Το 1997 η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής απέκτησε έναν σημαντικό παράγοντα, ένα απόκτημα από κάθε πλευρά, που αναμενόταν να συνεισφέρει οικονομικά και κοινωνικά στη μετα-ιακωβική εποχή της Αρχιεπισκοπής. Κανείς δεν φανταζόταν τότε ότι το εν λόγω απόκτημα θα μεταβαλλόταν σε πρωτοσέλιδο των κουτσομπολίστικων περιοδικών της Αμερικής και πως ακόμη θα έκανε τον γύρο των ταμπλόιντ ανά τον κόσμο. Ο λόγος για τον Μάικλ Χάφινγκτον, τον πολυεκατομμυριούχο πρώην σύζυγο της πολυσυζητημένης Ελληνίδας Αριάννας Στασινοπούλου.


Το 1997 ο Χάφινγκτον εμφανιζόταν ως ένας θρησκευόμενος ­ όσο και εκκεντρικός ­ προτεστάντης, ο οποίος μαζί με την Αριάννα ερωτεύθηκε και την Ορθοδοξία, στην οποία βρήκε καταφύγιο. Ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων τον δέχθηκε μάλιστα στον στενό κύκλο της ηγεσίας της Αρχιεπισκοπής, όταν τον κάλεσε να συμμετάσχει στην εκτελεστική επιτροπή που διαχειρίζεται λεπτά οικονομικά ζητήματα. Πριν από λίγες ημέρες ο Χάφινγκτον αποκάλυψε, ιδία βουλήσει, ότι είναι εδώ και πολλά χρόνια φανατικός ομοφυλόφιλος. Η σχετική εξομολόγηση σε έναν στενό του φίλο δημοσιογράφο έγινε στο περιοδικό «Esquire» και αποτελεί το θέμα συζήτησης στα κοκτέιλ πάρτι της Ουάσιγκτον εδώ και μία εβδομάδα.


Η Αριάννα Στασινοπούλου και ο Χάφινγκτον είχαν αποκτήσει φήμη και κοινωνική υπόσταση που ταίριαζε σε απογόνους κάποιας βασιλικής δυναστείας. Το ειδύλλιο ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1985 στην έπαυλη του θρυλικού δισεκατομμυριούχου Πολ Γκετί στο Σαν Φρανσίσκο. Η Αριάννα, η οποία, σύμφωνα με παλαιότερες εξομολογήσεις της, αναζητούσε έναν πλούσιο αμερικανό σύζυγο, ήταν προσκεκλημένη της χήρας οικοδέσποινας Ανν Γκετί. Η φήμη της είχε ταξιδέψει από την Αγγλία, όπου είχε γίνει διάσημη στα 21 χρόνια της ως η πρώτη ξένη και γυναίκα πρόεδρος του συλλόγου «Debates» του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ. Είχε ακόμη γράψει ένα αμφιλεγόμενο βιβλίο-βιογραφία της Μαρίας Κάλλας προτού αποφασίσει να εγκατασταθεί στην Αμερική. Γνωστά ονόματα του οικονομικού και πολιτικού κόσμου διετέλεσαν «συνοδοί» της Αριάννας κατά την πρώιμη «αμερικανική» περίοδό της.


Τσαχπινιά και θράσος


Ο συνδυασμός ενός αβαθούς θράσους, η ελληνική «τσαχπινιά» και μια έξοχη σεξοκεντρική θεατρικότητα έκαναν την Αριάννα εξαιρετικά δημοφιλή στα σαλόνια της ανατολικής πλευράς του Μανχάταν. Μεταξύ των συνοδών της συγκαταλέγονταν ο εκδότης και επιχειρηματίας Μορτ Ζάκερμαν, ο εκκεντρικός πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Τζέρι Μπράουν κ.ά. Ο Χάφινγκτον ήταν γόνος μιας βαθύπλουτης τεξανής οικογένειας, με την κακή συνήθεια να βαριέται εύκολα τα πάντα.


Σύμφωνα με την εξομολόγηση του Χάφινγκτον, η Αριάννα τον εντυπωσίασε όταν τη ρώτησε το μοιραίο εκείνο βράδυ «ποιο είναι το πλέον σημαντικό πράγμα στη ζωή της». Η Αριάννα απάντησε: «Ο Θεός». Και από εκείνη τη στιγμή φάνηκε ότι άρχιζε ένας δεσμός ανάμεσά τους, που θα οδηγούσε και τους δύο σε πολλές δημόσιες περιπέτειες.


Λίγους μήνες αργότερα ο Χάφινγκτον πήρε την Αριάννα μαζί του στο Τέξας για να τη γνωρίσει στην οικογένειά του και το επιτελείο της εταιρείας του. Επέλεξε τη στιγμή εκείνη για να της αποκαλύψει, σύμφωνα πάντοτε με τη συνέντευξή του στο «Esquire», ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Η Αριάννα απάντησε: «Επειτα από αυτό, σε αγαπώ ακόμη περισσότερο». Τον Απρίλιο του 1986, παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη και οι κοινωνικές στήλες έκαναν λόγο για το «γάμο της χρονιάς». Μετά τη δεξίωση των Γκετί προς τιμήν τους και ενώ η Αριάννα περίμενε στο διπλανό δωμάτιο, ο Χάφινγκτον «στεκόταν γυμνός στη μέση του μπάνιου, μπροστά στον καθρέφτη, κοιτώντας το δαχτυλίδι του γάμου». Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των συμβάντων, ο Χάφινγκτον αναγνωρίζει σήμερα ότι αισθανόταν αμήχανος και άβουλος, σαν να τον παρέσυραν τα γεγονότα και βεβαίως η ισχυρή προσωπικότητα της Αριάννας, που είχε σχέδια για το μέλλον του. Επόμενος στόχος ήταν η εκλογή του στην αμερικανική Βουλή. Πέτυχε τον στόχο του ξοδεύοντας τέσσερα εκατομμύρια δολάρια από την προσωπική του περιουσία, ενώ ο ίδιος ήθελε την εκλογή του γιατί, όπως λέει, «δεν είχε τι άλλο καλύτερο να κάνει».


Η ζωή στην Ουάσιγκτον ήταν βαρετή για τον ίδιο, αλλά όχι και για την Αριάννα. Τα πάρτι που έδινε στο σπίτι τους, στην περιοχή Γουέσλεϊ Χάιτς της Ουάσιγκτον, είχαν προκαλέσει θόρυβο, καθώς είχε την έξυπνη συνήθεια να προσκαλεί ενδιαφέροντες συζητητές, με εντελώς αντίθετες απόψεις. Παράλληλα, καλλιεργούσε τις σχέσεις της με το ρεπουμπλικανικό κόμμα, έχοντας κατά νου τις προσωπικές της φιλοδοξίες και εκείνες του άνδρα της. Το 1994 ήταν καθοριστική χρονιά για τον Χάφινγκτον, ο οποίος αποφάσισε να διεκδικήσει μια θέση στην Γερουσία.


Η Αριάννα δημιούργησε ορισμένα πολιτικά προβλήματα για τον σύζυγό της όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν μέλος μιας περίεργης αίρεσης που είχε ως γκουρού τον Τζον-Ρότζερ, έναν απατεωνίζοντα παραθρησκευτικό ηγέτη.


Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ρωτούν για την ανάμειξή της στην περίεργη αίρεση και εκείνη να απαντά ότι είχε επιστρέψει στις ρίζες της, στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Ζήτησε μάλιστα σχετικό πιστοποιητικό, το οποίο η επισκοπή του Σαν Φρανσίσκο αρνήθηκε αρχικά να της δώσει. Ακολούθησε μια σημαντική δωρεά του συζύγου της, η οποία τακτοποίησε το όλο θέμα και εγκαινίασε την ανάμειξη του Χάφινγκτον στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.


Οι Καλιφορνέζοι δεν μπορούν ακόμη να ξεχάσουν το τηλεοπτικό σποτ από την εκστρατεία του. Ο ίδιος εμφανιζόταν να διαβάζει αποσπάσματα από το ηθικοπλαστικό βιβλίο του Γουίλιαμ Μπένετ με τον τίτλο «Το βιβλίο της Αρετής» και μετά περπατούσε στους αγρούς με την Αριάννα και τα παιδιά τους. Ο Χάφινγκτον ξόδεψε 30 εκατομμύρια δολάρια για την αποτυχημένη εκστρατεία του, ποσό πρωτόγνωρο για τα αμερικανικά εκλογικά δεδομένα. Εφθασε πολύ κοντά στην εκλογή του, αλλά έχασε με 2%, λόγω της αποκάλυψης για μια ανόητη παρατυπία στην πληρωμή της κοινωνικής ασφάλισης της γκουβερνάντας των παιδιών του.


Ο πολυεκατομμυριούχος πολιτευτής μπορεί να έχασε το ένα τρίτον της περιουσίας του και την εκλογική αναμέτρηση, οι Ρεπουμπλικανοί όμως κέρδισαν την πλειοψηφία στη Βουλή και ο Νιουτ Γκίνγκριτς ανακηρύχθηκε σε «τσάρο» της νεοσυντηρητικής επανάστασής τους. Ο Γκίνγκριτς είχε εντυπωσιαστεί από την Αριάννα, την οποία πρωτοείδε στην τηλεόραση να κάνει μία διάλεξη σε συνέδριο με τον τίτλο «Μπορεί οι συντηρητικοί να έχουν συνείδηση;». Την κάλεσε να συμμετέχει σε διάφορες συσκέψεις που διοργάνωνε με «σημαντικούς διανοούμενους», προκειμένου να αντλεί ιδέες για την επανάστασή του. Το πρόγραμμά του συμπεριλάμβανε άλλωστε και τα «δώδεκα σημεία για την αναζωογόνηση της Αμερικής», που προωθούσε η ελληνίδα ευνοουμένη του.


Ορισμένοι κακεντρεχείς σχολιογράφοι επεσήμαναν το «πόσο σφιχτά κρατούσε στην αγκαλιά του την Αριάννα» ο ρεπουμπλικανός ηγέτης, χωρίς να προχωρήσουν σε περαιτέρω ερμηνείες ή εικασίες.


Οι χρυσές ημέρες


Αυτές ήταν οι χρυσές ημέρες της Αριάννας. Η ελληνοαμερικανική κοινότητα τη βράβευε ανελλιπώς, αν και η ίδια απέφευγε να ασχοληθεί με ελληνικά θέματα ή να παρέμβει στον Γκίνγκριτς υπέρ των ελληνικών θέσεων. Στην τελετή βράβευσής της από το ελληνοαμερικανικό λόμπι στην Ουάσιγκτον εμφανίστηκε πέντε λεπτά πριν από την απονομή του βραβείου, ενδεδυμένη με περιβολή που άρμοζε στο ντέρμπι του Κεντάκι, για να αναχωρήσει πριν από την αποχώρηση γερουσιαστών και άλλων αξιωματούχων.


Οταν η ελληνική πρεσβεία οργάνωσε πάλι ένα δείπνο προς τιμήν της, τηλεφώνησε λίγη ώρα πριν για να δηλώσει ότι δεν θα μπορούσε να πάει λόγω κρυολογήματος. Αντ’ αυτής εμφανίστηκε ο κ. Χάφινγκτον, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει κάθε συνομιλητή του ότι βρήκε το «φως» του με την ανακάλυψη των αξιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.


Το 1996 η Αριάννα είχε φθάσει στον κολοφώνα της δόξας της, με το δικό της πρόγραμμα στην καλωδιακή τηλεόραση, άρθρα σε πάμπολλες αμερικανικές εφημερίδες και συχνή παρουσία στις κοσμικές στήλες. Κατά τη διάρκεια των συνεδρίων των δύο κομμάτων, το καλοκαίρι του 1996, εμφανίστηκε στην τηλεόραση στο ίδιο κρεβάτι με τον φιλελεύθερο σχολιαστή Αλ Φράνκεν και σχολίασαν από την ανορθόδοξη αυτή θέση την επικαιρότητα. Το χιούμορ αυτό περνούσε και την είχε αναγάγει σε τηλε-προσωπικότητα μεσαίου βεληνεκούς. Μερικές φορές το παρατραβούσε, όπως όταν ξέχασε ότι είχε μόλις 10 χρόνια στην Αμερική και καλούσε τους Αμερικανούς να απαγορεύσουν τη μετανάστευση. Ο γνωστός αρθρογράφος των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Αμπι Ρόζενταλ έγραψε στη στήλη του ότι «η Αριάννα καλά θα κάνει να επιστρέψει στο σπίτι της» και της υπενθύμισε ότι «μόνο στην Αμερική μπορεί μια κοπέλα που γεννήθηκε στην Ελλάδα, μετανάστευσε στην Αγγλία και μετά στη χώρα μας, να γίνει γνωστή πολιτική προσωπικότητα λίγα χρόνια αφότου πήρε τη βίζα της».


Η αρχή του τέλους


Το φθινόπωρο του εκλογικού έτους 1996, η Αριάννα διέπραξε ένα ατόπημα όταν δήλωσε ότι ο επίσημος υποψήφιος του ρεπουμπλικανικού κόμματος Ρόμπερτ Ντόουλ ήταν ακατάλληλος. Ορισμένοι πίστεψαν ότι ήθελε να προωθήσει, ως λύση ανάγκης, την υποψηφιότητα του Γκίνγκριτς. Ολοι όμως ξεσπάθωσαν εναντίον της με το επιχείρημα ότι έπληξε το κόμμα της πριν από μια κρίσιμη αναμέτρηση. Το περιοδικό «Time» έγραφε σχετικά πως «καθώς το θέαμα της Αριάννας Χάφινγκτον ξεδιπλώνεται, οι Ρεπουμπλικανοί δεν ξέρουν αν πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν».


Ο σύζυγός της είχε βρει παρηγοριά εν τω μεταξύ στη θρησκεία. Επειτα από μια οικογενειακή επίσκεψη στο Φανάρι, στην Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 1996 δήλωσε ότι ονειρευόταν να γίνει ιερέας. Ο Χάφινγκτον περιγράφει στη συνέντευξή του στο «Esquire» το πόσο βαρετά του φαίνονταν τα πάρτι που έδινε η Αριάννα στο σπίτι τους, πως «αναβόσβηνε τα φώτα για να φύγουν οι καλεσμένοι» και, τέλος, πως «τα πάρτι ήταν καλές ευκαιρίες για να βρει ομοφυλόφιλους συντρόφους». Το ζευγάρι είχε κάνει μια ιδιωτική συμφωνία πως ο Χάφινγκτον θα χρηματοδοτούσε την τηλεοπτική καριέρα της Αριάννας επί δύο χρόνια, διπλασιάζοντας το μηνιαίο ποσό που της έδινε. Οταν η περίοδος αυτή έληξε, της ζήτησε να τον ακολουθήσει στην Καλιφόρνια, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Τηλεφώνησε μάλιστα στους γονείς του και τον ιερέα του για να τους αποκαλύψει ότι «ο Μάικ ήταν γκέι».


Το επόμενο καλοκαίρι η κοσμική στήλη της «Ουάσιγκτον Ποστ» δημοσίευσε ένα μικρό κείμενο που αποκάλυπτε το διαζύγιο της Αριάννας με τον Χάφινγκτον. Η ίδια πήρε, ως μέρος του διαζυγίου, μερικά εκατομμύρια δολάρια και μια έπαυλη στο Λος Αντζελες, όπου μένει με τις δύο κόρες της.


Οι πρωταγωνιστές αυτής της διεθνούς όσο και ελληνικής φαρσοκωμωδίας μοιάζουν να έχουν βρει την ιστορική κατάληξή τους σήμερα. Ο Γκίνγκριτς και η επανάστασή του ξεφούσκωσαν αδόξως, ο Χάφινγκτον εξομολογείται τα ιδιωτικά του πάθη σε περιοδικά και η Αριάννα έχει καταγραφεί ως μια τηλε-προσωπικότητα τρίτης διαλογής, που χωρίς αμφιβολία θα σκέπτεται πώς θα πουλήσει όλα τα παραπάνω με τη μορφή ενός εμπορικού βιβλίου ή και φιλμ.