Εκείνη την ημέρα ξύπνησε αργά, αλλά αποφασισμένος. Τα βήματά του ήταν βαριά, ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό… Κατά τις 2 μ.μ. ο Καρυωτάκης ξεκίνησε από το σπίτι του και ένα μισάωρο αργότερα βρέθηκε στο παραλιακό καφενείο «Ο ουράνιος κήπος», ιδιοκτησίας τότε Διονυσίου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε, γιατί ο ποιητής, προτού φύγει, του άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν μόλις 5 δραχμές. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί, όπου έγραψε τις τελευταίες του σημειώσεις.
Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε, μεταξύ άλλων: «Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα δέκα ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!». Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, στις 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από τον «Ουράνιο κήπο» της Βρυσούλας προς το Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Εριξε μια ύστατη ματιά στην προκυμαία και έπειτα ξάπλωσε με βουρκωμένα μάτια κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με ένα περίστροφο τύπου Pieper Bayard 9 χλστ., αφού σημάδεψε στην καρδιά. Ο ήχος του πυροβολισμού τάραξε τη μεσημεριανή ησυχία της Πρέβεζας. Η τότε χωροφυλακή κατευθύνθηκε προς το σημείο, όπου εντόπισε τον Καρυωτάκη και τράβηξε μια φωτογραφία της σορού, στην οποία φαίνεται κουστουμαρισμένος, με ψαθάκι και με το πιστόλι στο χέρι, τοποθετημένο στο στήθος.
Εναν μήνα νωρίτερα, στις 18 Ιουνίου 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι, κατόπιν δυσμενούς μετάθεσης. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρέβεζας, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Κώστας Καρυωτάκης, ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα επιβλητικό διώροφο κτίριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που δυστυχώς σήμερα έχει γκρεμιστεί.
Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Το κτίριο διατηρείται ανέπαφο, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν ακόμη ορισμένα έπιπλα και αντικείμενα που χρησιμοποίησε ο αυτόχειρας ποιητής. Κάποιες πολυθρόνες, ένα σιδερένιο κρεβάτι, μια σερβάντα, ένας στρογγυλός καθρέφτης με είδη ξυρίσματος, μια ξυλόγλυπτη ντουλάπα, ένα κοστούμι και μια δερμάτινη βαλίτσα είναι ό,τι άφησε πίσω του. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα, ενός δωματίου τότε, παραχωρούνταν από τη Νομαρχία της πόλης σε όποιον πήγαινε να εργαστεί εκεί από άλλη περιοχή. «Σήμερα το δώμα όπου έμενε ο Καρυωτάκης έχει χωριστεί με μια μεσοτοιχία σε δύο υπνοδωμάτια», όπως μου έδειξε η κυρία Σοφία Λελόβα, η σημερινή ιδιοκτήτρια του σπιτιού.
«Στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά τον θάνατό του δεν ήξερα ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξα» δήλωνε συγκλονισμένη η τότε σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη, Πηνελόπη Λυγκούρη, σε ντοκιμαντέρ-έρευνα του Φρέντυ Γερμανού που προβλήθηκε το 1981 στη δημόσια τηλεόραση. Επίσης δήλωσε ότι «είχε τρία κοστούμια γαλλικά, που αγόρασε στο Παρίσι, και ήταν πάντα άψογα ντυμένος με γραβάτα». Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και η τωρινή κάτοχος του σπιτιού, Σοφία Λελόβα, που έμαθε από τη μητέρα της πολλά πράγματα για τον Καρυωτάκη. Μεταξύ άλλων, μου εκμυστηρεύτηκε ότι «ο Καρυωτάκης δεν είχε καλές σχέσεις με τους Πρεβεζάνους, και το καλοκαίρι που βρέθηκε στην πόλη ήρθε σε ρήξη με τον τότε νομάρχη, ο οποίος πιθανώς χρηματιζόταν με λίρες Μικρασιατών στο θέμα της μη ισότιμης και δίκαιης παροχής αγροτεμαχίων». Ετσι, ο ποιητής προσπαθούσε να αποφύγει τις συναναστροφές με τους ντόπιους και προτιμούσε να περνάει περισσότερο χρόνο μόνος του, γράφοντας. «Ολη την ώρα έγραφε, σαν να μη στέρευαν οι σκέψεις του».
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι όπου έμενε στην Πρέβεζα βρισκόταν ένα μαγειρείο το οποίο ανήκε στην οικογένεια που του νοίκιαζε το σπίτι. Εκεί πήγαινε για να γευματίσει, και πάντα μαζί του είχε ένα χαρτί για να καταγράφει τις ιδέες του. Εκτός όμως από την ταβέρνα αυτή, «ο Καρυωτάκης πήγαινε στο κουρείο του Σταμουλάκη», όπως μου είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τιμολέων Βέσκας, ο παλαιότερος κουρέας της Πρέβεζας, που εξακολουθεί να λειτουργεί το κουρείο του πατέρα του που άνοιξε το 1920 στο Σεϊτάν Παζάρ, λίγα μόλις μέτρα από την οικία όπου είχε καταλύσει ο Καρυωτάκης. Ο ποιητής μετά το τέλος της δουλειάς του έκανε περιπάτους στην παραλία της Πρέβεζας, παρατηρούσε τα πλοία που κατέφθαναν στο λιμάνι και με περιέργεια κοίταζε τι σημαία κρεμόταν στο κατάρτι τους.
«Ολα όσα έγραψε στα ποιήματά του αποτύπωναν ακριβώς την τότε πραγματικότητα της Πρέβεζας» μου είπε χαρακτηριστικά ο γιος της κυρίας Λελόβα, Τηλέμαχος. Στο ποίημά του με τίτλο «Πρέβεζα» φωτογραφίζει την καθημερινότητα της μικρής αυτής πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα. Οταν έγραφε «Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια», εννοούσε τις κουρούνες, τα γνωστά μαύρα πτηνά που κάθονταν επάνω στις στέγες των σπιτιών και τις έκαναν να δείχνουν καρβουνιασμένες. Και στη συνέχεια έγραφε: «Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται, καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια», έχοντας σαν εικόνα την ταβέρνα απέναντι από το παράθυρο του δωματίου του. Η άποψη, λοιπόν, που θέλει τον Καρυωτάκη να απεχθάνεται την Πρέβεζα δεν ισχύει. «Εκείνος απλώς έγραφε στα ποιήματά του αυτά που έβλεπε». Στους ιδιοκτήτες του σπιτιού, μάλιστα, εξέθετε καθημερινά τις εντυπώσεις του από τους περιπάτους του στην πόλη και από τα όμορφα μέρη που επισκέπτονταν. Ομως, η μοναξιά, η αρρώστια και οι κόντρες που είχε στη δουλειά τον έκαναν απόμακρο, σχεδόν αόρατο.
Τα βράδια στεκόταν στο πλατύ περβάζι του δωματίου του, και χαζεύοντας το στενό, τις μπουκαμβίλιες και τον νυχτερινό ουρανό, ψιθύριζε στίχους από το «Βράδυ». Και όσο περνούσε ο καιρός και γινόταν καλοκαίρι, ενώ η διάθεση όλων γινόταν πιο ανάλαφρη, και ο κόσμος έβγαινε στις παραλίες και τα μαγαζιά, εκείνος κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του και σκοτείνιαζε. «Στις 20 Ιουλίου ο Καρυωτάκης πήγε και αγόρασε ένα πιστόλι από το μαγαζί του Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Χωρίς λοιπόν να χάσει χρόνο, την επόμενη κιόλας ημέρα έβαλε τελεία στη δική του ιστορία, και ο κόσμος έχασε έναν σπουδαίο λογοτέχνη, η ιδιαίτερη γραφή του οποίου απέκτησε και μιμητές δημιουργώντας βραχύβια μόδα μετά τον θάνατό του (Καρυωτακισμός, 1928-1935).
Πριν από 100 ολόκληρα χρόνια, το 1917, ο Κώστας Καρυωτάκης αποφοιτούσε γεμάτος όνειρα από τη Νομική Σχολή των Αθηνών, ενώ την ίδια περίοδο δημοσίευε με ζήλο τα πρώτα του ποιήματα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, όπως η «Ακρόπολη». Εναν αιώνα από την έναρξη της συγγραφικής του δραστηριότητας, έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της αναστήλωσης και ανάδειξης της τελευταίας του οικίας στην Πρέβεζα. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος της πόλης επανήλθε με νέο αίτημα προς τον δήμαρχο, προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το στολίδι στην καρδιά της Πρέβεζας, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών. «Εμείς είμαστε διατεθειμένοι να συνεργαστούμε με τον δήμαρχο, και μπορούμε να παραχωρήσουμε μέρος της οικίας για να γίνει μουσείο, αρκεί όμως πρώτα να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες, έτσι ώστε να αποκατασταθεί ο χώρος και να εξασφαλιστεί η ήρεμη διαβίωσή μας» αναφέρει σχετικά ο Τηλέμαχος, που μεγάλωσε σε αυτό το ιστορικό σπίτι. «Δυστυχώς, όμως, κανένας τόσα χρόνια δεν ενδιαφέρθηκε για αυτό το σπίτι και την ιστορία που κουβαλάει στο εσωτερικό του, και σήμερα κοντεύει να γκρεμιστεί από την αδιαφορία των ιθυνόντων. Με την παροχή μιας μικρής βοήθειας η πόλη θα αποκτούσε ακόμη ένα αξιοθέατο και εμείς θα ζούσαμε αξιοπρεπώς».
Λίγα μόλις μέτρα από την αυλόπορτα του γραφικού αυτού διώροφου βρίσκεται η προτομή του Καρυωτάκη. «Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει / από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής, / κι ας τραγουδήσουμε, — το τραγούδι να μοιάσει / νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής –», όπως έγραφε στο ποίημά του με τίτλο «Αισιοδοξία», κι ας ελπίσουμε πως όλα σύντομα θα πάρουν τον δρόμο τους.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 3 Ιουνίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ