Γεννήθηκα σε μια μονοκατοικία της οδού Ρόδου, κοντά στην Αχαρνών, λίγο πιο πάνω από τις γραμμές του τρένου, στις 6 Μαρτίου του 1950. Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκα τον μήνα Μάρτη. Τον μήνα αυτόν ο κόσμος της γαστρονομίας βρίσκεται στον αστερισμό τού οδηγού Μισλέν, τα αστέρια του οποίου καθορίζουν τις τύχες των εστιατορίων. Ολοι εμείς οι εμμονικοί με το φαγητό, οι γκουρμέ όπως μας αποκαλούν, τον μήνα Μάρτη περνάμε τις ώρες και τα λεπτά συζητώντας για σεφ και νέα πιάτα, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίζουμε ταξίδια σε γαστρονομικούς προορισμούς. Τον μήνα αυτόν, μόλις πάει να σκάσει η άνοιξη και λίγο πριν γεννηθούν τα τροφαντά αρνάκια που θα κοσμήσουν τους φούρνους και τις σούβλες μας, τις κρύες ακόμη νύχτες του, ονειρευόμαστε όταν κοιμόμαστε πουλάδες βουτυράτες της Βρέστης, γεμισμένες με μαύρες τρούφες από το Περιγκόρ, σε τριάστερα εστιατόρια. Η χρονιά για μας ξεκινά τον Μάρτιο. Στον βαθμό λοιπόν που αφιέρωσα τη ζωή μου στο φαγητό και που χαρακτηρίζω τον εαυτό μου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έναν επικούρειο κριτικό εστιατορίων, ήταν μοιραίο να γεννηθώ τον μήνα αυτόν κάτω από γαστρονομικά αστέρια που την εποχή εκείνη της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής, μίζερης και μαυρόασπρης Ελλάδας φαίνονταν σαν ένας πολύ, μα πάρα πολύ, μακρινός γαλαξίας.
Τα γεννητούρια μου όμως, όπως μου αφηγήθηκαν αργότερα οι γονείς μου, τα γιόρτασαν με τριήμερο τρικούβερτο γλέντι στο σπίτι στην οδό Ρόδου, με φαγητά, χορό και χαρτοπαιξία, με τη μουσική να την έχει προσφέρει ο Τσιτσάνης, ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα μου. Φαντάζομαι τη μάνα μου να φέρνει τα φαγητά στην τραπεζαρία, λαμποκοπώντας και καμαρώνοντας, σχεδόν χορεύοντας, λικνιζόμενη στον ρυθμό των 9/8, μελαχρινή με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, ενδεχομένως φορμαρισμένα μιζανπλί, τσαχπίνα, μπριόζα και αλέγρα, όνομα και πράγμα, εφόσον Αλέγκρα ήταν το όνομά της, Αλίκη το χαϊδευτικό της, με καταγωγή από τη σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη. Πιατέλες με ψητά αλλά και μαγειρεμένα αρνιά, κοτόπουλα σουβλιστά, πίτες με τυριά, με σπανάκι ή με συκωταριά, σαλάμια ροδαλά, σαλάτες πλουμιστές, λακέρδες και τσίροι, αυγοτάραχα, μπρικ και ταραμάδες, αχνιστές μακαρονάδες με ροσμπίφ, πασπαλισμένες με κεφαλοτύρι, ψάρια καλυμμένα με μαγιονέζα, πλούσια και ποικίλα εδέσματα, σύμβολα μιας αφθονίας που τότε έλειπε από την Ελλάδα. Και φυσικά από το γλέντι δεν έλειπαν τα μπουρεκάκια με μελιτζάνα και φέτα της μάνας μου, όχι ακόμη τόσο φημισμένα και ούτε τόσο καλοφτιαγμένα, τα οποία αργότερα θα γίνονταν ανάρπαστα από τους καλοφαγάδες της Θεσσαλονίκης. Ολα αυτά τα φαγητά, στοιβάζονταν ανάκατα κι επιδεικτικά στο τραπέζι, απ’ όπου τσιμπολογούσαν οι καλεσμένοι πίνοντας κρασί χύμα, ρετσίνα ή κοκκινέλι, ή ακόμη και ουίσκυ που ήταν σπάνιο μεν αλλά πολύ της μόδας τότε. Ο ξανθομπόμπιρας αδελφός μου, εφτά χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ο οποίος άκουγε στο υποκοριστικό Λέλος (από το Λεόν), θα καθόταν κάπου απόμερα, ίσως έχοντας την ευθύνη της φύλαξής μου, με τον νου του στην κούνια όπου κοιμόταν το μωρό.Φυσικά δεν θα συμμετείχε στο φαγοπότι, όχι γιατί δεν του επιτρεπόταν, αλλά γιατί δεν έτρωγε τίποτα. Ποτέ. Αυτή ήταν η αίσθησή μου όσο μεγάλωνα, ότι ο αδελφός μου δεν έτρωγε.Πώς μεγάλωνε, μου ήταν πάντα ένα μυστήριο.Και ήταν ψηλότερος από μένα που έτρωγα τα πάντα, ενώ αυτός έμενε νηστικός. Μόνο γάλα τον έβλεπα να πίνει, κατευθείαν από το μπουκάλι, όπως είχε δει να κάνει ο Τζέιμς Ντην στην ταινία Επαναστάτης χωρίς αιτία. Γι’ αυτό ήταν και τόσο αδύνατος, παιδί της κατοχής, μεγαλωμένος στο βουνό με τους αντάρτες –όπως μου αφηγήθηκαν αργότερα–, με κρέμα φτιαγμένη από κατσικίσιο γάλα και καλαμποκάλευρο, ενώ εγώ ήμουν παχουλός σαν αρνάκι γάλακτος, ένας κλασικός baby boomer.
Ξανθός γεννήθηκα κι εγώ, όπως κι ο αδελφός μου, κατάξανθος με γαλανά μάτια, και κορόιδευαν τη μαυροτσούκαλη μάνα μου ότι μας έκανε με Γερμανό, αλλά ήταν κι ο πατέρας μου ξανθός οπότε υπήρχε εξήγηση. Ο πατέρας μου, κι αυτός Εβραίος Σεφαραδίτης από τη Θεσσαλονίκη, ήταν δαιμόνιος και πανέξυπνος, και είχε καταφέρει να γλιτώσει από τη μανία και τον διωγμό των Γερμανών δραπετεύοντας με τη μάνα μου, λεχώνα με τον αδελφό μου, στην Αθήνα. Αυτός στα βουνά πολεμώντας, η μάνα μου κρυμμένη για έναν χρόνο σ’ ένα υπόγειο στην Καισαριανή. Οι υπόλοιποι από τις πολυάριθμες οικογένειές τους, μαζί με τις αναμνήσεις τους, τα γιορταστικά τραπεζώματα, τις φιλοδοξίες και τα όνειρά τους, χάθηκαν σχεδόν όλοι στα στρατόπεδα.
Οταν τελείωσε ο πόλεμος, οι γονείς μου με τον αδελφό μου επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη.Την βρήκαν όμως αφιλόξενη και άδεια, χωρίς την οικειότητα εκείνη με την οποία είχαν μεγαλώσει. Ολα τα μέρη της είχαν αλλάξει, αλλά ιδίως το κέντρο της πόλης, η Διαγώνιος, εκεί όπου είχε γεννηθεί η μάνα μου. Και το λιμάνι, έρημο κι αυτό, δίχως εμπορεύματα και δίχως δουλειά για τον πατέρα μου. Πόλη φαντασμάτων, όπως τη χαρακτήρισε κι ο Μαζάουερ, με ξεριζωμένες ρίζες, με ξεριζωμένες ακόμη και τις πλάκες των τάφων των προγόνων τους. Τους φαντάζομαι να νιώθουν μια ανατριχίλα καθώς περιδιάβαιναν την τόσο οικεία, αλλά και τόσο ξένη πλέον, σχεδόν εχθρική, Τσιμισκή· να θλίβονται στη σκέψη των σπιτιών τους δίχως τους δικούς τους και δίχως αρώματα από φασόλια, μελιτζάνα και καμένο κρεμμύδι.Κι έτσι έφυγαν για την ουδέτερη από συναισθήματα και αναμνήσεις Αθήνα.
Ο πατέρας μου, ο Ραφαήλος όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ο Κώστας, όπως τον έλεγε η μάνα μου –Κώστας Μακρής ήταν το ψεύτικο όνομα που χρησιμοποιούσε στην Κατοχή–, κατάφερε με κόπο και δανεικά ν’ ανοίξει ένα μαγαζάκι με τσουβάλια στον Πειραιά, στην περιοχή που του θύμιζε περισσότερο την αγαπημένη του Σαλονίκη, όπου θα μπορούσε να είναι κοντά στο σινάφι του, τους αρχοντορεμπέτες, πλάι στα κουτούκια με τα μπουζούκια και τα πλείστα όσα άλλα πονηρά και κιμπάρικα. Ο αδελφός μου, δαίμονας σωστός, αεικίνητος, ατίθασος και ζωηρός, το ’σκαγε από το σπίτι, σκαρφάλωνε σ’ ένα τραμ και πήγαινε μόνος του στον Πειραιά να βρει τον πατέρα μου και να σουλατσάρει στα σοκάκια του λιμανιού.
Εγώ φυσικά έμενα σπίτι, στη μονοκατοικία της οδού Ρόδου. Οχι μόνο διότι ήμουν μικρούλης, μια ξανθιά τροφαντή μπαλίτσα, αλλά κυρίως επειδή δεν είχα ποτέ την τόλμη και το θράσος του αδελφού μου.Πάντα ήμουν σπιτόγατος, πάντα δειλός και σχεδόν πάντα χωμένος σ’ ένα βιβλίο ή, ακόμη καλύτερα, σ’ ένα πιάτο φαΐ. Οταν μεγάλωσα λίγο και κατάφερνα να σταθώ στα δυο μου πόδια, πήγαινα μέχρι την εξώπορτα, καθόμουν στο κατώφλι του σπιτιού, την ώρα που ’πεφτε ο ήλιος, και χάζευα το παιδομάνι που αναστάτωνε τη γειτονιά με τις φωνές και τα παιχνίδια. Η μάνα μου, μου αφηγούνταν μετά ότι σιγομουρμούριζα με τον δικό μου τρόπο το χιτ της εποχής: Ενα βράδυ που ’βρεχε, που ’βρεχε μονότονα… Κάποιες φορές μ’ έχαναν και μ’ έψαχναν παντού, με τη μάνα μου σε πλήρη (και μόνιμο) πανικό να ουρλιάζει το όνομά μου με τη χαρακτηριστική μουσική και μακρόσυρτη προφορά των παλιών Εβραίων της Θεσσαλονίκης: Αλμπερτίιικο, πού είσαι mi alma (ψυχή μου, στα Σεφαραδίτικα). Την πρώτη φορά που μ’ έχασαν, πραγματικά ένιωσαν πανικό.Τις άλλες φορές πλέον ήξεραν, ήμουν στο σπίτι της Μαρίας και του Μπάμπη, μπροστά στην παγωνιέρα τους, τρώγοντας το ένα πίσω από το άλλο μπαρμπούνια τηγανητά που είχαν ξεμείνει απ’ το μεσημέρι.
Αποχαιρετώντας τον Επίκουρο της γαστρονομίας