Στις αρχές του 20ου αιώνα το λοφάκι της Δεξαμενής ήταν μια από τις εξοχές της πόλης. Οι Αθηναίοι έβγαζαν βόλτα τα πιτσιρίκια τους και οι πνευματικοί άνθρωποι ανέβαιναν ως εκεί για να γράψουν, να εμπνευστούν και να ανταλλάξουν ιδέες απολαμβάνοντας τη θέα που έφτανε ως τη θάλασσα και τη γαλήνια φύση που απλωνόταν τριγύρω. Σημείο συνάντησης: το καφενείο της πλατείας. Παπαδιαμάντης, Βάρναλης, Καζαντζάκης, Σουρής, Κονδυλάκης και άλλοι κάθονταν στα τραπεζάκια που απλώνονταν στην κατηφορίτσα και συζητούσαν με τις ώρες.
Έκτοτε η πόλη «αγρίεψε», τα σπίτια και οι πολυκατοικίες έφτασαν μέχρι τον ήσυχο λόφο αλλά το «Νηπιαγωγείο – Μπαρ – Γηροκομείο», όπως ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης είχε βαφτίσει αυτόν τον καφενέ, συνέχισε την πορεία του. Τη δεκαετία του ’80 εκτός από ποιητές και λογοτέχνες στη Δεξαμενή «ουζάκι με μεζέ» απολαμβάνουν άνθρωποι του θεάματος όπως οι Νίκος Παναγιωτόπουλος και Νίκος Κούνδουρος αλλά και η νεολαία της πρωτεύουσας που διψάει για κουλτούρα.
Η συνέχεια απογοητευτική. Το καφενείο κλείνει και οι προσπάθειες να ξανανοίξει δεν ευδοκιμούν καθώς, όπως λένε, ο δήμος Αθηναίων στον οποίο και ανήκει ζητά απαγορευτικά για την εποχή ενοίκια.
Σήμερα τα νέα είναι καλά. Μετά από 3,5 περίπου χρόνια η Δεξαμενή άνοιξε ξανά. Και το καλύτερο; Είναι όπως παλιά. Σιδερένια ρετρό τραπεζάκια γεμίζουν τον πεζόδρομο και οι θαμώνες απολαμβάνουν τον καφέ, το ποτό και τα μεζεδάκια τους κάτω από μια σκουροπράσινη τέντα. Πίσω από την αναβίωση βρίσκονται οι Νεκτάριος Νικολόπουλος και Παύλος Γιαβής, γνωστοί από το επιτυχημένο μπαρ Perfect Ten που επίσης διατηρούν στο Κολωνάκι (Πλουτάρχου).
Όπως μας ενημερώνουν οι υπεύθυνοι το καφενείο της Δεξαμενής σκοπεύει να διατηρήσει τη φιλοσοφία του χώρου, να ζωντανέψει την ανάμνηση. Το πρωί ανοίγει στις 10.00 και το βράδυ δεν κλείνει πριν τις 2.00. Σε πείσμα της φιλοσοφίας της περιοχής, Κολωνάκι γαρ, εκεί δεν θα πιεις daiquiri ούτε θα φας καρπάτσιο ξοδεύοντας σε μια νύχτα το μισό μηνιάτικο. Θα απολαύσεις όμως ελληνικό με €1,50, βανίλια υποβρύχιο με €1, φρέσκο χυμό πορτοκαλιού με €3, μπύρα με €2,50, ελληνικά κρασιά από €12 τη φιάλη, ούζο και τσίπουρο από €8 τοκαραφάκι.
Όσο για το τσιμπολόγημα, εξίσου αξιόλογο και φθηνό. Στην κουζίνα οι φωτιές ανάβουν στις 13.00 και σβήνουν δώδεκα ώρες μετά. Ο σεφ ετοιμάζει κλασικούς ελληνικούς μεζέδες όπως όσπρια φούρνου (€3), χταπόδι (€5), σουπιά κρασάτη (€4) αλλά και ελαφρώς εκμοντερνισμένους: Φακές με λιαστή ντομάτα, μανούρι και μυρωδικά (€3,50), μπιφτεκάκια με σάλτσα βασιλικού και αμύγδαλα (€3,90), κοτόπουλο μαριναρισμένο σε μουστάρδα, μέλι και μπέικον (€3,90). Από τα γλυκά δεν μπορούσε να λείπει ο σιμιγδαλένιος χαλβάς (€3) και τα σπιτικά γλυκά του κουταλιού (€1,50). Στα συν της Δεξαμενής και το σέρβις το οποίο είναι γρήγορο και εξαιρετικά ευγενικό.
Η ανταπόκριση; Άμεση και σχεδόν συγκινητική. Το νεκρό τοπίο των τελευταίων χρόνων εδώ και περίπου ένα μήνα έχει αποκτήσει πάλι χρώμα και ήχο. Ηλικιωμένοι που απολαμβάνουν τον καφέ τους νοσταλγώντας το παρελθόν, μαμάδες με παιδιά και κατοικίδια που ξαποσταίνουν από τα ψώνια και τη βόλτα, νεαρόκοσμος που πίνει φρέντο γελώντας και χαζεύοντας σε ένα χώρο που αν και έχει πατήσει τα 80 κρατιέται πιο ζωντανός από ποτέ.