ΄70 ο ελληνικός πληθυσμός της Αιγύπτου έφθασε να αριθμεί μόλις 15.000 και σήμερα μόνο 300 οικογένειες.
Με μια μακρά ιστορία που διαιρείται σε τέσσερις περιόδους, αρχής γενομένης επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Μοχάμεντ Αλι το 1830, οι Ελληνες της Αιγύπτου ίδρυσαν και συντήρησαν συνολικά 40 κοινότητες και περίπου 100 συλλόγους σε ολόκληρη τη χώρα. Ιδιαίτερο ρόλο στη σύμπηξη των κοινοτήτων τους, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν εκείνες του Καΐρου, της Αλεξάνδρειας, της Μανσούρα, του Ζαγαζίκ, της Ισμαηλίας κ.ά., είχαν οι αδελφότητες ή πατριές, κατά την εντόπια ορολογία. Το Πατριαρχείο και τα ελληνικά προξενεία ήσαν οι πόλοι που συνέδεαν τις κοινότητες μεταξύ τους. Με πρωτοβουλία των κοινοτήτων λειτούργησαν σχολεία, ναοί, νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ακόμα και συσσίτια για τους απόρους, γιατί δεν ήσαν όλοι οι Ελληνες πλούσιοι. Το στοιχείο της αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των παροίκων ήταν έκδηλο και αυτό το χαρακτηριστικό ήταν εκείνο που έφερνε τους Ελληνες κοντύτερα στον γηγενή πληθυσμό, αφού οι έννοιες της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης είχαν πάντοτε κορυφαία αξία στο Ισλάμ.
Η ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για τη χώρα που τους υποδέχθηκε και τους επέτρεψε να μεγαλουργήσουν εκφράσθηκε, πλην της ίδρυσης μεγάλων και σημαντικών ιδρυμάτων με ευρύτατη κοινωφελή δράση, ακόμα και με τη διάθεση μεγάλου μέρους της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν ελλείμματα των κοινοτήτων τους, συμβάλλοντας άλλοτε άμεσα, και όπου χρειαζόταν έμμεσα, στη στήριξη της εθνικής οικονομίας της Αιγύπτου. Τέτοια ιδρύματα στην Αλεξάνδρεια υπήρξαν η Τοσιτσαία Σχολή, το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο, η Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή, το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, η Ζερβουδάκειος Σχολή, το Χωρέμειο Ραδιολογικό Περίπτερο, η Φαμιλιάδειος Σχολή, το Αντωνιάδειο Γηροκομείο, το Κανισκέρειο Ορφανοτροφείο, το Κοτσίκειο Νοσοκομείο και το Μπενάκειο Οικονομικό Συσσίτιο. Στο Κάιρο πάλι λειτούργησε η Αμπέτειος Σχολή, το Αχελλοπούλειο Παρθεναγωγείο και το ομώνυμο Νοσοκομείο, η Ξενάκειος Σχολή και το Σπετσεροπούλειο Ορφανοτροφείο.
Οι ίδιοι ευεργέτες (οικογένειες Τοσίτσα, Μπενάκη, Στουρνάρα, Ζιζίνια, Αβέρωφ, Τσανακλή, Ντ΄ Αναστάση, Καζούλη, Ζερβουδάκη κ.ά.) έκαναν αισθητή την παρουσία τους και στο γένος και την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, εζησαν πολύ κοντά σε σπουδαίους έλληνες διανοούμενους και καλλιτέχνες της εποχής, μέλη επίσης των εκεί παροικιών, όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης, οι πεζογράφοι Νίκος Νικολαΐδης, Στρατής Τσίρκας, Τίμος Μαλάνος, Πέτρος Μάγνης, Μαρία Ιορδανίδου, οι ζωγράφοι Κ. Παρθένης, Δ. Λίτσας, οι γλύπτες Α. Λαζαρίδης και Θ. Θωμόπουλος, και μεταγενέστερα από τον χώρο της μουσικής η Τζίνα Μπαχάουερ, ο Μάνος Λοΐζος και ο Γιάννης Χρήστου.
Τις περιόδους της μεγάλης ακμής (1882-1913 και 1914-1940) διαδέχθηκε η συρρίκνωση που ξεκίνησε ήπια μεν με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο συμβολή των Ελλήνων της Αιγύπτου στάθηκε πολύτιμη (το «Ελληνικό Τάγμα Πεζικού» με 900 άνδρες, από τους οποίους οι 400 ήταν εθελοντές, ήταν ο πυρήνας του ελληνικού στρατού Μέσης Ανατολής) για να απογειωθεί επί Νάσερ.
Στην καρδιά του αραβικού κόσμου, ο Ελληνισμός της Αιγύπτου έζησε δόξες και δυσκολίες. Τα σημερινά γεγονότα και οι αλλαγές που προμηνύονται με τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων δεν μας αφήνει περιθώρια παρά να δούμε εάν γράφονται οι τελευταίες σελίδες του Ελληνισμού στην Αίγυπτο ολοκληρώνοντας το τελευταίο στάδιο της εξόδου ή θα υπερισχύσει η έως πριν αισιόδοξη εκτίμηση του προέδρου της ελληνικής κοινότητας Καΐρου Χρήστου Καβαλή που διαγίγνωσκε σχετικά πρόσφατα « το ευτύχημα της αυξητικής τάσης του ελληνικού πληθυσμού στην πρωτεύουσα της χώρας ».
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών.