Το να συζητήσεις µε έναν άνθρωπο 228 ετών δεν είναι δα και το πιο εύκολο πράγµα στον κόσµο. Τον πρώτο καιρό µετά τον θάνατό τους οι πιο πολλοί λαχταρούν να µιλήσουν. Για να διαλύσουν τις ψευδαισθήσεις που τρέφουν οι ζωντανοί σχετικά µε το επέκεινα. Για να εκφράσουν την αγάπη τους σε πρόσωπα που εγκατέλειψαν όταν απεβίωσαν. Για να αποκαταστήσουν αδικίες εις βάρος τους, οι οποίες διαπράττονται εξαιτίας της απουσίας τους. Οι φρεσκοπεθαµένοι κάνουν ό,τι µπορούν για να δώσουν κάποιο σινιάλο. Εµφανίζονται σε όνειρα, κολλητεύουν µε µέντιουµ, µετακινούν έπιπλα ή αναβοσβήνουν φώτα… Οσο περνούν, όµως, τα χρόνια τόσο η έγνοια τους για τα γήινα φθίνει. Ολοι οι δικοί τους πηγαίνουν να τους συναντήσουν. Τα σπίτια τους γκρεµίζονται, οι γειτονιές τους γίνονται αγνώριστες. Ακόµη και τα τοπία µεταµορφώνονται. Ελάχιστων η ανάµνηση επιζεί του βιολογικού τέλους τους για περισσότερο από έναν αιώνα.
Η λήθη – η παράδοση στην απόλυτη ανυπαρξία – πρέπει να ’ναι ανακουφιστική. Ετσι τουλάχιστον κατάλαβα, πασχίζοντας να «ξυπνήσω» τον Θεόφιλο Καΐρη και να τον κάνω να ασχοληθεί µαζί µου για µόλις µισή ωρίτσα. Μου κόπηκαν τα γόνατα προκειµένου να τον σηκώσω από το χώµα και να τον καθίσω σε µια πολυθρόνα απέναντί µου. Ο τριπλός εσπρέσο που του έφτιαξα – κι ας ήταν παρθένος στην καφεΐνη οργανισµός – κατάφερε να του διεγείρει τα νεύρα και το ενδιαφέρον µετά βίας για πέντε λεπτά. Στη συνέχεια, βλέποντάς τον διαρκώς να αφαιρείται ή να γλαρώνει, αναγκαζόµουν πότε να τον τσιγκλάω µε προκλητικές ερωτήσεις, πότε να καταντώ ακόµη πιο βλάσφηµος: να του φυσάω τον καπνό µου στο πρόσωπο. Οµολογώ πως ο Καΐρης στιγµή δεν έδειξε να ενοχλείται. Επρόκειτο για παπαδίστικη πραότητα; Για νεκρική απάθεια; Ενιωθε δικαιωµένος από την Ιστορία; Ή αδιάφορος για εκείνη; Μου απάντησε, πάντως, σε όλα µε σαφήνεια, δίχως υπεκφυγές και ρητορείες. Στα λόγια του διακρινόταν φλέγµα, αυτοσαρκασµός, που µακάρι να τον διέθεταν στο ελάχιστο όσοι στις µέρες µας περνιούνται για «∆άσκαλοι του Γένους». Η πρώτη απορία του ήταν πώς και τον θυµηθήκαµε.
Οι Ελληνες δεν σας ξέχασαν ποτέ. ∆εν κερδίσατε την υστεροφηµία ενός Κολοκοτρώνη, µα κάθε λίγα χρόνια κάποιος σας ανακαλύπτει µε ενθουσιασµό. «Να ’ναι καλά! Ο καθένας, ξέρετε, “διαβάζει” τους πεθαµένους µε τον δικό του τρόπο και για τις δικές του ανάγκες. Οι ταφόπλακες γίνονται συχνά καθρέφτες…».
Τι υπήρξατε, Θεόφιλε, πάνω από όλα; Εθνεγέρτης και πολέµαρχος στην Επανάσταση του ’21; Εκπαιδευτικός, διευθυντής των δύο πιο φηµισµένων σχολείων του καιρού σας στα Βαλκάνια, στο Αϊβαλί και στην Ανδρο; Πολιτικός, τρεις φορές βουλευτής; Ιερέας; Ιδρυτής θρησκείας; «Γιατί οφείλω να διαλέξω µία ιδιότητα; Μανία που έχετε οι σηµερινοί µε την εξειδίκευση! Με ενδιέφεραν, από παιδάκι, τα πάντα: η βοτανολογία και η λογοτεχνία. Ο πόλεµος και η θρησκεία. Η τεχνολογία. Εγώ, όπως θα ξέρετε, έφερα πρώτος στην Ελλάδα τηλεσκόπιο και έστησα το πρώτο υποτυπώδες εργαστήριο φυσικοχηµείας. Εζησα στον λεγόµενο “Αιώνα των Φώτων”. Και είχα την τύχη να βρεθώ στο επίκεντρο των εξελίξεων, στο κέντρο της Ευρώπης: το Παρίσι».
Προερχόσασταν από επιφανή οικογένεια. «Είναι αλήθεια. Συχνά συλλογιζόµουν πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία µου αν είχα γεννηθεί από αγρότες. Γι’ αυτό και το σχολείο που ίδρυσα στην Ανδρο το προόριζα κατ’αρχήν για τα ορφανά των πολεµιστών του ’21».
Τους οποίους διδάσκατε όπως εσείς θέλατε. «Εγώ διηύθυνα και ήµουν υπεύθυνος για την εκπαιδευτική διαδικασία».
Αγνοώντας τις αντιλήψεις – ακόµη και τη θρησκευτική πίστη – των γονέων τους; «Οταν γεννήθηκα, η ιδέα της εθνικής µας απελευθέρωσης δεν υπήρχε παρά µονάχα στα δηµοτικά τραγούδια, στις πολεµικές κραυγές των κλεφτών – που συχνά άλλαζαν στάση και γίνονταν αρµατολοί, δηλαδή µισθοφόροι της οθωµανικής εξουσίας – και στα µυαλά µερικών φωτισµένων Ρωµιών που είχαν κουραστεί να σταδιοδροµούν ως δραγουµάνοι του Σουλτάνου ή εντεταλµένοι ηγεµόνες του στις όχθες του ∆ούναβη. Καθένας εξ αυτών έτρεφε το δικό του όραµα σχετικά µε τη νέα Ελλάδα. Οι παπάδες – ακόµη και εκείνοι που πήραν εξαρχής τα όπλα – ονειρεύονταν µια χριστιανική επικράτεια, όπου θα κυβερνούσε ο λόγος του Θεού τους. Ο Ρήγας Φεραίος τραγουδούσε την ανατροπή της τυραννίας και τη δηµιουργία µιας πολυφυλετικής βαλκανικής οµοσπονδίας, µε χριστιανούς και Τούρκους αντάµα, άσπρους και “αράπηδες”. Ο Μακρυγιάννης, πάλι, το λέει ξεκάθαρα: “… Ας καθίσωµεν τώρα και ηµείς…”, οι αυτόχθονες αποκλειστικά ορθόδοξοι, Πελοποννήσιοι και Ρουµελιώτες, “να φάγωµεν ψωµί…”. Και ο λόρδος Μπάιρον, εκείνος ο άθεος προικισµένος ποιητής, δεν θα είχε – λέει – αντίρρηση, εφόσον η Επανάσταση ευοδωνόταν, να στεφθεί βασιλιάς των Ελλήνων…».
Και εσείς τι ήσασταν; «Εγώ έζησα πολλά – για τον καιρό µου – χρόνια και πέρασα από πολλά στάδια. Μεγαλωµένος σε εκκλησιαστικό περιβάλλον, δεν ήταν παράξενο που στα 18 µου χειροτονήθηκα διάκος. Τότε άλλαξα και το όνοµά µου, από Θωµάς σε Θεόφιλο. Στο βάθος, όµως, παρέµεινα Θωµάς – για όλα αµφέβαλλα, είχα ανάγκη να τα αγγίζω, να τα δοκιµάζω. Οι πλούσιοι προστάτες µου µε έστειλαν να σπουδάσω στη ∆ύση: Ελβετία, Ιταλία, Γαλλία. Στο Παρίσι, το 1807, γνωρίστηκα µε τον Αδαµάντιο Κοραή και µπολιάστηκα µε το πνεύµα της Γαλλικής Επανάστασης. Τότε άρχισαν να κλονίζονται µέσα µου οι χριστιανικές πεποιθήσεις…».
Παραµείνατε, όµως, παπάς… «∆εν θα µπορούσα να απαρνηθώ την πίστη µου αν δεν έβαζα στη θέση της µια καινούργια. Η ανάγκη να θρησκεύοµαι, να επικοινωνώ µε τον Θεό, ήταν ριζωµένη στον πυρήνα της ύπαρξής µου».
Είχατε πει ότι αποφασίσατε να προαχθείτε σε όλους τους ιερατικούς βαθµούς µε τη µάταιη ελπίδα ότι θα σας ξαναφώτιζε κάποια στιγµή το Αγιο Πνεύµα. Φαντάζεστε να σας έκαναν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και να σας ταλάνιζε ακόµη η δίνη της αµφιβολίας; «Πρώτη φορά θα συνέβαινε; Η “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη, η ιστορία της γυναίκας που ανεβαίνει στον θρόνο του Βατικανού, είναι µια υπερβολή που απηχεί ωστόσο αληθινές καταστάσεις… Τουλάχιστον εµένα δεν µε κίνησε ποτέ το στενό ατοµικό συµφέρον. Ούτε και λούφαξα για να διαφυλάξω τα κεκτηµένα µου»
Αυτό να λέγεται. Σηκώσατε από τους πρώτους µπαϊράκι το 1821. «Εβραζε το αίµα µου. ∆εν ήµουν τόσο καλός πολεµιστής όσο ρήτορας. Τους ξεσήκωνα µε τα λόγια, τους έπειθα πως αξίζει να ρισκάρουν τα πάντα… Ορισµένοι ίσως να µε κοίταζαν στραβά, να µε έβρισκαν υπερβολικά γραµµατισµένο για τα γούστα τους. Οταν, όµως, λαβώθηκα τρεις φορές στη µάχη, τους κόπηκε ο βήχας. Μετά κατηφόρισα από τον Ολυµπο στην Κόρινθο κι από εκεί στην Επίδαυρο για την Α΄ Εθνοσυνέλευση».
Είχατε γίνει πλέον πολιτικός. «Πολιτικός; Μεγάλη κουβέντα. Για να είσαι πολιτικός πρέπει να µπορείς να αγιάζεις, για το χατίρι του σκοπού σου, τα µέσα. Εγώ δεν είχα τέτοια στόφα. Ούτε και οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους στις Εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης. Γι’ αυτό και νοµοθετήσαµε τόσο φιλελεύθερα, υπερακοντίζοντας σε δηµοκρατικότητα όλα τα πολιτεύµατα της Ευρώπης. Γι’ αυτό και το Σύνταγµα της Επιδαύρου δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ…».
Ούτε και ο Καποδίστριας είχε πρόθεση να εφαρµόσει το Σύνταγµά σας. Εσείς, ωστόσο, τον υποδεχθήκατε µε ενθουσιασµό και εκφωνήσατε τον «χαιρετιστήριο» λόγο εκ µέρους των Ελλήνων. «Τον προϋπάντησα, µα τον προειδοποίησα κιόλας, αρκετά αυστηρά: “Ου συ, ουδέ ο υιός σου, ουδέ ο οικείος σου, ουδέ ο φίλος σου, ουδέ πνεύµα φατρίας, αλλά οι θεσµοί κυβερνώσι την Ελλάδα διά σου…”. Ο Καποδίστριας είχε ειλικρινή πρόθεση να στήσει ένα κράτος δικαίου, να οικοδοµήσει θεσµούς αδιάβλητους. Οι κοτζαµπάσηδες, που λαχταρούσαν να γίνουν πασάδες στη θέση των πασάδων, φυσικά τον εξόντωσαν».
Και εσείς αποσυρθήκατε στην Ανδρο… «Τι σηµαίνει “αποσύρθηκα”; Θαρρείτε πως η καρδιά του νεογέννητου κράτους µας χτυπούσε στην Αθήνα; Ενα χωριό παρέµενε η Αθήνα, που στο κέντρο του είχανε χτίσει το Παλάτι για να πηγαίνουν οι προύχοντες να συναγελάζονται µε τους Βαυαρούς και να χτυπούν µε τα τσαρούχια τους τον πολυέλαιο στις φιγούρες του τσάµικου. Εξού και η έκφραση “σιγά τον πολυέλαιο”… Εάν αρνήθηκα τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήµιο ήταν επειδή πίστευα πως ο άνθρωπος διαµορφώνεται στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής του, ως παιδί. Εκεί πρέπει να ευτυχήσει από δασκάλους».
Αρνηθήκατε, όµως, και το παράσηµο που σας προσέφερε ο Οθωνας… «Αυτό ίσως και να ήταν λάθος µου. Η ταπεινοφροσύνη µου – ή µάλλον η πεποίθησή µου πως σε µια πάµπτωχη χώρα δεν µοιράζουµε παράσηµα, αλλά ψωµί και βιβλία – θεωρήθηκε προσβολή προς τον βασιλιά. Μου το φύλαγαν και µόλις βρήκαν αφορµή…».
Για αφορµή επρόκειτο; Εδώ σας κατηγόρησαν ότι είχατε ιδρύσει καινούργια θρησκεία. «Απάντησα ευθύς, ρητά και κατηγορηµατικά: Θρησκείες δεν ιδρύουν οι άνθρωποι, αλλά µονάχα ο Θεός. Η Θεοσέβεια “έγδυνε” την πίστη στον ∆ηµιουργό από τα παγανιστικά χαρακτηριστικά της και της προσέδιδε φιλοσοφικό, παγκόσµιο και διαχρονικό χαρακτήρα…».
Τον Χριστό πάντως Τον αποκαθηλώσατε… «∆εν τον λατρεύαµε ως Υιό του Θεού – πώς µπορείς να είσαι γιος ενός πνεύµατος; – τον τιµούσαµε ωστόσο ως φωτισµένο, ενάρετο άνθρωπο».
Είχατε, πάντως, δοµή κανονικής θρησκείας: τι ναοί, τι γιορτές, τι ιερείς! «∆ιέθετα πράγµατι οργανωτικό οίστρο. Τους ναούς τους είχα σχεδιάσει µε το χέρι µου – κάηκαν φυσικά τα σχέδια εκείνα από τους διώκτες µου. Τις προσευχές, στη δωρική διάλεκτο, τις είχα συνθέσει επίσης εγώ. Οσο για τους λειτουργούς της Θεοσέβειας, γυναίκες και άντρες, τους είχα ιεραρχήσει σε πέντε τάξεις».
Εδώ θελήσατε να αλλάξετε το ηµερολόγιο… «Επηρεάστηκα, το οµολογώ, από τη Γαλλική Επανάσταση. Χώρισα τους µήνες σε τρία δεκαήµερα αντί για εβδοµάδες και τοποθέτησα την Πρωτοχρονιά στις 24 Σεπτεµβρίου, όπως ήταν στην αρχαιότητα. Ως έτος 1 όρισα το 1801. Με συκοφάντησαν ακόµη και για αυτό, πως τάχα το επέλεξα από εγωπάθεια, επειδή τότε είχα ξεκινήσει τις σπουδές µου. ∆εν καταλάβαιναν ότι τιµούσα απλώς την έναρξη του Αιώνα των Φώτων…».
∆ιέδωσαν επίσης ότι ανήκατε στη µασονία ή σε κάποια άλλη µυστική εταιρεία… «Στον καιρό µου οι µυστικές εταιρείες γνώριζαν µεγάλη άνθηση από τον φόβο των τυράννων. Και η Φιλική µια µυστική εταιρεία δεν ήταν; Εν πάση περιπτώσει, τη Θεοσέβεια εγώ ποτέ δεν την έκρυψα ούτε την αρνήθηκα. Την υπερασπίστηκα ως τη µόνη ταιριαστή θρησκεία σε µια ελεύθερη κοινωνία».
Είχατε πολλούς οπαδούς; «∆εν ήθελα οπαδούς, µα ισότιµους συνοµιλητές. Ο διάλογος µε ενδιέφερε. Αρκετοί άνθρωποι συγκινήθηκαν από τη Θεοσέβεια. Και ακόµη περισσότεροι µε υποστήριξαν όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία και η βασιλική εξουσία αποφάσισαν την καταστροφή µου. Το 1839, ο πυρπολητής Κανάρης διετάχθη ως αρχηγός του στόλου να µε απαγάγει από την Ανδρο και να µε οδηγήσει στην Αίγινα και µετά στην Αθήνα. Η προσωπική του συντριβή ήταν ολοφάνερη. Οι συντοπίτες µου µε συνόδευσαν κλαίγοντας ως την αποβάθρα. Στην πρωτεύουσα, ο κόσµος ήθελε να ζευτεί και να τραβήξει την άµαξα που θα µε πήγαινε στην Ιερά Σύνοδο για να δικαστώ. Οι εφηµερίδες είχαν διχαστεί. Οι µισές µε υποστήριζαν µε πάθος».
Επικράτησε η γνώµη των άλλων µισών. «Αφού µε κατακεραύνωσε µέχρι και το Πατριαρχείο, αφού µου έκλεισαν τη Σχολή, αφού µε ταλαιπωρούσαν µε δίκες και εξορίες επί δέκα και πλέον χρόνια, µε φυλάκισαν σε δύο µοναστήρια, σε απόλυτη αποµόνωση, για να επανέλθω δήθεν στον ορθό δρόµο. Επεδίωκαν όµως τον θάνατό µου. Οταν ο εισαγγελέας έστειλε αναφορά στον υπουργό ∆ικαιοσύνης για την άθλια κατάσταση της υγείας µου, εκείνος απάντησε: “Εφόσον είναι έτσι κι αλλιώς άρρωστος, γιατί να του αλλάξουµε κελί;”. Ο θάνατος επήλθε σαν λύτρωση στις αρχές του 1853…».
Η έσχατη ταπείνωση ήρθε µετά. Ξέθαψαν το σώµα σας, σας άνοιξαν τα σπλάχνα και τα περιέχυσαν µε ασβέστη… «Ισχυρίστηκαν ότι το έκαναν για υγειονοµικούς λόγους. ∆εν τους κρατάω κακία. Απλοί άνθρωποι ήταν, σε µόνιµη σύγχυση…».
Σχεδόν ό,τι είχατε σπείρει σαρώθηκε. Η εκπαίδευση παρέµεινε προσηλωµένη στους τύπους. Το ιδεολόγηµα του ελληνοχριστιανισµού καλά κρατεί. Οι επίγονοι των κοτζαµπάσηδων εξακολουθούν να κάνουν σε µεγάλο βαθµό κουµάντο… «Η Ιστορία δεν προχωρά µε ευθύγραµµο τρόπο ούτε όµως και επαναλαµβάνεται µονότονα. Ακολουθεί σπειροειδή, ανοδική πορεία. Οπως µε πληροφορήσατε κι εσείς στην αρχή της κουβέντας µας, όλο και κάποιοι µεταγενέστεροι µε ανακαλύπτουν. Θα επιθυµούσα να συγκρατούν από τον βίο µου όχι τόσο εκείνα που επαγγέλθηκα όσο εκείνα που αµφισβήτησα. Κάθε κρίσιµη περίοδος, όπως αυτή που τώρα περνάτε στην Ελλάδα, µπορεί να γίνει εφαλτήριο για ένα νέο ξεκίνηµα. Προσωπικά, παραµένω αισιόδοξος. Βρίσκω τον εαυτό µου στους στίχους του µέγιστου ποιητή µας, του Κωνσταντίνου Καβάφη: “… Κατόπι – στην τελειοτέρα κοινωνία – κανένας άλλος καµωµένος σαν εµένα βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάµει”».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ