Η κουζίνα της Μέσης Ανατολής ήταν ανέκαθεν από τις αγαπημένες μου. Μου αρέσουν τα ζουμερά κεμπάπ τους, οι ζεστές πιτούλες που αντικαθιστούν το ψωμί, η «μπαμπαγκανούς», όπως ονομάζουν τη δική τους εκδοχή της μελιτζανοσαλάτας, το ταμπουλέ, τα τουρσιά, η χρήση των ξηρών καρπών σε διάφορες συνταγές, οι πλιγουροκεφτέδες (γεμιστοί με κιμά και κουκουνάρι), τα φαλάφελ, τα ντιπ από ταχίνι… (Ετσι μου έρχεται να σταματήσω το γράψιμο και να αναζητήσω το πιο κοντινό έθνικ εστιατόριο.) Πιο πολύ, όμως, μου αρέσει το χούμους: ο λαχταριστός πουρές από ρεβίθια, με τον οποίο μπορώ να τρέφομαι από το πρωί ως το βράδυ. Το διαπίστωσα και στο ταξίδι που έκανα πριν από μερικές εβδομάδες στο Ισραήλ. Οπου μόνο μέσα στον Πανάγιο Τάφο δεν σερβίριζαν τη σπεσιαλιτέ. Οπουδήποτε αλλού πήγα, το χούμους μού το παρείχαν σε αφθονία. Αλλού με περισσότερο, αλλού με λιγότερο ταχίνι. Αλλού χωρίς ταχίνι, μόνο με ελαιόλαδο. Κάποιες φορές συνοδευόμενο από καβουρντισμένα κουκουνάρια. Αλλοτε πασπαλισμένο με κύμινο, ή με πάπρικα, ή με μαϊντανό. Ακόμη και σε εκδοχή με κρέας το δοκίμασα: ο πουρές απλωμένος στο πιάτο και στη μέση του μια λακκουβίτσα την οποία γέμιζαν με ζεστό, φρεσκοκαβουρντισμένο κιμά (η θεϊκή γεύση του παραμένει στο στόμα μου τόσες μέρες μετά). Χούμους στο πρωινό των ξενοδοχείων, συνοδευμένο από ψιλοκομμένη αγγουροντοματοσαλάτα που πρόσθετε στη γήινη, χωμάτινη γεύση του οσπρίου ευπρόσδεκτη δροσιά. Χούμους για δεκατιανό στους δρόμους του Τελ Αβίβ, της Ιερουσαλήμ, της Ναζαρέτ και της Τιβεριάδας: ζεστή πιτούλα, μέσα της δύο φαλάφελ, μπόλικος μαϊντανός, μπαχαρικά και μια γενναιόδωρη κουταλιά της σούπας από τον πουρέ των ονείρων μου! Χούμους το μεσημέρι στα παραδοσιακά εστιατόρια: για πρώτο πιάτο, μαζί με δεκάδες άλλα μικροσκοπικά πιατάκια με μεζέδες («σαλάτα» το έλεγαν, μόνο που η κάθε σαλάτα αποτελούνταν από 10 ως 15 επιμέρους μίνι σαλατούλες): αγκινάρες τουρσί, πλιγούρι κοκκινιστό, καλαμπόκι, παντζάρι, σελινόριζα κομμένη σε λεπτές, σχεδόν διάφανες φέτες, βραστές πατατούλες με διάφορα μπαχαρικά, μαϊντανός με λαδολέμονο, βολβοί, κρεμμυδάκια, αγγούρι και ντομάτα, ελιές (δεκάδες οι ποικιλίες τους), μελιτζάνα και κολοκυθάκια (τουρσί και αυτά)… Πάλι το ίδιο κόλπο: ανοίγεις την πιτούλα, τη γεμίζεις χούμους και συνοδεύεις με το αυτοσχέδιο μπουρέκι όλα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ που βρίσκονται στο τραπέζι. Περιττό να προσθέσω ότι το απόγευμα, εκεί γύρω στις 6.00, που με έπιανε κάτι σαν λιγούρα, έτρωγα πάλι χούμους. Και ότι στο δείπνο το χούμους ήταν απαραίτητο συνοδευτικό του θαυμάσιου ισραηλινού κρασιού που απολάμβανα. Με λίγα λόγια, και σε… σαμπουάν να το εύρισκα (πώς και δεν έχει σκεφτεί κανένας και αυτή την εκδοχή), θα το χρησιμοποιούσα. Το καλύτερο από όλα; Παρ’ ότι τα όσπρια παχαίνουν, το παρασκευασμένο από όσπρια χούμους με αδυνάτισε: 74 κιλά ήμουν πριν από το ταξίδι, 72 κιλά γύρισα έπειτα από δέκα ημέρες στο Ισραήλ. Γνωρίζουν οι έλληνες διαιτολόγοι που μας έχουν πεθάνει στη βραστή γαλοπούλα και στο 2% γιαούρτι ότι… επιταχύνει τις καύσεις; Υπάρχουν, βεβαίως, και οι φίλοι που ισχυρίζονται ότι τα δύο κιλά τα έχασα επειδή έκανα περί τα 20 χιλιόμετρα την ημέρα με τα πόδια σε κάτι απίστευτες ανηφόρες στην έρημο. Παρ’ ότι κάτι μου λέει ότι έχουν δίκιο, εγώ θα επιμείνω στη δική μου εκδοχή, εκείνη του χούμους που αδυνατίζει. Γιατί αυτή με συμφέρει. Αν αδυνατίζει και το ταχίνι στην εξαιρετική συνταγή που παραθέτω; Φυσικά!
*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014.