«Α» όπως «Αυτόματο», «Κ» όπως «Καλάσνικοφ» και «47» από το έτος που άρχισε η παραγωγή του. Με περισσότερα από 70 εκατομμύρια Καλάσνικοφ εν δράσει σε κάθε γωνιά της Γης, το ΑΚ-47 είναι το πιο διαδεδομένο όπλο στον κόσμο. Γνωστό ως Καλάσνικοφ προς τιμήν του εφευρέτη του, είναι πρακτικό, οικονομικό και οφείλει τον μύθο και τη διάδοσή του στην εκπληκτική του αποτελεσματικότητα. Παρ΄ ότι σχεδιάστηκε-λίγα χρόνια πριν την κυκλοφορία τουαπό έναν 27χρονο λοχία για να πολεμήσει τον φασισμό και έγινε σύμβολο και όργανο επαναστατικών κινημάτων, στις ημέρες μας είναι ένα ουδέτερο εμπορικό αντικείμενο.

Κατασκευασμένο το 1947 στη Σοβιετική Ενωση, το ΑΚ-47 δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το πιο εκλεπτυσμένο όπλο του είδους του, όταν επελέγη για τον Κόκκινο Στρατό. Διέθετε όμως όλα τα πλεονεκτήματα μιας μεγάλης εμπορικής εφεύρεσης: πρακτικότητα, αποτελεσματικότητα και χαμηλό κόστος παραγωγής.

Το χαρακτηριστικό που το ξεχώρισε πέρα από κάθε άλλο όπλο της κατηγορίας του είναι η εκπληκτική του ανθεκτικότητα και απλότητα. Ακόμη κι αν πέσει από ύψος, γεμίσει με άμμο ή βραχεί, θα συνεχίσει να ρίχνει τις προβλεπόμενες 650 βολές το λεπτό, χωρίς να μπλοκάρει. Επίσης, με βάρος μόλις 4,5 κιλά και μονάχα με οκτώ κινητά μέρη, ακόμη και ένα μικρό παιδί μπορεί να μάθει ταχύτατα να το συναρμολογεί και να το χρησιμοποιεί.

Η μεγάλη διάδοση του Καλάσνικοφ ξεκίνησε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Η Σοβιετική Ενωση και η Λαϊκή Κίνα το εξήγαγαν τότε μαζικά σε φιλοκομμουνιστικές χώρες και σε επαναστατικά κινήματα- και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις δωρεάν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα, και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Βιετνάμ.

Η χρήση του από τους Βιετκόνγκ εναντίον των Αμερικανών στη δεκαετία του 1960 ήταν που ανέδειξε το ΑΚ-47 σε όπλο των επαναστατών. Η εικόνα του άλλαξε το 1972, όταν άρχισε να ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Αφορμή στάθηκε η χρήση του από την παλαιστινιακή οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης» για τη δολοφονία των ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου. Τα επόμενα χρόνια, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980, το Καλάσνικοφ έγινε σύμβολο του αντιαμερικανισμού. Εκείνη τη δεκαετία, η Σοβιετική Ενωση ήταν ο κύριος προμηθευτής όπλων προς χώρες στις οποίες είχε επιβληθεί εμπάργκο από τον ΟΗΕ και οι οποίες ήταν πρόθυμες να συμμαχήσουν με την ΕΣΣΔ εναντίον των ΗΠΑ. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Συρία, η Λιβύη και το Ιράν.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, τα ΑΚ-47 πωλούνται τόσο επισήμως από τις χώρες παραγωγής τους όσο και στη μαύρη αγορά. Σήμερα, Καλάσνικοφ διαθέτουν περισσότεροι από 55 εθνικοί στρατοί και δεκάδες παραστρατιωτικές ομάδες, μεταξύ των οποίων οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα.

Φτιαγμένο για να βοηθήσει τη Σοβιετική Ενωση να φέρει σε πέρας τον αντιφασιστικό αγώνα το Α(υτόματο)Κ(αλάσνικοφ)-47 (επάνω), από σύμβολο των επαναστατικών κινημάτων, έγινε πρόσφατα ουδέτερο εμπόρευμα. Ως φαίνεται αυτό δεν ικανοποιεί τον πρόεδρο της Βενεζουέλας κ. Ούγκο Τσάβες, που επιχειρώντας- προφανώς- να ξαναδώσει στο όπλο τη χαμένη επαναστατική του αίγλη, δοκιμάζει ο ίδιος μια μόλις απεσταλμένη από τη Ρωσία νέα παρτίδα (RΕUΤΕRS/ΜΙRΑFLΟRΕS ΡΑLΑCΕ)

Ως σύμβολο ισχύος, εμφανίζεται στη σημαία και στον θυρεό της Μοζαμβίκης, στον θυρεό της Ζιμπάμπουε και του Ανατολικού Τιμόρ, στη σημαία της Χεζμπολάχ και στο έμβλημα του επίλεκτου σώματος του ιρανικού στρατού, των Φρουρών της Επανάστασης, ως ένδειξη του μέσου που χρησιμοποίησαν οι ηγέτες των χωρών αυτών για να ανέλθουν στην εξουσία.

Το Καλάσνικοφ έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε διεθνείς και εμφύλιους πολέμους, σε λαϊκούς και επαναστατικούς αγώνες, από ιμπεριαλιστές, αποικιοκράτες, αντάρτες και δικτάτορες, σχεδόν σε κάθε ένοπλη μεταπολεμική διαμάχη.

Αν και στον υπόλοιπο κόσμο συνεχίζει να σκορπίζει τον θάνατο, οπλίζοντας το χέρι ακόμη και μικρών παιδιών, στα αναπτυγμένα κράτη της Δύσης το ΑΚ-47 έχει χάσει κάθε ιδεολογικό χαρακτήρα. Παρ΄ ότι κέρδισε μέρος της φήμης του λόγω της επιτυχίας του εναντίον στόχων αμερικανικών συμφερόντων, οι ΗΠΑ, μετά την εισβολή στο Ιράκ, αγόρασαν 60.000 Καλάσνικοφ για να τα μοιράσουν στις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας. Το Καλάσνικοφ έχει γίνει πλέον ένα από τα αγαπημένα όπλα των εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου και συγκαταλέγεται συχνά στο οπλοστάσιο εμπόρων ναρκωτικών και πάσης φύσεως συμμοριών.

ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΑΣΝΙΚΟΦ
«Το ισοζύγιο είναι γενικά θετικό»
ΜΟΣΧΑ. « Είμαι υπερήφανος για την εφεύρεσή μου,αν και θα προτιμούσα να είχα εφεύρει ένα μηχάνημα που θα βοηθούσε τους αγρότες στη δουλειά τους…» είχε πει παλαιότερα ο Μιχαήλ Τιμοφέγεβιτς Καλάσνικοφ.

Καλοστεκούμενος και με πλήρη διαύγεια στα 89 του χρόνια, στρατηγός εν αποστρατεία και ο πλέον παρασημοφορημένος στρατιωτικός της Ρωσίας, απολαμβάνει τιμές εθνικού ήρωα και δέχεται γράμματα θαυμασμού από τους συμπατριώτες του ακόμη και σήμερα.

Εντυπωσιασμένος από την τεχνολογική ανωτερότητα των Γερμανών, ξεκίνησε έπειτα από έναν τραυματισμό του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εν όσω νοσηλευόταν να σχεδιάζει όπλα. Με την υποστήριξη του στρατηγού Ζούκοφ, ο Καλάσνικοφ συνέλαβε και τελειοποίησε το ΑΚ-47, το οποίο ύστερα από εξαντλητικές δοκιμές μπήκε στη βιομηχανική παραγωγή και έγινε επισήμως όπλο του Κόκκινου Στρατού.

Ο Καλάσνικοφ ουδέποτε εισέπραξε ποσοστά από την παραγωγή και την πώληση των εκατομμυρίων όπλων που κυκλοφόρησαν από το 1947. Από το 2004 παράγει πάντως τη δική του, ομώνυμη βότκα. Οσο για το αν αισθάνεται ευθύνη για τον φόρο αίματος που επέβαλε παγκοσμίως το «παιδί» του, ο στρατηγός Καλάσνικοφ λέει ότι έχει ήσυχη τη συνείδησή του.

« Το έφτιαξα για να προστατεύσω την πατρίδα μου.Μετά,το όπλο εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο και αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελα. Δεν ήταν δική μου επιλογή.Ηταν σαν να άνοιξε το κουτί της Πανδώρας.Πάντως,τα θετικά είναι περισσότερα από τα αρνητικά.Πολλές χώρες χρησιμοποιούν το Καλάσνικοφ για να υπερασπίσουν τα εδάφη τους. Το αρνητικό είναι ότι μερικές φορέςτα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου.Και οι τρομοκράτες θέλουν να χρησιμοποιούν απλά και αξιόπιστα όπλα.Εγώ όμως κοιμάμαι ήσυχος.Οταν ένας άνθρωπος σκοτώνεται από ένα ΑΚ-47 δεν ευθύνεται ο σχεδιαστής του,αλλά η πολιτική » είπε σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Τhe Guardian».