Ο ψηλός, γεροδεµένος άντρας βηµάτιζε νευρικά µέσα στο γραφείο του. Συχνά πυκνά σχηµάτιζε στο καντράν του τηλεφώνου του έναν αριθµό. «∆εν απαντάει! Πάλι δεν απαντάει! Είµαι σίγουρος ότι κάτι πολύ σοβαρό συµβαίνει» ψιθύρισε ανήσυχος.
Γύρω στις 7.30 το πρωί, τοπική ώρα, αποφάσισε να επικοινωνήσει µε τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Green’s στην πόλη Πεσαβάρ του Πακιστάν, στα σύνορα µε το Αφγανιστάν. «Το όνοµά µου είναι Κόκµπερν και είµαι τηλεοπτικός παραγωγός του κ. Κάρλος Μαυρολέοντος» είπε στον υπάλληλο. «Προσπαθώ να επικοινωνήσω µαζί του µέσω του δορυφορικού τηλεφώνου του, αυτό όµως είναι εκτός λειτουργίας» συνέχισε. «Μήπως θα µπορούσατε να ρίξετε µια µατιά στο δωµάτιό του;» ρώτησε ανυπόµονα.
Ο ρεσεψιονίστ πληροφόρησε τον γνωστό παραγωγό του αµερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CBS ότι το κλειδί του 40χρονου δηµοσιογράφου δεν βρισκόταν στον πίνακα της ρεσεψιόν. Ζήτησε βαριεστηµένα από τον συνοµιλητή του να επικοινωνήσει και πάλι µαζί του σε 15 λεπτά. Οταν ο κ. Κόκµπερν τηλεφώνησε για δεύτερη φορά στο φθηνό ξενοδοχείο της πακιστανικής πόλης, ο υπάλληλος τον πληροφόρησε ξερά ότι αναγκάστηκαν να παραβιάσουν την πόρτα του δωµατίου µε αριθµό 34.
Ο Κάρλος Μαυρολέων βρέθηκε νεκρός µε µια σύριγγα καρφωµένη στο µπράτσο του. Ο γιος του έλληνα µεγαλοεφοπλιστή Μπλούη Μαυρολέοντος, πολεµικός ανταποκριτής, ταυτισµένος µε τον αγώνα των Μουτζαχεντίν, ο «Ελληνας Τσε», άφησε την τελευταία του πνοή µέσα σε ένα σκοτεινό, βρώµικο δωµάτιο που στοίχιζε µόλις 8 δολάρια τη βραδιά.
Το αστυνοµικό τµήµα της περιοχής, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση µόλις ενός µιλίου από το Green’s Hotel, έδωσε ως επίσηµη αιτία θανάτου την υπερβολική χρήση ηρωίνης. Οι συγγενείς, συνεργάτες και στενοί φίλοι του, όµως, είχαν εντελώς διαφορετική άποψη. Ο ωραίος, ριψοκίνδυνος Κάρλος, ο άνθρωπος που ξεκίνησε ένα µεγάλο, συγκλονιστικό ταξίδι σε µία από τις πιο επικίνδυνες γωνιές του πλανήτη για να ανακαλύψει «το µυστήριο του Πακιστάν και του Αφγανιστάν» ήταν καθαρός. Ετσι τουλάχιστον πίστευαν οι δικοί του άνθρωποι.
Ο µεγαλύτερος αδελφός του, Νίκι Μαυρολέων, ο οποίος ήταν πάντα υπερπροστατευτικός απέναντι στον Κάρλος, δήλωσε στον διεθνή Τύπο από το Μεξικό όπου βρισκόταν ότι µπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια, θα ανακαλύψει όµως κάποτε τους δολοφόνους. Η αλήθεια είναι ότι η οικογένεια Μαυρολέοντος ξόδεψε εκατοµµύρια δολάρια για να λύσει το µυστήριο. Εψαξαν απεγνωσµένα αυτούς που, όπως υποστήριζαν, βρίσκονταν πίσω από τον θάνατο του δικού τους Κάρλος. Μάταια.
«Ο Μαυρολέων ήταν ένας ροµαντικός επαναστάτης» σηµειώνει ο επικεφαλής των παραγωγών στο αµερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CBS, Ντόµινικ Κάνινχαµ. «Ενας άνθρωπος µε ελεύθερη συνείδηση, φανατικός οπαδός της περιπέτειας, µια φυσιογνωµία η οποία αποτελεί σηµείο αναφοράς για αυτούς που ασχολούνται µε τις πολιτικές εξελίξεις στις χώρες της µακρινής Ανατολής» τονίζει. «Ενας άνθρωπος ατρόµητος, ο οποίος δεν είχε καµία απολύτως σχέση µε ξένες µυστικές υπηρεσίες» υπογραµµίζει.
Ποιος ήταν, όµως, πραγµατικά ο Κάρλος Μαυρολέων; Ο ίδιος υποστήριζε ότι ήταν ένας άντρας µε ψυχικές και πνευµατικές ανησυχίες. Ενας «κοινός θνητός» που έχει συνηθίσει πια να µη φοβάται τον θάνατο και λατρεύει τη δράση. «Είµαι άνθρωπος της δράσης» έλεγε. «∆εν µου φτάνουν οι θεωρίες. OΚ, καλοί ήταν ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Ο Τσε, όµως, ήταν πραγµατικός επαναστάτης. Εδινε λύσεις».
Ο ίδιος προσπάθησε να δώσει λύσεις στις προσωπικές αναζητήσεις του µέσα στην κόλαση της φωτιάς. Αφησε πίσω του το µεγαλοαστικό περιβάλλον της οικογενειακής έπαυλης στο Λονδίνο, τα λαµπερά πάρτι του διεθνούς jet set και τις καυτές νύχτες µε ωραίες και διάσηµες γυναίκες που του χάρισαν τον τίτλο του πλέον «επικίνδυνου» πλεϊµπόι. Στη δεκαετία του ’80 εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ και «πέταξε» στα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν για να βοηθήσει τους Μουτζαχεντίν στον αγώνα τους ενάντια στους Σοβιετικούς. Ταυτίστηκε τόσο πολύ µαζί τους, ώστε αλλαξοπίστησε και ενστερνίστηκε τον ισλαµισµό. Εγινε πολεµικός ανταποκριτής για διεθνούς κύρους τηλεοπτικά κανάλια και ανέλαβε τις πιο δύσκολες αποστολές.
«Νιώθεις µια µεταφυσική χαρά σε κάθε επικίνδυνη φωτογράφιση» είχε εξοµολογηθεί ο Κάρλος στην τελευταία συνέντευξή του λίγο προτού βρεθεί νεκρός σε εκείνο το άθλιο δωµάτιο στην Πεσαβάρ. «Οταν πάµε στο Αφγανιστάν, σίγουρα δεν θέλουµε να γυρίσουµε πίσω ακρωτηριασµένοι. Μέσα στην κόλαση της φωτιάς φωτογραφίζεις τα πάντα. Εκτός από ένα πράγµα: τη µυρωδιά του θανάτου» σηµείωνε.
Στην τελευταία αποστολή του στο Πακιστάν ο Κάρλος πίστευε ότι θα προχωρούσε σε µια τεράστια δηµοσιογραφική επιτυχία. Μια συνέντευξη µε τον διαβόητο Οσάµα µπιν Λάντεν για το αµερικανικό δίκτυο CBS. Τα επιτελικά στελέχη του αµερικανικού δικτύου, συνάδελφοί του ανταποκριτές και κυρίως ο πατέρας του Μπλούης τον είχαν προειδοποιήσει. Αυτή η αποστολή ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Εκείνος δεν τους άκουσε. Ετσι, άλλωστε, δεν έκανε πάντα; Ο Κάρλος δεν ήταν µια συνηθισµένη περίπτωση ανθρώπου, λέει σήµερα ένας από τους αγαπηµένους συµµαθητές του στο Κολλέγιο Ιτον της Βρετανίας.
«Η εξασφάλιση µιας συνέντευξης µε τον Μπιν Λάντεν ήταν όνειρο ζωής για εκείνον. Τελικά αυτή η αποστολή στο Πακιστάν σήµανε το τέλος της δικής του ζωής» τονίζει. Ο Μαυρολέων έπρεπε να περάσει τα πακιστανικά σύνορα και να τραβήξει εικόνες στο Αφγανιστάν από ένα συγκεκριµένο στρατόπεδο όπου οι Αµερικανοί πίστευαν ότι βρισκόταν ο αρχηγός της Αλ Κάιντα, Οσάµα µπιν Λάντεν. Τα πλάνα και το ρεπορτάζ από την περιοχή θα µεταδίδονταν στη φηµισµένη εκποµπή του CBS µε τίτλο «60 Minutes».
«Ο Κάρλος επιχείρησε δύο φορές να περάσει τα σύνορα και να βρεθεί στο καταφύγιο του Οσάµα» έγραψε στην εφηµερίδα «The Observer» ο στενός φίλος του, δηµοσιογράφος Τζέι Ράινερ. «∆εν τα κατάφερε όµως. Συνελήφθη από πακιστανούς µυστικούς πράκτορες και κρατήθηκε στη φυλακή. Τον απελευθέρωσαν µόλις µία ηµέρα πριν από τον θάνατό του. Μια τοπική εφηµερίδα στην πόλη Πεσαβάρ είχε γράψει ότι ο Κάρλος ήταν πράκτορας των Αµερικανών. Λίγα λεπτά µετά την απελευθέρωσή του επικοινώνησε µε τον προσωπικό παραγωγό του Κόκµπερν και τη µνηστή του Τανάζ Φαζαϊπούρ, την οποία σκόπευε να παντρευτεί µετά από το τέλος της αποστολής σε Πακιστάν και Αφγανιστάν.
«Για πρώτη φορά έδειχνε τόσο φοβισµένος» θυµάται ο συνεργάτης του. «Ο Κάρλος δεν µας είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους αντιδράσεις. Ηταν πραγµατικά ατρόµητος» λέει. Η Τανάζ µίλησε και πάλι µαζί του το τελευταίο βράδυ της ζωής του. Η γοητευτική Ινδή, η οποία συζούσε µαζί του από το 1995, ήταν η µόνη που τον έκανε να σκεφτεί τον γάµο. Κόρες µεγιστάνων, νεαρές γαλαζοαίµατες, ένας δεσµός µε την αρκετά µεγαλύτερή του αµερικανίδα σταρ Μπάρµπρα Στρέιζαντ, µια περιπέτεια µε την περιβόητη γραµµατέα του Ολιβερ Νορθ, Φον Χολ, φιγουράρουν στο πάνθεον των κατακτήσεών του.
Η κηδεία του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο, στο κοιµητήριο της Βουλιαγµένης. Στον τάφο του είναι γραµµένη η φράση «Εζησε ελεύθερος και επαναστάτης». Η Τανάζ, µε την οποία έκανε τις τελευταίες καλοκαιρινές διακοπές του στην ιδιόκτητη έκταση του πατέρα του στο Πόρτο Χέλι, έλεγε αργότερα ότι ο επαναστάτης, ασυµβίβαστος, νεαρός Κροίσος έφυγε από τη ζωή µε ένα παράπονο. Γνώρισε µεγάλες δηµοσιογραφικές επιτυχίες, δεν κατόρθωσε όµως να κάνει την πολυπόθητη συνέντευξη µε τον Οσάµα µπιν Λάντεν.
Ας ξετυλίξουµε, λοιπόν, το κουβάρι µιας πολυτάραχης ζωής για τον άντρα που εγκατέλειψε το glamorous lifestyle και τους σνοµπ φίλους του στα κυκλώµατα της διεθνούς αριστοκρατίας για να «βουτήξει» στα φλεγόµενα µέτωπα του πλανήτη.
Ενα πολυσχιδές και εκρηκτικό life story
O Κάρλος Μαυρολέων γεννήθηκε στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1958. Ηταν ο δεύτερος γιος του Μπλούη Μαυρολέοντος και της – µεξικανικής καταγωγής – ωραίας Τζιακόντα. Η οικογένεια Μαυρολέοντος, µε καταγωγή από την Κάσο, είχε κατακτήσει τη διεθνή ναυτιλιακή κοινότητα µε επιχειρήσεις οι οποίες εκτείνονταν από την Αθήνα και το Λονδίνο µέχρι το Μόντε Κάρλο και τη Νέα Υόρκη.
Ο Μπλούης Μαυρολέων, µεγάλος καρδιοκατακτητής και ο ίδιος, είχε νυµφευτεί την εγγονή του Σόµερσετ Μοµ, Καµίλα. Εκείνη τον εγκατέλειψε όταν ο Κάρλος ήταν µόλις τριών ετών, για να ακολουθήσει τον Count Chandon της γνωστής δυναστείας της σαµπάνιας Moët & Chandon.
Ο Κάρλος ήταν ένας πανέµορφος, ήσυχος πιτσιρικάς που συνήθιζε να µην ακολουθεί στις σκανδαλιές τον µεγαλύτερο αδερφό του Νίκι. Τον ακολούθησε, όµως, στα επτά του χρόνια στα σκαλοπάτια ενός αυστηρού δηµοτικού σχολείου σε προάστιο του Λονδίνου. Ο µικρός Μαυρολέων έµεινε εκεί ως οικότροφος, µαζί µε άλλους γόνους του ελληνικού εφοπλιστικού λόµπι του Λονδίνου. Αµέσως µετά φοίτησε στο περίφηµο Κολλέγιο του Ιτον.
Ο θάνατος του παππού του ήταν ένα δυνατό πλήγµα για τον Κάρλος. Ο µικρός είχε τροµερή αδυναµία στον Βασίλη Μαυρολέοντα, ο οποίος δηµιούργησε µια τεράστια περιουσία 120 εκατοµµυρίων δολαρίων, ξεκινώντας φτωχός από την ταπεινή Κάσο.
Ο Κάρλος έκανε την «επανάστασή» του εκεί, µέσα στους τοίχους του Ιτον. Ακολούθησε τα βήµατα πολλών νεαρών Βρετανών οι οποίοι εκείνη την εποχή µιλούσαν για αµφισβήτηση της πολιτικής, έπαιρναν ναρκωτικά, χόρευαν ξέφρενα στα κλαµπ και άλλαζαν τα κορίτσια σαν τα πουκάµισα.
Στα 14 του χρόνια ο γοητευτικός νεαρός µε τα πλούσια καστανά µακριά µαλλιά και το καλογυµνασµένο σώµα παίρνει LSD και κάνει µικροκλοπές σε καταστήµατα. Ηταν ένας τρόπος αντίδρασης, όπως έλεγε αργότερα. Ενάντια στο «σύστηµα». «Ολα αυτά γίνονται για πλάκα» έλεγε στις παρέες του.
Η τελευταία µικροκλοπή τού στοίχισε την αποβολή του από το Ιτον. Εκείνος, όµως, είχε πάρει ήδη τη µεγάλη απόφαση. Ξεκινούσε για ένα µεγάλο ταξίδι. Ενα ταξίδι χωρίς συγκεκριµένο προορισµό. Με λίγες στερλίνες στην τσέπη και την αγγλίδα φίλη του στο πλευρό του. Το ζευγάρι περνάει από την Ευρώπη στην Τουρκία κάνοντας οτοστόπ. Η Αγγλίδα δεν αντέχει τις… κακουχίες, τον εγκαταλείπει γρήγορα και εκείνος µπαρκάρει σε ένα καράβι µε προορισµό την Ινδία. Φτάνει στην Μπούρµα όπου εκείνη την εποχή οργίαζε το λαθρεµπόριο διαµαντιών. ∆ουλεύει σε εργοστάσιο κατασκευής χαλιών για ελάχιστα χρήµατα. Επιστρέφει στο Λονδίνο µε τη διαµεσολάβηση του βρετανικού προξενείου.
Μένει για κάποιους µήνες στο πατρικό σπίτι στη Fulham Road. Ο πατέρας του Μπλούης, ο οποίος ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ένα παιδί όπως ο Κάρλος που είχε τα πάντα έκανε διαδροµές σε «άγνωστα», επικίνδυνα µονοπάτια, νιώθει πανευτυχής. Πίστευε ότι ο µικρότερος γιος του θα µείνει επιτέλους κοντά του. Η περιουσία που άφησε ο παππούς του Μπαζίλ στον ίδιο τον Κάρλος περιελάµβανε ένα απίστευτο για την εποχή ποσό µετρητών, µαζί µε µετοχές και ακίνητα. Αυτός, όµως, έρχεται σε επαφή µε αφγανούς αυτονοµιστές σε ένα ταξίδι του στη Νέα Υόρκη και τους δίνει ένα µεγάλο ποσό για να βοηθήσει τον αγώνα τους απέναντι στους Σοβιετικούς. Εγκαταλείπει και πάλι την πατρική εστία. Αναχωρεί για το Αφγανιστάν, προσεγγίζει τα µυστικά στρατόπεδα των Μουτζαχεντίν, ακολουθεί τις µυστικές διαδικασίες µύησης, βρίσκεται συνέχεια στο πλευρό τους και αποδεικνύεται δεινός µαχητής.
Από το Αφγανιστάν περνάει στο Πακιστάν, παίρνει µέρος σε αυτονοµιστικές κινήσεις και έπειτα κατευθύνεται στην Αιθιοπία. Οι φήµες αναφέρουν ότι ήταν από τους πρώτους που όρµησαν στα ανάκτορα του δικτάτορα Μενγκίστου κατά την κατάρρευση του καθεστώτος του. Αρπάζει κάποια αντικείµενα από το γραφείο του σαν ενθύµια και επιστρέφει ξαφνικά στο Λονδίνο. Ο πατέρας του παθαίνει σοκ. Πίστευε ότι ο γιος του ήταν νεκρός.
O ωραίος Κάρλος προσαρµόζεται και πάλι στο glamorous lifestyle του Λονδίνου, του Παρισιού, του Μόντε Κάρλο, της Ιµπιζα, της Νέας Υόρκης. Συχνάζει στο prive Polo Club, γευµατίζει στα σαλόνια του Claridge’s στο Λονδίνο και στου Pierre στη Νέα Υόρκη, χορεύει στις ντίσκο του Τσέλσι, του Νότινγκ Χιλ, της Madison Avenue. Αλλάζει συχνά ερωτικές συντρόφους, ακολουθεί τον αδελφό του στην Ελβετία, µένουν για ένα διάστηµα στο σαλέ της Χριστίνας Ωνάση και έπειτα πετάει για το Λος Αντζελες. Ο Νίκι Μαυρολέων ερωτεύεται και αργότερα παντρεύεται την Μπάρµπαρα Καρέρα, ο ίδιος δηµιουργεί µια ερωτική ιστορία µε την Μπάρµπρα Στρέιζαντ και αργότερα µε τη Φον Χολ, γραµµατέα του Ολιβερ Νορθ. Ο Κάρλος τη βαριέται γρήγορα και της λέει ότι πρέπει να χωρίσουν. Η Χολ, τρελή για εκείνον, µπαίνει κρυφά στο σπίτι του και παγιδεύει τα τηλέφωνά του. Ο Μαυρολέων αναγκάζεται να προσφύγει στη ∆ικαιοσύνη για να προστατέψει τον εαυτό του από µια γυναίκα µε «αρρωστηµένο πάθος». Αποφασίζει να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά και ο αδελφός του Νίκι τον βοηθάει. Περνάει δύσκολες στιγµές, τα καταφέρνει όµως.
Τότε αποφασίζει να γίνει ανταποκριτής του CBS. Μια περίεργη απόφαση για πολλούς. Κάποιοι λένε ότι τον προσέγγισε η CIA λόγω των «γνωριµιών» του στις φλεγόµενες περιοχές του πλανήτη. Εκείνος κλείνει τα αφτιά του σε όλα αυτά και φεύγει διαδοχικά για Σοµαλία, Ρουάντα και Ιράκ. Ερχεται κοντά σε αµέτρητες ανθρώπινες τραγωδίες, αποκτάει εκατοντάδες φίλους. Σε µια αποστολή του στην Τζακάρτα γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, Τανάζ Φαζαϊπούρ. Πηγαίνει ξανά στο Αφγανιστάν. Επιστρέφει και κάνει διακοπές στη βίλα του Μπλούη µαζί µε την Τανάζ, τον Νίκι, την Μπάρµπαρα, τον Φίλιππο και τον Σπύρο Νιάρχο και τη φιλοξενούµενή τους στη Σπετσοπούλα, πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό.
Ξαφνικά τον ειδοποιούν για την αποστολή στο Πακιστάν. ∆έχθηκε αµέσως. ∆εν ήθελε να πάει κάποιος άλλος στη θέση του, λένε οι άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά του. Φτάνει στο Αφγανιστάν µε ένα σακίδιο που είχε µέσα ένα δορυφορικό τηλέφωνο, µια κάµερα charger, µια µικρή βιντεοκάµερα, ένα κασετόφωνο, φαρµακευτικό υλικό, ένα ραδιόφωνο και το βρετανικό διαβατήριό του µε αριθµό Β451472. Φτάνει στην Πεσαβάρ το απόγευµα της Κυριακής 23 Αυγούστου. Προσπαθεί ανεπιτυχώς να περάσει στο στρατόπεδο όπου πίστευε ότι κρυβόταν ο Μπιν Λάντεν. Το απόγευµα της Τρίτης 25 Αυγούστου οι πακιστανικές µυστικές υπηρεσίες τον συλλαµβάνουν. Τον αφήνουν ελεύθερο την Τετάρτη 26 Αυγούστου 1998. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Ο Κάρλος σίγουρα δεν επιθυµούσε να πεθάνει έτσι. Σε ένα µικρό, κλειστοφοβικό ξενοδοχείο, µε µια επίσηµη ανακοίνωση των πακιστανικών αρχών οι οποίες τον χαρακτήριζαν ηρωινοµανή. Είχε συνηθίσει την οσµή του θανάτου, ήξερε ότι κάθε µέρα που περνούσε βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτόν, θα προτιµούσε όµως το τέλος να έρθει καθώς πολεµούσε κοντά στους αντάρτες ή επάνω σε ένα τζιπ δηµοσιογραφικών αποστολών. Μέσα στη φωτιά της µάχης. Ο Κάρλος Μαυρολέων έζησε µια συγκλονιστική ζωή. Επαναστάτης, ατρόµητος, ασυµβίβαστος, µια αµφιλεγόµενη προσωπικότητα. Και ασφαλώς ο µύθος του έγινε η υστεροφηµία του.