Παραβλέποντας τη σατανική σύμπτωση με τον τραγουδιστή του «Last Christmas» να πεθαίνει ανήμερα τα Χριστούγεννα, υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κάποιος να πει για τον Τζορτζ Μάικλ. Ενα από αυτά είναι ότι ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σαρωτικά επιτυχημένος υπήρξε. Μέσα σε 35 χρόνια καριέρας πούλησε περισσότερους από 100 εκατομμύρια δίσκους. Υπολογίζοντας ότι έχει κυκλοφορήσει μόλις πέντε προσωπικά άλμπουμ (συν ένα live, δύο συλλογές και τρεις δίσκους με τους Wham!), γίνεται σαφές ότι κάθε κυκλοφορία του αποτελούσε ένα παγκόσμιο γεγονός.
Πέρα, όμως, από τα όποια ρεκόρ, ο Τζορτζ Μάικλ είχε ένα καταπληκτικό χαρακτηριστικό, αρκετά σπάνιο στις ημέρες μας: φαινόταν να μην προσπαθεί πολύ, τα πάντα γύρω από τις επιτυχίες του έρχονταν φυσικά. Συγκρίνοντάς τον με τους αντίστοιχους αστέρες της εποχής του –τη Μαντόνα, τον Prince και τον Μάικλ Τζάκσον –αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ο Τζορτζ Μάικλ ήταν αφοσιωμένος στο να κυκλοφορεί ωραία ποπ τραγούδια, τα οποία προέκυπταν φυσικά. Υποστήριζε μια εικόνα, η οποία αν και ενίοτε ήταν εκκεντρική (θυμηθείτε το βιντεοκλίπ του «Fastlove») ήταν εν πολλοίς η δική του εικόνα. Επιπλέον, οι ξεκάθαρες θέσεις του Τζορτζ Μάικλ υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων και κατά του πολέμου στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ (βλ. το «Shoot the Dog») δεν πλαισιώνονταν από επικοινωνιακές «τρέλες», αλλά από ειλικρινή –έτσι έμοιαζε, τουλάχιστον –ευαισθητοποίηση.
Η απώλεια του Τζορτζ Μάικλ στα 53 του, στον ύπνο του, στο Οξφορντσιρ, έρχεται να προστεθεί στο τέλος μιας χρονιάς που η μουσική βιομηχανία ξεκληρίστηκε. Αν, τέλος πάντων, υπάρχει αυτό που κατά το κλισέ είναι «η γειτονιά των αγγέλων», εκεί ο Prince, o Ντέιβιντ Μπόουι, ο Λέοναρντ Κοέν και ο Τζορτζ Μάικλ αποτελούν μια ετερόκλητη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα superband.
Ο.Π.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ