Γεννήθηκα και µεγάλωσα στην Πόλη. Ζω εδώ και 50 παρά ένα χρόνια στην Αθήνα. Ολα αυτά τα χρόνια προσπαθώ να καταλάβω τι µας συνδέει και τι µας χωρίζει µε την Τουρκία. Μερικές από τις διαφορές µας είναι γνωστές από πολλές δεκαετίες: το Κυπριακό, το Αιγαίο, η ΑΟΖ. Οι άλλες διαφορές είναι µάλλον συγκριτικές. Να περιοριστώ σε ένα παράδειγµα: εµείς έχουµε µια δηµοκρατία η οποία αντέχει, ακόµη και σε περίοδο οξύτατης κρίσης. Η Τουρκία έχει µια τύποις δηµοκρατία που µπορεί να συγκριθεί µε τη δική µας της περιόδου 1950-1960.
Και τι µας ενώνει; Θα µπορούσε να αναφέρει κανείς εν µέρει την κοινή ιστορία µας, σίγουρα τη γειτνίασή µας. Εκείνο που µας ενώνει περισσότερο είναι, ωστόσο, η χαµηλή ποιότητα των πολιτικών και στις δύο χώρες. Αυτό ακριβώς ζούµε τις τελευταίες ηµέρες. Στην Τουρκία έχουµε έναν πολιτικό ηγέτη, τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αναµφίβολα προσέφερε πολλά στη χώρα του. Και τώρα τα γκρεµίζει για µια παράλογη σύγκρουση µε ένα πλήθος που διαµαρτύρεται. Φτάνει να απειλεί ακόµη και µε κάθοδο του στρατού. Πού; Ειδικά στην Τουρκία. Εµείς, πάλι, περάσαµε τρία φοβερά χρόνια κρίσης και αστάθειας. Εν τέλει καταφέραµε να φτάσουµε σε µια τρικοµµατική κυβέρνηση, η οποία έδειξε ότι σταθεροποιεί τη χώρα. Και ξαφνικά αυτή η σταθερότητα πήγε να γκρεµιστεί για µια παράλογη σύγκρουση γύρω από την ΕΡΤ, η οποία θα µπορούσε να αντιµετωπιστεί µε τελείως διαφορετικό τρόπο, χωρίς συνέπειες. Εν τέλει, αυτό που ενώνει περισσότερο τις δυο χώρες είναι το χαµηλό επίπεδο παιδείας και πολιτισµού των πολιτικών τους.
– Πέτρος Μαρκάρης – συγγραφέας
Ελληνες στην Πόλη: Πώς είναι να ζεις ως έλληνας στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Ταγίπ Ερντογάν και της πλατείας Ταξίμ – Από τη Δέσποινα Τριβόλη
Παναγιώτης Αυχουδιάς – επιχειρηματίας
Επισκέφτηκα την Πόλη για πρώτη φορά το 2003 και ξεκίνησα να µένω εδώ το 2007. Με µάγεψε ένα πρωινό καρέ της, ξηµερώµατα σχεδόν, όταν πηγαίνοντας για το αεροδρόµιο, στον δρόµο της πρώτης επιστροφής για Ελλάδα, είδα τον Βόσπορο ροδοχρυσαφί. Για έναν Πειραιώτη, η εικόνα ενός ολόκληρου στενού θάλασσας σε αυτό το χρώµα γαργαλάει τις αισθήσεις. Αισθάνθηκα ότι Πόλη δενείναι µόνο τα παλάτια και οι θησαυροί που είχα δει κατά τη διάρκεια της παραµονής µου εκεί.
Η Πόλη φιλοξενεί ένα κράµα πληθυσµών από όλη την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα έχει µακρύ πολυπολιτισµικό παρελθόν. Για αυτόν τον λόγο δεν µοιράζεται την ταυτότητά της µε καµία άλλη πόλη. Αν και αφοµοιώνει τους πάντες, είναι κατά βάση µια πόλη αφιλόξενη και δύσκολη για τους κατοίκους της. Οι Τούρκοι µοιάζουν πολύ µε τους Ινδιάνους, είναι µια κοινωνία συντηρητική, µε την οικογένεια σε πρωτεύοντα ρόλο, ενώ ανάλογα µε τον τόπο καταγωγής ακολουθούν διαφορετικά τελετουργικά. Ανάµεσά τους ζουν αρκετοί µεταµφιεσµένοι καουµπόηδες που κάνουν ζωή χαρισάµενη, εκµεταλλευόµενοι την αµάθεια και την καλοσύνη των Ινδιάνων, ενώ σε περίπτωση που ξινίσει το γλυκό υπάρχουν σερίφηδες και φύλαρχοι έτοιµοι να βάλουν τα πράγµατα στη θέση τους.Ολα αυτά µαζί, σε ένα όχηµα που λέει πως πάει Ευρώπη, αλλά µόλις άναψε το λαµπάκι της βενζίνης και στον χάρτη υπάρχουν µόνο χωµατόδροµοι. ΩςΕλληνας µε προσφυγικές ρίζες και δυτική εκπαίδευση, ζώντας στην Πόλη, νιώθω λίγο σαν στο «Χορεύοντας µε τους Λύκους» – ένας καουµπόης που γουστάρει τους Ινδιάνους.
Ολγα Αλεξοπούλου – ζωγράφος
Ηρθα εδώ το φθινόπωρο του 2005, πολύ προτού αρχίσει η κρίση στην Ελλάδα και τα τουρκικά σίριαλ κατακλύσουν την τηλεόραση. Εφυγα από την Αγγλία, όπου έµενα για χρόνια, και έφτασα σε µια Πόλη ατµοσφαιρική, µε καράβια να διασχίζουν τον Βόσπορο, σοκάκια που η αρχιτεκτονική τους σε οδηγεί µέσα από αιώνες Ιστορίας, έναν αυθορµητισµό που σε παρασύρει να δεις τον ήλιο να δύει πίσω από µεγαλοπρεπή τζαµιά και µετά να ανηφορίσεις στα µπαρ του Πέρα όπου παίζουν τσιγγάνικα και άλλα βαλκανικά συγκροτήµατα.Τώρα έχω το στούντιό µου σε ένα παλιό ψηλοτάβανο ρωµαίικο κτίριο του περασµένου αιώνα, όπου φτιάχνω τους πίνακές µου και τους στέλνω να εκτεθούν στην Ελλάδα και αλλού.Τον τελευταίο µήνα η Κωνσταντινούπολη και όλη η Τουρκία ζει µια ηλεκτρισµένη πρωτόγνωρη επανάσταση. Οι νέοι άνθρωποι, µια γενιά που µεγάλωσε στη σκιά του σκληρού πραξικοπήµατος του 1980, µακριά από διαδηλώσεις, προσπαθεί να πολεµήσει ένα αυταρχικό σύστηµα που πάει να τη συνθλίψει. Μερικοί από αυτούς έγραψαν σε έναν τοίχο µε σπρέι: «Η Ελλάδα είναι µαζί µας – Με αγάπη από την Τουρκία».
Γιώργος Μαρινάκης – ουτίστας
Βρέθηκα στην Πόλη για πρώτη φορά το 2003 σε ένα φεστιβάλ βαλκανικών χορών. Μου άρεσε η παραδοσιακή µουσική τους και αποφάσισα να κάνω τις πτυχιακές σπουδές µου εδώ. Φοίτησα στο Πανεπιστήµιο Γιλντίζ Τεκνίκ, αποφοίτησα το 2010. Αυτό το µωσαϊκό ανθρώπων µε διαφορετικά ήθη, έθιµα, παραδόσεις, αισθητική και τρόπο ζωής είναι πηγή έµπνευσης για τον καλλιτέχνη. Και στην καθηµερινότητα οι άνθρωποι είναι ευγενικοί, φιλόξενοι, καθόλου ξενόφοβοι. Οταν κάποιος βρίσκεται στο εξωτερικό, µετράει η προσωπικότητα, όχι η καταγωγή του. Πάντως, στην Πόλη, στον χώρο των γραµµάτων και των τεχνών το να είσαι Ελληνας είναι κατά κάποιον τρόπο προνόµιο.
Istanbul my love: 12 τοπ σηµεία από αυτούς που ξέρουν
ΓΙΑ ΒΟΛΤΑ
Ηλιοβασίλεµα στη Χαλκηδόνα: Δείτε την Αγία Σοφία να προσπαθεί να κρύψει τον ήλιο και αυτός να κάνει κατακόκκινο τον ουρανό.
Μπεϊλέρµπεϊ: «Μικρό χωριό» στη µέση µιας αχανούς πόλης.
Μονή της Χώρας: Τα πιο εντυπωσιακά ψηφιδωτά της Πόλης.
Kουζγκουντσούκ: Χωριό στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, δείγµα της Πόλης στα καλύτερά της.
Xαµάµ Τσεµπερλίτας: Το πέτρινο
χαµάµ που κλείνει 500 χρόνια ζωής.
Υδραγωγείο: Κατασκευασµένο από κολόνες αρχαίων ναών, η απόλυτη ανακούφιση έπειτα από περιήγηση σε Τοπ Καπί, Αγία Σοφία και Σουλτάν Αχµέτ Τζαµί.
ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ
Καράκιοϊ: Πλαστικές καρέκλες και πεντανόστιµο ψάρι ή γαρίδες στη σχάρα, στις ψαροταβέρνες επάνω στον Κεράτιο.
Παζάρι Καντίν: Ταβέρνες στον πεζόδροµο που φτιάχνουν µπουριάν κεµπάπ – το κρέας ψήνεται αργά, χωρίς µπαχαρικά, σε ένα πηγάδι µε φωτιά.
Χατζιαµπτουλάχ: Με πολίτικες γεύσεις, δίπλα από το Αγά Τζαµί.
Salt Galata: το περίφηµο κτίριο της Οθωµανικής Τράπεζας µε εκλεκτή «fusion» κουζίνα.
Alperenler Vaniköy: Για πρωινό α λα Τούρκα επάνω στον Βόσπορο.
Leb-i Derya: Μπαρ µε την καλύτερη θέα της Πόλης, ιδιαιτέρως στη δύση του ήλιου.
Σπονδυλωτή πόλη – Από τον Γιάννη Ζουµπουλάκη
Σ την εισαγωγή της «Αξέχαστης πόλης», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά το «Do Νot Forget Me Istanbul» (2012), ακούµε τον Πέτρο Μάρκαρη να λέει ότι «κάθε στενό της Κωνσταντινούπολης κρύβει κάτι» και αυτός ενδεχοµένως είναι ο λόγος για τον οποίο άργησε να γράψει για την Πόλη. Στην πιο συγκινητική ιστορία της ταινίας ο Μάρκαρης (που υπήρξε η ψυχή για τη δηµιουργία αυτού του φιλµ, σύµφωνα µε όσα δήλωσε ο παραγωγός της, Χουσεΐν Καραµπέι, σε συνέντευξή του στο «Βήµα») επιστρέφει στο σπίτι όπου µεγάλωσε, ύστερα από 51 χρόνια απουσίας. Το επεισόδιο σκηνοθέτησε η κόρη του, Ζοζεφίνα Μαρκαριάν.
Το πολύπτυχο φιλµ των επτά ιστοριών στη συσκευασία µίας ταινίας καλύπτει αρκετές πλευρές της Πόλης, από την άµεση καθηµερινότητα µέχρι την τουριστική ατραξιόν και τον πολιτικό σχολιασµό. Το ελληνοτουρκικό «µίσος» βγαίνει στο «Ξένοι κάτω από το µισοφέγγαρο» του Στέργιου Νιζήρη, όπου ένας κοµπλεξικός θεσσαλονικιός υφασµατέµπορος (Γιώργος Συµεωνίδης) συµβιβάζεται µε την τουρκική νοοτροπία ακόµη και ως θύµα απάτης. Το πιο διασκεδαστικό επεισόδιο όλων είναι το «Κοντεύουµε» του διόλου τυχαία καλύτερου σκηνοθέτη όλων, Χάνι Αµπού Ασάντ. Εδώ, µια παλαιστίνια γιαγιά, που εκδιώχθηκε το 1948 στη Συρία, επιστρέφει στην Πόλη για να συναντήσει ξανά την αδελφή της, την οποία είχε να δει 62 ολόκληρα χρόνια. Οµως θα χαθεί στους δρόµους της Πόλης, οπότε το επεισόδιο θα αποκτήσει µια γλυκιά αύρα πικρής κωµωδίας. Επτά µικρές ιστορίες, επτά σκηνοθέτες και η αύρα της Κωνσταντινούπολης, µε την παραµυθένια µαγεία, αλλά και την επιθετικότητα αγριµιού που ως γνωστόν εκπέµπει.
Της µόδας τα τελευταία χρόνια αυτές οι συλλογικές ταινίες πόλεων, από το «Παρίσι σ’ αγαπώ» µέχρι τις «Επτά µέρες στην Αβάνα». Δεν πειράζει, όµως, αν το αποτέλεσµα µετρά. Και εδώ µετρά.
Una faccia, una razza α λα greco – turca: Ο βασικός διχασμός Ελλάδας και Τουρκίας προέρχεται
απο τον εγκλωβισμό των δύο κοινωνιών σε μια κοινή μυθοπλασία. Από τον δημήτρη τριανταφύλλου
Bιώνοντας κανείς τις πρόσφατες διαδηλώσεις στην Τουρκία θα µπορούσε να βγάλει αρκετά συµπέρασµατα για τον χαρακτήρα του τουρκικού λαού και να κάνει µια σύγκριση µε τα καθ’ ηµάς. Εν µέρει η περίφηµη ρήση «una faccia, una razza», που σχετίζεται µε τα κοινά χαρακτηριστικά µεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, θα µπορούσε να περιγράψει έναν ουσιαστικό δυϊσµό µεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Να εξηγηθώ.
Κατ’ αρχάς, και στις δύο χώρες επικρατεί η αίσθηση της µοναδικότητας, της µοναξιάς, της εξαίρεσης, του πόσο παρεξηγηµένος είναι ο κάθε λαός. Εν πολλοίς, αυτή η αντίληψη πηγάζει από την ιστορική εξέλιξη και τη γεωγραφική θέση των δύο χωρών. Ανήκουν ή δεν ανήκουν στη λεγόµενη Δύση; Η ιστορική απουσία του Διαφωτισµού και στις δυο περιπτώσεις, παρ’ όλο τον δυτικό στρατηγικό προσανατολισµό τους, ιδιαίτερα µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, έχει εµπεδώσει την αίσθηση της εθνικής µοναξιάς. Η περίφηµη ρήση «είµεθα έθνος ανάδελφον» θυµίζει την αντίστοιχη τουρκική «οι Τούρκοι δεν έχουν φίλους, εκτός από άλλους Τούρκους».
Ο διχασµός µεταξύ «δυτικών» και «ανατολικών» αξιών στην Τουρκία, όπως και ο αντίστοιχος µεταξύ «δυτικών» και «ελληνικών» αξιών (µε όλες τις σχετικές αρχαιοελληνικές, βυζαντινές και άλλες αναφορές) πηγάζει από µιας πολιτισµικής φύσεως αίσθηση εθνικής µοναξιάς, η οποία καταλήγει να περιχαρακώνει την κοινή γνώµη και τις πολιτικές δυνάµεις, όταν σταθερά κάθε πρόβληµα είναι προϊόν διεθνούς συνωµοσίας που εξυφαίνουν «γνωστοί» εχθροί σε συνεργασία µε τους εγχώριους υπηρέτες τους.
Ετσι, οι δύο λαοί βρίσκονται εγκλωβισµένοι σε µια κυρίαρχη µυθοπλασία όπου κανείς δεν τους καταλαβαίνει και όλοι τούς επιβουλεύονται – «σκοτεινές» δυνάµεις, όπως το διεθνές «λόµπι των επιτοκίων» των τραπεζιτών και κερδοσκόπων τύπου Σόρος, οι ιµπεριαλιστές στο ρουθούνι των οπoίων µπαίνει ο ανυπότακτος Ρωµιός (ή ο υπερήφανος Τούρκος). Κυριαρχεί ένα ιδιότυπο σύνδροµο αδυναµίας και αδικίας, αποθεώνονται υπαρξιακοί διληµµατικοί συµβολισµοί: «Δύση» ή «Ανατολή», κοσµικό κράτος ή µετριοπαθές Ισλάµ, και η ανάγκη για ένα κράτος-πατερούλη εις βάρος µιας απαίτησης για µια πλουραλιστική, φιλελεύθερη δηµοκρατία, µια πιο ανοιχτή κοινωνία.
Η επικρατούσα αίσθηση περιθωριοποίησης σε Ελλάδα και Τουρκία οδηγεί στην αναπαραγωγή µιας ρητορικής διαχωριστικών γραµµών, στην αίσθηση στοχοποίησης και θυµατοποίησης, στην αυτοεπιβεβαίωση µιας «νεοπλασµατικής» εξαιρετικότητας των εθνικών µας αφηγήσεων. Καταλήγουµε έτσι και οι δύο να κουνάµε το δάχτυλο στους άλλους, αντί να κοιτάµε και λίγο στον καθρέφτη µας.
*Ο Δηµήτρης Τριανταφύλλου είναι διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Καντίρ Χας στην Κωνσταντινούπολη.
**Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουλίου 2013